του Δημήτρη Τζιαντζή
Το Σάββατο 30 Οκτωβρίου του 2011 ο Γιώργος Παπανδρέου αποκάλυψε το σχέδιό του: θα ζητούσε εθνικό δημοψήφισμα για το νέο μνημόνιο. Όταν όμως ο Ν. Σαρκοζί έμαθε ότι ο έλληνας πρωθυπουργός είχε αποφασίσει να θέσει την προσεκτικά σχεδιασμένη συμφωνία για το πρόγραμμα στήριξης σε δημοψήφισμα, εξερράγη. Ο Γάλλος πρόεδρος κάλεσε τους στενότερους συμβούλους του σε έκτακτη συνάντηση. Σύμφωνα με άτομο που συμμετείχε σε αυτήν, η αρχική αντίδραση του Σαρκοζί ήταν να εξαναγκάσει τον Γ. Παπανδρέου σε παραίτηση ή αλλαγή πορείας.
Στη συνάντηση, οι συμμετέχοντες έμειναν άναυδοι αντικρίζοντας κάτι πρωτοφανές στα διπλωματικά χρονικά. Στο ημερολόγιό του, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Φρανσουά Μπορουάν, έκανε λόγο για ψυχολογικό πόλεμο. Άλλοι, ειδικότερα οι δύο πρόεδροι της ΕΕ, είπαν στη συνέχεια στους συνεργάτες τους ότι ένιωσαν πολύ άβολα όταν μια μικρή ομάδα ευρωπαίων ηγετών μιλούσαν με αυτό τον τρόπο στον εκλεγμένο πρωθυπουργό μιας χώρας.
Ο Σαρκοζί, σε έξαλλη κατάσταση, πάτησε το ένα πόδι στην καρέκλα του προσπαθώντας να ανέβει στο τραπέζι, αλλά τον συγκράτησαν την τελευταία στιγμή οι συνεργάτες του, ενώ φώναζε στον Παπανδρέου «Είσαι ένας γαμημ… ψυχοπαθής! Ο Παπανδρέου είναι μαλάκας, ένας πραγματικός μαλάκας», συνέχισε να ουρλιάζει ο Νικολά Σαρκοζί μπροστά στους υπουργούς, σύμφωνα με μαρτυρίες που μετέφερε η γαλλική εφημερίδα Le Canard Εnchaine. Αυτή ακριβώς είναι η αντίδραση των ηγετών της «δημοκρατικής» Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν έρχονται αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος που φοβούνται ότι δεν μπορούν να κερδίσουν. Στην περίπτωση του δημοψηφίσματος του περασμένου Ιουλίου στην Αθήνα, οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατάφεραν τη ματαίωσή του αλλά την αποκήρυξη και διαστρέβλωση της σημασίας της απόφασης του ελληνικού λαού από τον Αλέξη Τσίπρα, τρεις μέρες αφότου άνοιξαν οι κάλπες. Το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Κάμερον φυσικά δεν είναι Ελλάδα και Παπανδρέου για να ανεχτούν ανάλογη συμπεριφορά.
Στην ιστορία της ΕΕ τα δημοψηφίσματα αποτελούσαν «αναγκαίο κακό» καθώς συνήθως αναδείκνυαν το δημοκρατικό έλλειμμα και την έλλειψη λαϊκής νομιμοποίησης του εγχειρήματος. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που ασκήθηκαν πιέσεις για ματαίωση ανάλογων εγχειρημάτων, ενώ πρόσφατα είδαμε ένα δημοψήφισμα να επαναλαμβάνεται μέχρι να βγει το αποτέλεσμα που επιθυμεί η ΕΕ! Πιο τρανταχτό παράδειγμα η περίπτωση της Ιρλανδίας η οποία υποχρεώθηκε να ψηφίσει ξανά και ξανά για τις συνθήκες της Νίκαιας και της Λισαβόνας μέχρι να δώσει τη «σωστή απάντηση»!
Ειδικά τα τελευταία 25 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χάσει σχεδόν όλα τα κρίσιμα δημοψηφίσματα, ενώ αρκετά εγκρίθηκαν με πολύ χαμηλή (και φθίνουσα) συμμετοχή.
Οι μόνες περιπτώσεις δημοψηφισμάτων που ενθαρρύνθηκαν ήταν εκείνες των ενθουσιωδών χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ (καθώς και της Μάλτας) στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιαζόταν ως «η γη της επαγγελίας» η πύλη προς τη Δύση μετά από σχεδόν μισό αιώνα σοβιετικού ζυγού.
Η Μάλτα, η Σλοβενία, η Ουγγαρία, η Λιθουανία, η Σλοβακία, η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Λετονία, όλες ψήφισαν υπέρ της ένταξης στην ΕΕ, με πλειοψηφίες που κυμαίνονται από 53,6% (Μάλτα) έως 92,5% (Σλοβακία) ενώ το 2012 τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι Κροάτες με ποσοστό 66,2%. Το πιο εντυπωσιακό είναι πόσο γρήγορα ακόμα και στις «νέες χώρες» εξαπλώθηκε, στη συνέχεια, ο ευρωσκεπτικισμός με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ουγγαρία.
Ο επίσημος απολογισμός –18 νίκες για την ΕΕ και 11 ήττες– είναι εξόχως παραπλανητικός καθώς εκτός από τις ιδιάζουσες περιπτώσεις των ανατολικών χωρών, περιλαμβάνονται και δημοψηφίσματα εντελώς αδιάφορα όπως η ψήφος της Δανίας για να υιοθετηεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της ΕΕ.
Την πρώτη μεγάλη κρίση στη διαδικασία έγκρισης των Ευρωπαϊκών Συνθηκών προκάλεσε το 1992 το δημοψήφισμα που διεξήχθη στη Δανία για την επικύρωση της Συνθήκης Μάαστριχτ και όπου το 51% των εκλογέων τάχθηκε κατά. Στις 18 Μαΐου 1993 έγινε και πάλι δημοψήφισμα με το ίδιο θέμα, στο οποίο, τελικά, το 56,8% των ψηφισάντων τάχτηκε υπέρ της επικύρωσης, αφού, όμως, είχε τροποποιηθεί η Συνθήκη για να εξαιρεθεί η Δανία από την ΟΝΕ. Το 2000 στη Δανία, το 2001 στην Ιρλανδία, το 2003 στη Σουηδία, το 2005 στη Γαλλία και την Ολλανδία, το 2008 στην Ιρλανδία, και το 2015 στην Ελλάδα, απορρίφθηκαν όλες σχεδόν οι κεντρικές πολιτκές αποφάσεις της ΕΕ, καθώς και το πολυδιαφημισμένο «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Στις περισσότερες περιπτώσεις η καταδικαστική ψήφος για την Ευρωπαϊκή Ένωση αγνοήθηκε (Ελλάδα, Γαλλία, Ολλανδία) και ανατράπηκε ή έδωσε τη σειρά της σε νέο δημοψήφισμα.
Με λίγα λόγια, τα δημοψηφίσματα είναι ελεύθερα, αρκεί να επικυρώνουν τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού διευθυντήριου. Στην αντίθετη περίπτωση, ποδοπατούνται, διαστρεβλώνονται, επαναλαμβάνονται μέχρι τελικής παράδοσης του αντιπάλου, δηλ. του λαού.