Η ΕΕ στην εξέλιξη της αναδεικνύεται και αποκαλύπτεται ως αυτό που είναι: Ένας μηχανισμός θωράκισης των αστικών πολιτικών απέναντι στη λαϊκή αμφισβήτηση. Παίζει ολοένα και ενεργητικότερο ρόλο στη διάλυση βασικών κατακτήσεων των υποτελών τάξεων. Οδηγείται έτσι σε σύγκρουση ακόμα και με προϋπάρχουσες αστικοδημοκρατικές αντιλήψεις για την πολιτική καθώς αμφισβητεί τη λαϊκή κυριαρχία εντός των κρατών-μελών.
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Είσοδος και έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ
14 Ιανουαρίου 1963. Ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας στρατηγός ντε Γκολ ήταν κατηγορηματικός. «Η είσοδος της Μεγάλης Βρετανίας και άλλων χωρών εις την Κοινήν Αγοράν θα μετέβαλλεν εξ ολοκλήρου τον χαρακτήρα της ΕΟΚ, ως εφαντάσθη ταύτην η Γαλλία. Μία Ευρώπη επτά ή ένδεκα ή δεκαοκτώ χωρών θα ισοδυνάμει με κολοσσιαίαν ατλαντικήν κοινότητα, τελούσαν υπό την εξάρτησιν και τον έλεγχον τον Ηνωμένων Πολιτειών, αι οποίαι θα έτεινον εις το να απορροφήσουν την ευρωπαϊκήν κοινότητα». Οι δηλώσεις του αυτές στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο Μέγαρο των Ηλυσίων έπεσαν σαν «βόμβα».
Τρεις μέρες αργότερα, η Γαλλία προέβαλε βέτο στο θέμα της συνέχισης των διαπραγματεύσεων ΕΟΚ-Μεγάλης Βρετανίας για την ένταξη της τελευταίας στην ΕΟΚ. «Όλα τελείωσαν» έγραψαν η Ντέιλι Μέιλ και η Ντέιλι Εξπρές. «Όλα τελείωσαν; Η ιστορία θα περιμένει!» απαντούσε «προφητικά» στο πρωτοσέλιδό της η λαϊκή Ντέιλι Μίρορ. Η άρνηση της Γαλλίας επαναλήφθηκε το 1967 και τελικά η ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ επιτεύχθηκε την Πρωτοχρονιά του 1973 μαζί με την Ιρλανδία και τη Δανία.
Στο δημοψήφισμα που έγινε στις 5 Ιουνίου 1975 για την παραμονή ή όχι στην ΕΟΚ το 67.2% ήταν υπέρ, έναντι 32,8% κατά, παρότι στο έκτακτο συνέδριο του κυβερνώντος Εργατικού κόμματος στις 26 Απριλίου 1975 οι σύνεδροι τάχθηκαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΟΚ.
39 χρόνια αργότερα, τον Ιούνη του 2016, 17.410.742 Βρετανοί ή το 51,9% των ψηφισάντων τάχθηκαν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.
Το ίδιο πρωινό, 39 χρόνια αργότερα, ο Φινλανδός πρωθυπουργός διαμήνυε αξημέρωτα, μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, «Πείτε μου δεν είναι αλήθεια, πείτε μου πως κοιμάμαι, πείτε μου πως ονειρεύομαι».
Αλλά ποιος ήταν λοιπόν εφιάλτης του; Τα εκατομμύρια που ψήφισαν υπέρ της εξόδου της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ ή πως, παρόλο που οι πλούσιοι ψήφιζαν «ναι» στην παραμονή της ΕΕ, εντούτοις οι «υποτακτικοί», οι φτωχοί, δεν ακολούθησαν τα αφεντικά και ψήφιζαν, πάνω από 65%, «όχι»;
Ποιος ήταν ο εφιάλτης τους τελικά, αυτό που συνέβη ή αυτό που υποκρύπτεται πως μπορεί να συμβεί; Το 1985 η Γροιλανδία ύστερα από δημοψήφισμα αποχωρεί από την τότε ΕΟΚ.
Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της ΕΕ. Η συνθήκη δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ. Και αυτό γιατί η επικύρωσή της απορρίφθηκε το 2005 από τον γαλλικό και τον ολλανδικό λαό σε αντίστοιχα δημοψηφίσματα.
Το 2008 δρούσαν στην ΕΕ 80.000 πολυεθνικές με 810.000 θυγατρικές, αυξημένα μέσα σε 30 χρόνια κατά 700%!
Αυτή η κατά περιόδους αξιόλογη απόρριψη, αν και περιορίζεται σε δημοψηφισματικό – κοινοβουλευτικό επίπεδο, των στρατηγικών επιλογών της ευρωπαϊκής ελίτ, συνοδεύει όπως τη χελώνα το καβούκι της την ίδια την πορεία εξέλιξης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτής της νέας ποιοτικής μορφής της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Πορεία που διακρίνεται από τις εναλλαγές διαδοχικών ισορροπιών, κρίσεων, νέας προσωρινής ισορροπίας.
Η πορεία αυτή από ισορροπία σε κρίση και από κει σε νέα προσωρινή ισορροπία οφείλεται σε δύο λόγους. Ο ένας είναι πως στο εσωτερικό της ευρύτερης αυτής ολοκλήρωσης δρα ακατάπαυστα ο δεύτερος, μετά το νόμο της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αιώνιος και πανταχού παρών νόμος του καπιταλισμού, ο νόμος του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων ίδιων αλλά και διαφορετικών κλάδων, ανάμεσα σε κράτη και ανάμεσα σε συμμαχίες σε συνδυασμό μάλιστα με την εντυπωσιακή αποτυχία των επιχειρούμενων – ήδη από τη δεκαετία του 90 – καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στο να εξασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη ανάταξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και σταθερή ανάπτυξη, αναταράσσει τις ολοκληρώσεις που «τείνουν αλλά ποτέ δε φτάνουν». Επιπλέον δε με την απρόσμενη και απροσδόκητη πολλές φορές δράση του λαϊκού παράγοντα, οι ολοκληρώσεις καθυστερούν, παραμορφώνονται, αναταράσσονται, κυρίως όμως απαιτούν στρατηγικότερες απαντήσεις τόσο από την αστική όσο και την εργατική πολιτική, η κάθε μια για τα αλληλοσυγκρουόμενα και αλληλοϋποβλεπόμενα συμφέροντα που υπηρετεί.
Ο άλλος λόγος είναι πως η ΕΕ στην εξέλιξη της αναδεικνύεται και αποκαλύπτεται ως αυτό που είναι: Ένας μηχανισμός θωράκισης των αστικών πολιτικών απέναντι στη λαϊκή αμφισβήτηση. Η ΕΕ παίζει ολοένα και ενεργητικότερο ρόλο στη διάλυση βασικών κατακτήσεων των υποτελών τάξεων. Οδηγείται έτσι σε σύγκρουση ακόμα και με προϋπάρχουσες αστικοδημοκρατικές αντιλήψεις για την πολιτική καθώς «αμφισβητεί τη λαϊκή κυριαρχία εντός των κρατών-μελών και καταργεί στην πράξη την αρχή της απόδοσης ευθύνης μεταξύ εκλεγμένου και εκλέκτορα». Αυτή η πολιτική επειδή στερείται ολοένα και περισσότερο «κοινωνικής ευαισθησίας» και «παροχών» προς τους υποτελείς οδηγεί στην αποδόμηση της αστικής ηγεμονίας και την υποκατάσταση της από την πολιτική της πυγμής, την επιβολή με κάθε μέσο. Αυτή η εξέλιξη, η συγκρότηση τέτοιων περιφερειακών ολοκληρώσεων, προεξαρχούσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιστοιχεί σε μια ιστορική περίοδο που διακρίνεται από την αύξηση του ρυθμού διεθνοποίησης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων: Τη δυνατότητα, λόγω της επιστημονικής και τεχνολογικής έκρηξης, πρωτόγνωρα γρήγορης και ασφαλούς μετακίνησης σημαντικού όγκου κεφαλαίων, την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας στο εσωτερικό των ισχυρότερων μονοπωλιακών ομίλων, την αύξουσα συγκέντρωση και συγκεντροποίηση και τη γεωγραφική, δευτερευόντως, αποσυγκέντρωση ορισμένων δραστηριοτήτων μέσω της αναμόρφωσης του τοπικού λεγόμενου κράτους.
Ταυτόχρονα όμως οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις στυλ ΕΕ ή NAFTA (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό) ή ASEAN (Βιρμανία, Βιετνάμ, Λάος, Ταϊλάνδη, Καμπότζη, Μπρούνεϊ, Φιλιππίνες, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ινδονησία) ή Αραβικός Σύνδεσμος κ.α. συγκρούονται με την ίδια την τάση διεθνοποίησης καθώς είναι «στενές» αφού περιορίζονται σε μια περιοχή. Είναι ανισότιμες καθώς η ανισοτιμία μεταξύ των χωρών είναι εσωτερικό δομικό τους στοιχείο π.χ. Γερμανία και οι χώρες της νότιας Ευρώπης. Είναι χώροι ιδιαίτερα ιεραρχημένοι στο εσωτερικό τους, ανάλογα με την ιδιαίτερη οικονομική, στρατιωτική, γεωγραφική, γεωφυσική και διπλωματική ισχύ της κάθε χώρας. Και είναι βαθιά εκμεταλλευτικές καθώς συμπυκνώνουν, υπηρετούν και προάγουν την πολιτική του κεφαλαίου και μάλιστα των πιο επιθετικών του τμημάτων. Κεφαλαίων που έχουν μια ισχυρή και διαρκώς ανατροφοδοτούμενη εθνική αφετηρία και μεταναστεύουν από ζώνη σε ζώνη και από χώρα σε χώρα, αναζητώντας τον πιο απίθανο «μαθηματικό τύπο» με μέγιστο αριθμητή την εργατική παραγωγικότητα και ελάχιστο παρονομαστή το εργατικό κόστος και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Και προσγειώνονται εκεί που συνδυάζεται καλύτερα η υπερεκμετάλλευση της αναπτυγμένης παραγωγικά και πολιτιστικά εργασιακής δύναμης.
Οι καπιταλιστικές, ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις οφείλουν να αναπροσαρμόζονται με βάση τα σύγχρονα δεδομένα. Για παράδειγμα την περίοδο 1973-’79 ο ρυθμός αύξησης της πραγματικής προστιθέμενης αξίας στη βιομηχανία ήταν σε ετήσια βάση 1,6% στις χώρες της ΕΟΚ, 1,4% στις ΗΠΑ και 3,1% στην Ιαπωνία. Την περίοδο 1979-’87 στην ΕΟΚ θα σημειωθεί υποχώρηση στο 0,7% (OCDE 1989) ενώ αντίθετα στις ΗΠΑ θα παρατηρηθεί μία αύξηση στο 1,8%, στην Ιαπωνία μια εκτόξευση του στο 4,8%. Την ίδια περίοδο μειώνεται η συμμετοχή της ΕΟΚ στην παγκόσμια παραγωγή προστιθέμενης αξίας από 35,7% το 1980 σε 32,4% το 1990. Παρατηρούνται επίσης ταυτόχρονα τάσεις στασιμότητας του ενδοκοινοτικού εμπορίου ως ποσοστού του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου και μια εντεινόμενη διείσδυση των μη κοινοτικών προϊόντων. Οι εξελίξεις αυτές αφορούσαν σε σημαντικό βαθμό τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των χωρών της ΕΟΚ σε τομείς αιχμής όπως ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός, η αυτοκινητοβιομηχανία, ο βιομηχανικός εξοπλισμός και η τεχνολογία πληροφορικής. Τα όρια και η δυναμική της οικονομικής πραγματικότητας της τότε ΕΟΚ γίνονται αισθητά. Σε αυτά προστίθεται το καθοριστικό γεγονός της μετατροπής, την ίδια περίοδο, των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων σε ηγέτιδα πλέον οικονομική δύναμη με τεράστια πολιτική ισχύ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στην ημερίδα για την Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην Ελλάδα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (17-19 Ιανουαρίου 2014) το 1939 δρούσαν περίπου 30 πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια. Το 1976 ήταν ήδη 11.000 ενώ οι θυγατρικές τους στην αλλοδαπή ήταν 86.000. Το 1991 εκτινάσσονται στις 35.000 με 150 χιλιάδες θυγατρικές, το 2008 στις 80.000 πολυεθνικές με 810.000 θυγατρικές. Σε 30 χρόνια 700% αύξηση! Τα ΠΠΜ διασφαλίζουν το 50% της βιομηχανικής μόνο παραγωγής του κόσμου και ελέγχουν το 70% του «εμπορίου».
Μια τέτοια ποσοτική μεταβολή συνιστά μια νέα ποιότητα που ενισχύει τη θέση των πιο ισχυρών κοινωνικών σχηματισμών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και των πιο δυναμικών τμημάτων των πολυεθνικών και εθνικών κεφαλαίων για επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε νέες γεωγραφικές περιοχές, τη σύμπλευση τους με άλλα εθνικά κεφάλαια, και τελικά την παραπέρα ενδυνάμωση τους.
Τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια, από τη μια, αντλούν τη δύναμη τους από το κράτος που εδράζονται το οποίο χρησιμοποιούν ως καταφύγιο, όπλο και ορμητήριο και γι αυτό το αναδιατάσσουν και ενισχύουν. Από την άλλη αποστασιοποιούνται, πάντα σχετικά, από την έννοια της πατρίδας, εμφανιζόμενα με μια διπλασιασμένη πατρίδα, π.χ. την Ελλάδα και την ΕΕ και ενισχύουν ταυτόχρονα τις τάσεις και τους υπερεθνικούς μηχανισμούς καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
Έτσι το εθνικό κράτος παρουσιάζει τα συμφέροντά τους ως έχοντα πανκοινωνική ισχύ ενώ το υπερεθνικό μόρφωμα, π.χ. ΕΕ, ως έχοντα καθολική υπερεθνική αίγλη. Το πέρασμα, ταυτόχρονα, από το διπολικό σε ένα πολυπολικό κόσμο με την κατάρρευση των ανατολικών χωρών συνοδεύεται από την παραπέρα φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, τη δυναμική ανάπτυξη των υπηρεσιών στις οποίες «παίζουν» πλέον ισχυρά μονοπώλια, την υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Συνοδεύεται από μια πολιτική μείωσης των τελωνειακών δασμών για την πιο ελεύθερη διακρατική διακίνηση των εμπορευμάτων.
Μείωση που αναταράσσει τις αγορές από την εισβολή ισχυρών πολυεθνικών μονοπωλιακών μονάδων που «καταπίνουν» πλέον ευκολότερα από πριν ό,τι μικρό κεφάλαιο βρίσκουν μπροστά τους. Αυτή η σύγχρονη, δυναμική κοινωνική πραγματικότητα συνιστά νέο πεδίο ανατροφοδότησης των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών στο οποίο καπιταλιστικές, ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις οφείλουν να αναπροσαρμόζονται με βάση τα καινούρια δεδομένα και τη δυναμική τους. Έτσι στις 7 Φεβρουαρίου του 1992, με την υπογραφή της «Συνθήκης του Μάαστριχ», η ΕΟΚ δίνει τη θέση της στη Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια περίοδο εξάλλου, το 1993, 46 χρόνια από την ίδρυση της ΓΚΑΤΤ, 117 χώρες συνυπέγραψαν μία προωθημένη συμφωνία για τη φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου και την αντικατάσταση της ΓΚΑΤΤ από έναν οργανισμό ευρύτερων αρμοδιοτήτων, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ο μετασχηματισμός και η αντικατάσταση της ΕΟΚ σε ΕΕ και της ΓΚΑΤ από τον ΠΟΕ, ως ανάγκη του κεφαλαίου, οφείλονται στην καινούρια πραγματικότητα που δημιουργούν η κρίση του 1973 – 85, η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων, η συνεπαγόμενη ανάγκη επαναπροσδιορισμού των όρων κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, εργατικού δυναμικού, εμπορικών συναλλαγών γενικότερα.Η ΕΕ που δημιουργείται δεν εντάσσεται στην κατηγορία των Διεθνών διακρατικών Οργανισμών. Είναι κάτι «λιγότερο» από συνομόσπονδο κράτος και κάτι «περισσότερο» από διεθνής οργανισμός. Αποτελεί ένα εν εξελίξει ιστορικά πρωτόγνωρο μόρφωμα. Σε αυτό συνυπάρχουν μια πληθώρα κρατών με ανισομερή ισχύ, λειτουργίες που παραπέμπουν σε μη ολοκληρούμενη συνομοσπονδία κρατών με διαφορετικά κυρίως επίπεδα παραγωγικότητας αλλά και σχέσεις στις οποίες μετέχουν διαφορετικοί κάθε φορά φορείς π.χ. συμμετοχή χωρών στην ΕΕ αλλά όχι στην ΟΝΕ.
Μόνιμο στοιχείο η ανισομετρία στην ΕΕ
Αξίζει να σταθούμε περισσότερο στα μόνιμα ανισομερή χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνδυασμό με την αφαίρεση του δικαιώματος άσκησης νομισματικής πολιτικής από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Στην δεκαετία 2006-2015, που περιλαμβάνει και τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, παρατηρούμε ότι: Σε έξι μεγάλες χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία) αναλογούσε το 2006 το 75,6% και το 2015 το 74,6% των συνολικών εξαγωγών της ΕΕ.
Στο διάστημα αυτό, αύξησαν το μερίδιό τους η Γερμανία (από 27,6% σε 28,2%), η Μ. Βρετανία (από 11,6% σε 12,9%) και η Ολλανδία (από 6,6% σε 7%), ενώ μειώθηκε το μερίδιο των υπόλοιπων – Γαλλία, από 11,8% σε 10,5%, Ιταλία, από 11% σε 10,4% και Βέλγιο, από 6,0% σε 5,6%.
Από την άλλη μεριά, 10 μικρές χώρες, Σλοβενία, Σλοβακία, Ρουμανία, Πορτογαλία, Λετονία, Ελλάδα, Κύπρος, Εσθονία, Βουλγαρία, Τσεχία, είχαν μερίδιο στις συνολικές εξαγωγές κάτω από 1% και οι περισσότερες μάλιστα κάτω από 0,5%. Οι χώρες αυτές όμως είχαν γενικά μεγαλύτερο μερίδιο στις εισαγωγές, με τις Τσεχία, Ελλάδα και Ρουμανία να ξεπερνούν το 1%.
Η απόσπαση της αρμοδιότητας άσκησης νομισματικής πολιτικής από τις εθνικές κυβερνήσεις μέσω της θέσπισης της ΕΚΤ και του ευρώ αφαιρεί τη δυνατότητα των εθνικών κυβερνήσεων να καλύπτουν τη διαφορά παραγωγικότητας από τις πιο ισχυρές χώρες μέσω της εφαρμογής εθνικών αντιπληθωριστικών πολιτικών και υποτιμήσεων των εθνικών νομισμάτων. Το ευρώ, αυτή η επίπλαστη ενιαία μονάδα χρήματος, θα έπρεπε ως χρήμα, να εκφράζει, ως όφειλε, την ενιαία μέση ισοδύναμη αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων στην Πορτογαλία και στη Γερμανία, την Ελλάδα και τη Γαλλία. Αυτό είναι ο ρόλος του χρήματος ως μέσο ισοδύναμο εμπόρευμα. Τέτοια όμως ενιαία μέση ισοδύναμη αξία των εμπορευμάτων σε τόσο ανισότιμες οικονομικά χώρες δεν υπάρχει. Και τελικά συμβαίνει το αυτονόητο: Σε αυτή την ανισοτιμία κερδίζει ο ισχυρότερος, κυρίως η Γερμανία.
Η συνολική αυτή πραγματικότητα και οι αντιφάσεις ορίζουν και εξηγούν τόσο τα όρια μετασχηματισμού της ΕΕ από τη μια όσο και την εκτόξευση του χρέους των φτωχών χωρών του Νότου και την ιδιαίτερη επιδείνωση των συνθηκών ζωής των υποτελών τάξεων.
Από το όραμα στον ευρωπαϊκό εφιάλτη
Το ευρωπαϊκό αστικό όραμα συμπυκνώθηκε κατά καιρούς στο «δημοκρατία, ελευθερία, ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη, ουσιαστική ευρωπαϊκή ενότητα, ισότιμη συνεργασία, προαγωγή του πολιτισμού». Τώρα όμως 30 και πάνω χρόνια διαρκούς απόπειρας επιβολής σκληρών νεοφιλελευθέρων πολιτικών δύσκολα διακρίνει κανείς που είναι το όραμα, που το όνειρο και που ο εφιάλτης.
Η πραγματικότητα διεκδικεί τη θέση της από τους ρήτορες που «πολύ μιλήσανε». Στη σημερινή ΕΕ, πάνω από 43 εκατ. Ευρωπαίοι ζουν στα όρια της πείνας και 120 εκατομμύρια άνθρωποι βιώνουν το διαρκή κίνδυνο να περιπέσουν σε αυτή την κατάσταση. Πάνω από 27 εκατ. άνθρωποι είναι άνεργοι και μάλιστα τα 20 εκατομμύρια από αυτούς βρίσκονται στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (στοιχεία της Eurostat).
Στις χώρες της «πραγματικής ΕΕ», όπως, για παράδειγμα, στη Βρετανία επανακάμπτουν ασθένειες εξαφανισμένες από τη δεκαετία του ’50, όπως η ραχίτιδα, που μαστίζει τον παιδικό πληθυσμό ως αποτέλεσμα της κακής διατροφής για εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά.
Στην Ιταλία οκτώ εκατ. άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Το πρόβλημα τέλος του δημόσιου χρέους παραμένει. Επιπλέον ακόμη και οι 12 χώρες που ήταν οι πρώτες που μπήκαν στην ευρωζώνη (1991 και 2001), έχουν αποκλίνει ―αντί να συγκλίνουν― οικονομικά.
Το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αναταράσσεται πολιτικά καθώς εμφανίζονται ακροδεξιά κόμματα σε Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ουγγαρία, και αλλού που την αμφισβητούν ευθέως. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε κρίση.
Σε αυτή την κατάσταση περιέπεσε γιατί είναι σε κρίση η ίδια η προωθούμενη αστική πολιτική της άγριας εκμετάλλευσης και της καταστολής της σύγχρονης εργατικής τάξης, σε μια εποχή μάλιστα που ενισχύεται περισσότερο παρά ποτέ η δυνητική της ικανότητα να διοικεί. Επίσης γιατί είναι σε κρίση οι πολιτικές που σχεδιάζουν όχι πλέον την κοινωνία των 2/3 αλλά την κοινωνία-χυλό, την κοινωνία του 1/3, στην οποία ένα μέρος θα ζει σε φαβέλες, εκτός κοινωνίας. Εξ ου και η χρεοκοπία των προγραμμάτων και των μνημονίων στις λαϊκές συνειδήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωζώνη, είναι σε κρίση γιατί η ίδια η δομή και η συγκρότηση της στέκει έξω και πάνω στους λαούς που εξουσιάζει. Και αυτό ενισχύει τις αποστάσεις, τα αδιέξοδα και τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε κρίση όχι μόνο γιατί περιδινείται στην τέταρτη μεγαλύτερη καπιταλιστική κρίση, αλλά και γιατί η προοπτική της εξόδου από αυτήν είναι «η σαθρή ανάκαμψη χωρίς ανάπτυξη» ή όπως λένε «η ανάπτυξη με ανεργία». Είναι σε κρίση γιατί, σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες κρίσεις όπου ο καπιταλισμός τελικά μπόρεσε να αφομοιώσει τις νέες τότε παραγωγικές δυνάμεις, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να εσωτερικεύσει, να εντάξει στην παραγωγή, τις νέες επαναστατικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις χωρίς σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε κρίση γιατί, τελικά, ο σύγχρονος καπιταλισμός δε χωρά στον εαυτό του. Γι’ αυτό και ακρωτηριάζει κυριολεκτικά ό,τι «περισσεύει», δηλαδή δικαιώματα, ανάγκες, σύγχρονες ιστορικά διαμορφούμενες δυνατότητες.