Αλέκος Αναγνωστάκης
(στη φωτό το επιχειρηματικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης)
Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και σε λίγο διάστημα η Οθωμανική αυτοκρατορία χάνει οριστικά τη δυνατότητα αναδημιουργίας ενός οθωμανικού έθνους.
Σε αυτές στις συνθήκες, καθώς ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν ανισόμετρα, εμφανίζεται το κίνημα των νεότουρκων που αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας σύγχρονης Τουρκίας.
Οι νεότουρκοι στόχευσαν εξ αρχής στην «τουρκοποίηση» της οικονομίας του αναδημιουργούμενου κράτους και στη δημιουργία εθνικού, ενιαίου κατά το δυνατό, χώρου. Σε αυτή τη δυναμική των εξελίξεων καθοριστική ήταν η απουσία μιας οικονομικά ισχυρής τουρκικής μουσουλμανικής αστικής τάξης η οποία θα αναλάμβανε πρωταγωνιστικό ρόλο στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Κι αυτό γιατί στα παράλια της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, όπου αναπτυσσόταν κυρίως ο καπιταλισμός, κυριαρχούσαν οι Έλληνες και Αρμένιοι κεφαλαιοκράτες. Ο στόχος του εκτουρκισμού του νεοσύστατου κράτους συνεπαγόταν επομένως μια πολιτική μεταφοράς κεφαλαίων από τους ισχυρότερους μη μουσουλμανικούς αστικούς κύκλους προς τα τότε αδύνατα τουρκικά-μουσουλμανικά επιχειρηματικά τμήματα του πληθυσμού. Για το σκοπό αυτό εφαρμόσθηκαν ειδικές πολιτικές (φορολογία, βία κ.α.) Έκτοτε μέσα από αντιθέσεις, αντιφάσεις και συμπορεύσεις η τουρκική πολιτική χαρακτηρίζεται από το τρίπτυχο, τουρκισμός, εκδυτικισμός, ισλαμισμός. Για την ανάπτυξη του ο τούρκικος καπιταλισμός χρειαζόταν ένα όχι απλά δυνατό, αλλά ένα ιδιαίτερα ισχυρό κράτος που θα υποκαθιστούσε αυτή την (αστική) αδυναμία και θα ενίσχυε την αστική τάξη η οποία με τη σειρά της θα στήριζε τη νέα κρατική δομή. Αυτό το ρόλο έπαιξε το Κεμαλικό κράτος και ειδικά ο ιδιαίτερος παρεμβατικός ρόλος του στρατού, της πιο δομημένης και πιο ισχυρής κρατικής δομής. Οι Τούρκοι έμποροι και βιομήχανοι όφειλαν, αν ήθελαν να ενταχθούν σε αυτή την εξέλιξη, να συνταυτιστούν με το κεμαλικό -κοσμικό ιδιόμορφο κρατισμό και καθεστώς, με τις κοσμικές και εθνικές αναφορές της κεμαλικής κυρίαρχης ελίτ. Η ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού ακολουθεί φυσικά, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, την ανάπτυξη του καπιταλισμού γενικότερα.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο καπιταλιστικοποιείται ο γεωργικός τομέας, εντείνεται βαθμιαία η επιχειρηματική δραστηριότητα στις μικρομεσαίες γεωργικές και μη επιχειρήσεις με κέντρο την κυριαρχούμενη από το Ισλάμ Ανατολία. Αυτό αποτέλεσε τη μήτρα της δυναμικής επανόδου του Ισλάμ στην Τουρκία. Το νεοσύστατο μεταπολεμικά Δημοκρατικό κόμμα με επικεφαλής τον Μεντερές, γέννημα της συνεργασίας των μεγαλογαιοκτημόνων της Ανατολής και των ριγμένων από το κεμαλικό βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο μικρομεσαίων κεφαλαίων της που έφεραν μαζί τους τον πολιτισμό, τον ισλαμισμό της ανατολής, εξέφρασε αυτή τη δυναμική. Το πραξικόπημα του 1960 αποσκοπούσε στην αναχαίτιση αυτής της δυναμικής παρουσίας του κεφαλαίου της Ανατολίας, στη ματαίωση στο εξής εμφάνισης τέτοιων πολιτικών που συμπαρέσυραν μαζί τους λαϊκές μάζες εξ αιτίας της κόντρας με το κεμαλικό κατεστημένο. Γι αυτό και το πιστό στις κεμαλικές αρχές ιδιωτικό κεφάλαιο ενισχύεται ενώ το μικρομεσαίο κεφάλαιο κυρίως της Ανατολίας δέχεται έντονες πιέσεις. Το τουρκικό κοσμικό κεφάλαιο επιχειρεί να τα «καταπιεί» όλα. Παράλληλα ιδρύονται πολυκλαδικοί όμιλοι που συνεργάζονται με το πολυεθνικό κεφάλαιο. Το μικρό και μεσαίο αλλά δυναμικό κεφάλαιο της Ανατολής –και όχι μόνο– συνεργάζεται με τις διεισδύουσες στην Τουρκία πολυεθνικές. Παίρνει ένα είδος βιομηχανικών υπεργολαβιών. Γι αυτό και δυναμώνει, αυξάνει την κερδοφορία του μέσα από την σκληρή εκμεταλλευτική εργοδότηση φτωχού εργατικού δυναμικού στο οποίο «προσφέρει» δουλειά και «ένα πιάτο φαί». Η δυναμική αυτή ανάπτυξη της τούρκικης αστικής τάξης οδηγεί στη συγκρότηση του πρώτου Συνδέσμου Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών Τουρκίας (TÜSIAD). Ταυτόχρονα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ύστερα από ζυμώσεις στους ενδυναμούμενους επιχειρηματικούς κύκλους της Ανατολής, συγκροτείται ένας δεύτερος παράλληλος κύκλος ανάπτυξης και προστασίας των επιχειρηματικών συμφερόντων τους με επικεφαλής τον Εμπαρκάν. Συμφέροντα που στο εξής διαμεσολαβούνται πολιτικά από το πολιτικό Ισλάμ με τα κατά καιρούς κόμματα. Την ίδια εποχή το μετακεμαλικό καθεστώς εστιάζει στη συντριβή της μαχόμενης Αριστεράς και συμμαχεί κατά καιρούς με το πολιτικό Ισλάμ.
Τη δεκαετία του 80, καθώς ο καπιταλισμός περνά στο νεοφιλελευθερισμό, είναι οι ισλαμικοί επιχειρηματικοί κύκλοι που εμφανίζονται ως υποστηρικτές της «δυτικής» (της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάσης) νεοφιλελεύθερης «παγκοσμιοποίησης». Αντίθετα ο «κοσμικός» κεμαλικός κρατισμός προσαρμόζεται αλλά προσαρμόζεται δυσκίνητα στη νέα φιλελεύθερη πολιτική που περιορίζει επιχειρηματικά το κράτος και το μετασχηματίζει σε «κράτος στρατηγείο».
Η αναγκαιότητα του νεοφιλελευθερισμού όμως είναι εσωτερική ανάγκη του κεφαλαίου πράγμα που ωθεί σε αλλαγές στη στρατηγική ανάπτυξης της Τουρκίας. Στη στρατηγική φιλελευθεροποίησης που συνεχίζεται και αντλεί ισχύ από τα δυναμικά αναπτυσσόμενα ιδιωτικά κεφαλαία με τα ποικίλα βιομηχανικά, τραπεζικά και εμπορικά συμφέροντα και διεθνή προσανατολισμό. Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται δυναμικά και ωριμάζει το ισλαμικό κεφάλαιο το οποίο συγκροτεί, το Μάιο του 99, δεύτερη (!) τούρκικη αστική επιχειρηματική οργάνωση, τον Ανεξάρτητο Σύνδεσμο Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (MÜSIAD). Η ενδυνάμωση της τούρκικης ισλαμικής αστικής τάξης και η συμμετοχή ισλαμικών κομμάτων σε κυβερνήσεις συνεργασίας δημιουργούν παράλληλα σύγχρονους ισλαμιστές γιάπηδες οι οποίοι ενισχύουν, παρά τις γραφές του κορανιού, τον καταναλωτισμό, την πολυτέλεια, τις ανέσεις. Αυτή η νέα πραγματικότητα αντεπιδρά στην ισλαμική θρησκεία και την ενσωματώνει, ως δομικό πλέον στοιχείο, σε μια ιδιότυπα καταναλωτική κοινωνία με τράπεζες, τόκους και αγορά. Στο κάτω-κάτω και ο Μωάμεθ έμπορας ήτανε. Έτσι εξισλαμίζεται και ηθικοποιείται η συσσώρευση πλούτου που εκτός από «ευλογημένη» είναι και ανταγωνιστική προς την κεμαλική ελίτ. Σε αυτή τη μακρόσυρτη διαδρομή ο θρησκευόμενος πληθυσμός κυρίως της Ανατολής αλλά και βαθμιαία της υπόλοιπης χώρας, μετατοπίζεται προς το πολιτικό Ισλάμ. Η μέχρι πρότινος ριγμένη αλλά αναπτυσσόμενη νέα τούρκικη αστική τάξη δέχεται και κανακεύει τις δικές του θρησκευτικές και πολιτιστικές αξίες. Έτσι το πολιτικό Ισλάμ μετατρέπεται στον πιο οργανωμένο και αποτελεσματικό κομματικό μηχανισμό ο οποίος συγκροτεί, μετά και την υποχώρηση της μαχόμενης Αριστεράς, στηρίγματα και δεσμούς εμπιστοσύνης με τις λαϊκές τάξεις.
Οπισθοχώρηση της κεμαλικής ελίτ
Έκτοτε κάθε πραξικοπηματική ενέργεια αντιμετώπισης του δυναμικού ισλαμικού κεφαλαίου και του πολιτικού Ισλάμ από το ισχυρό ακόμη κοσμικό κεμαλικό κεφάλαιο οδηγεί στην περαιτέρω αποδυνάμωση του τελευταίου. Γι’ αυτό και όταν το μετακεμαλικό καθεστώς στράφηκε βίαια εναντίον του πολιτικού Ισλάμ, θέτοντας εκτός νόμου το Κόμμα Ευημερίας, οι ισλαμιστές επανήλθαν με το Κόμμα Αρετής κι όταν κι αυτό ετέθη εκτός νόμου ιδρύθηκε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με αρχηγό τον Ερντογάν.
Η κεμαλική ελίτ οπισθοχωρεί ακριβώς γιατί δυσκολεύεται να εκφράσει ηγεμονικά τη δυναμική των σύγχρονων τάσεων ανάπτυξης (και κρίσης) του σημερινού Τούρκικου καπιταλισμού. Ο ηγεμόνας λοιπόν άλλαξε και απαιτεί μια νέα μορφή συμβίωσης. Σε μια χώρα μάλιστα που μετά το ξεπέρασμα της κρίσης του 2001 έχει μετατραπεί και αναγνωριστεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη. Η Τουρκία έχει ανεπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία, πολεμική βιομηχανία και βιομηχανία γενικότερα, υπηρεσίες, ισχυρό τουρισμό, υπολογίσιμο ορυκτό πλούτο κα. Το ΑΕΠ της το 2009 ήταν περίπου 870 δις δολάρια, το 16ο στο κόσμο. Είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ, του ΟΟΣΑ, του ΟΑΣΕ και του G-20. Είναι επίσης μέλος του Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών, της Διεθνούς Οργάνωσης Τουρκικού Πολιτισμού κα. Αυτή η δυναμική της καπιταλιστικής Τουρκίας «δεν μπορεί να περιοριστεί στα υπάρχοντα». Γι’ αυτό και αναπτύσσει ειδικές σχέσεις με όλες τις τουρκόφωνες χώρες γύρω από την πετρελαιοφόρα περιοχή της Κασπίας αλλά και της Βαλκανικής.
Μια τέτοια όμως επέκταση οδηγεί μαθηματικά σε μετατροπή της Τουρκίας σε υπερδύναμη. Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να περιοριστεί. Αυτή την περιοριστική πολιτική ασκούν και μέσω του Κουρδικού ζητήματος κυρίως οι ΗΠΑ. Ταυτόχρονα η ίδια η ανάπτυξη της Ανατολίας τη μετατρέπει αντικειμενικά σε σταθμό στο νέο κινέζικο δρόμο του μεταξιού από το Πεκίνο στη καρδιά της Ευρώπης, την ωθεί αντικειμενικά σε συμμαχίες προς τη Κίνα. Τυχόν μάλιστα προσέγγιση Πούτιν-Ερντογάν, δηλαδή Ρωσίας Κίνας Τουρκίας οδηγεί σε μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα. Η Τουρκία ή θα αναπτυχθεί ή θα τεμαχισθεί. Το ΑΚΡ και ο Ερντογάν εκφράζουν την τάση ανάπτυξης του Τούρκικου καπιταλισμού. Ταυτόχρονα η ίδια η ενδυνάμωση της ισλαμικής αστικής τάξης της αφαιρεί το φωτοστέφανο του ριγμένου. Σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική οδηγείται σε ρωγμές στη σχέση της με λαϊκά στρώματα. Έτσι οι αντιθέσεις στη αναπτυσσόμενη μεσοπρόθεσμα Τουρκία δεν θα είναι μόνο ανάμεσα στην κεμαλική και την ανελθούσα ισλαμική ελίτ, ανάμεσα στα ισλαμικά θρησκευτικά ρεύματα στη βάση των συμφερόντων που εκπροσωπούν, ανάμεσα στο νεοτουρκικό εθνικισμό και στις μειονότητες ―κυρίως τους Κούρδους― ή ανάμεσα στις διασταυρωνόμενες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην περιοχή αλλά πρωτίστως ανάμεσα στην τούρκικη εργατική τάξη και τα πληττόμενα μεσαία στρώματα και την τούρκικη αστική τάξη στο σύνολο της. Το τι κοινωνική και πολιτική έκφραση θα πάρει αυτή θα εξαρτηθεί από τον υποκειμενικό παράγοντα και τις πρωτοπορίες του.