Λίγες μόλις μέρες μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, Συντηρητικοί και Εργατικοί βλέπουν τα κόμματά τους να οδηγούνται στο χείλος της αβύσσου.
του Άρη Χατζηστεφάνου
Ο ουρανός μπορεί να μην έπεσε τελικά στα κεφάλια των Βρετανών, όπως προέβλεπαν οι συντηρητικές και «αριστερές» Κασάνδρες του Ηνωμένου Βασιλείου, προκάλεσε όμως μια τεράστια και αναμφίβολα καλοδεχούμενη ρωγμή στο πολιτικό κατεστημένο. Για την ακρίβεια όσοι ψήφισαν «λάθος» ―είτε δηλαδή προτίμησαν την παραμονή στην ΕΕ ή προσπάθησαν να δώσουν ρατσιστικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά στην ψήφο της εξόδου― είδαν τα κόμματά τους να οδηγούνται στο χείλος της αβύσσου.
Πρώτοι έφτασαν εκεί οι Συντηρητικοί (οι οποίοι έκαναν και τα δυο λάθη ταυτόχρονα) μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, που άνοιξε το δρόμο για τη διαδοχή τόσο στο κόμμα όσο και στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Οι πέντε υποψήφιοι για τον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών είχαν δεσμευθεί ότι θα δεχθούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος -καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα αμφισβητούσαν την πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους. Την ίδια στιγμή όμως προσποιούνται ότι δεν κατανόησαν το ταξικό και αντισυστημικό μήνυμα της κάλπης και την απόρριψη της νεοφιλελεύθερης ατζέντας που εφάρμοζε η ΕΕ και η βρετανική κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο φιναλίστ που επελέγησαν τελικά, η υπουργός εσωτερικών Τερέζα Μέι και η Άντρεα Λίντσομ, αναφέρθηκαν αρχικά στην ελεύθερη μετακίνηση προσώπων και όχι στα τεράστια οικονομικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει η πολιτική λιτότητας σε ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού. «Εάν γίνω πρωθυπουργός, θα αποχωρήσουμε από την ΕΕ και μέρος αυτού θα είναι και ο έλεγχος της ελεύθερης μετακίνησης προσώπων», δήλωσε η Μέι στην εφημερίδα Ντέιλι Τέλεγκραφ προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση ακόμη και του ρατσιστή Νάιτζελ Φαράτζ ο οποίος (για τους δικούς του μικροπολιτικούς λόγους) δήλωσε «αηδιασμένος» από τα σχέδια των δυο υποψηφίων να περιορίσουν τις μετακινήσεις ευρωπαίων πολιτών στην Βρετανία.
Η συγκεκριμένη παρωδία αντιπαράθεσης δείχνει και την πρόθεση του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της Βρετανίας να συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι της ξενοφοβίας και στην κεντρική πολιτική σκηνή, σε μια προσπάθεια να συγκαλύψει το πραγματικό νόημα του δημοψηφίσματος. Σε αυτό το παιχνίδι ο Φάρατζ όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρείται πολιτικά τελειωμένος, μετά την παραίτησή του από την ηγεσία του UKIP, αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα από τα πολυτιμότερα εργαλεία του συστήματος. Στο στρατόπεδο των εργατικών, ο Τζέρεμι Κόρμπιν κατάφερε προς το παρόν να αποτρέψει το εσωκομματικό πραξικόπημα, στο οποίο συμμετείχε σύσσωμη η παλαιά φρουρά των υποστηρικτών του Τόνι Μπλερ. Οι στασιαστές, παρά το γεγονός ότι είχαν την πλειοψηφία στον κομματικό μηχανισμό, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν κατάλαβαν ότι η μόνη τους ελπίδα να αμφισβητήσουν την ηγεσία ήταν να απευθυνθούν στη βάση του κόμματος- μια μάχη την οποία ο Κόρμπιν θα κέρδιζε με άνεση για δεύτερη φορά σε διάστημα λίγων μηνών. Η προσωρινή αυτή νίκη δεν μειώνει φυσικά ούτε στο ελάχιστο τις ευθύνες του Κόρμπιν, ο οποίος αφού πρόδωσε την ιδεολογία αλλά και την τάξη του στηρίζοντας την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, δημιούργησε τελικά τις συνθήκες που οδήγησαν στην αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής του.
Οσφραινόμενες την αποτυχία του κομματικού πραξικοπήματος οι «ναυαρχίδες» του αστικού τύπου της Βρετανίας άρχισαν να μιλούν για την ανάγκη δημιουργίας ενός τρίτου μεγάλου κόμματος, το οποίο θα στεγάσει την δεξιά πτέρυγα των εργατικών και το οποίο θα είναι φιλικό προς την ΕΕ και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Εκόνομιστ και οι Τάιμς του Λονδίνου προέβαλαν ανοιχτά αυτό το σενάριο αποδεικνύοντας ότι δεν πρόκειται απλώς για ευσεβείς πόθους ενός τμήματος της οικονομικής ελίτ, το οποίο ακόμη γλύφει τις πληγές του από το δημοψήφισμα, αλλά για ένα οργανωμένο «Plan B» με στόχο την ανατροπή του αποτελέσματος της κάλπης.
Είναι προφανές ότι ο Τζέρεμι Κόρμπιν, εξακολουθεί να ενοχλεί όχι μόνο τα έντυπα της δεξιάς αλλά και πιο προοδευτικά μέσα όπως ο Γκάρντιαν, ο οποίος δεν τους προσέφερε τη στήριξη που θα ανέμενε κανείς σε μια τόσο κρίσιμη μάχη. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν θα καταφέρει να ξαναβρεί την επαφή του με τη βάση της κοινωνίας, την οποία ο ίδιος εγκατέλειψε για να στηρίξει τον φιλοευρωπαϊσμό των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, ή εάν θα συνεχίσει να ισορροπεί σε δυο βάρκες με αυξανόμενο κίνδυνο να «πνιγεί» πολιτικά στα νερά της Μάγχης.
Την ίδια ώρα πάντως στο κενό έπεσε η βαθιά αντιδραστική και αντιδημοκρατική προσπάθεια ορισμένων να προχωρήσουν σε επανάληψη του δημοψηφίσματος με την δικαιολογία ότι η προσέλευση δεν ξεπέρασε το 75% και η ψήφος για την έξοδο δεν έφτασε το 60% ―δυο κανόνες που έβγαλαν κυριολεκτικά από το μυαλό τους.
Κυρίαρχη παραμένει, δυστυχώς, η άποψη σε μεγάλα τμήματα και της βρετανικής αριστεράς ότι ο λαός «απέτυχε» στην αποστολή του και μελλοντικά θα πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμά του να παρεμβαίνει σε τόσο κρίσιμες αποφάσεις. Σε συντηρητικά έντυπα όπως το Φόρειν Πόλισι αυτό εκφράστηκε ανοιχτά με την προτροπή προς τις ελίτ «να εξεγερθούν απέναντι στις αμαθείς μάζες». Σε πιο προοδευτικά μέσα όπως ο Γκάρντιαν η ίδια προσπάθεια έγινε πίσω από τον μανδύα μιας «αριστερής» κριτικής προς τους αποτυχημένους (ομολογουμένως) μηχανισμούς της αστικής δημοκρατίας, οι οποίοι θα πρέπει να διορθωθούν για να αποφευχθούν ανάλογα «λάθη» στο μέλλον.
Το μόνο λάθος βέβαια σε αυτή την ιστορία αποτέλεσαν οι οπαδοί της παραμονής στην ΕΕ. Και αρκετοί από αυτούς συνειδητοποιούν τώρα ότι η Ιστορία δεν συγχωρεί τέτοια λάθη.