Αλέκος Αναγνωστάκης
Το αναπτυξιακό νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση Τσίπρα κινείται αυστηρά μέσα στη ρότα που είχαν ανοίξει τα προηγούμενα «αναπτυξιακά» νομοσχέδια του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Στην ουσία, επιδοτείται με διάφορους τρόπους το κεφάλαιο για να αντιρροπήσει την πτωτική τάση του κέρδους και μέσω της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και άλλων μεθόδων να υπερβεί τη βαθιά δομική του κρίση.
Ο πρώτος από τους τρεις αναπτυξιακούς νόμους μετά το 2000 ήταν ο νόμος 3299 του 2004. Αφορούσε 10.459 επενδυτικά σχέδια, συνολικού ύψους επενδύσεων 22,46 δισ. ευρώ. Προέβλεπε 39.699 θέσεις εργασίας, τέσσερις θέσεις περίπου ανά επένδυση. Παρείχε 9,57 δισ. σε επιδοτήσεις, που αντιστοιχούσαν στο σκανδαλώδες ποσοστό 42,62% του συνολικού ποσού των τότε επενδυόμενων κεφαλαίων ή σε 241.341 ευρώ ανά επιδοτούμενη θέση εργασίας. Ο δεύτερος ήταν ο νόμος 3908 του 2011. Αφορούσε 1.276 επενδυτικά σχέδια, συνολικού ύψους 6,02 δισ. ευρώ, και 1,99 δισ. επιδοτήσεις, δηλαδή το 33,06% των επενδυόμενων κεφαλαίων ή 322.854 ευρώ ανά θέση εργασίας.
Ο τωρινός, τρίτος αναπτυξιακός νόμος, που θα ψηφιστεί την ερχόμενη Τετάρτη από τη Βουλή, τιτλοφορείται «Θεσμικό πλαίσιο για τη σύσταση καθεστώτων Ενισχύσεων Ιδιωτικών Επενδύσεων». Αυτή καθαυτήν η χρήση των όρων είναι δηλωτική των προθέσεων και των στόχων. Ποια είναι λοιπόν τα «καθεστώτα ενισχύσεων» που θεσπίζει ο νόμος;
Το πρώτο «καθεστώς» είναι οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις, δηλαδή οι φοροαπαλλαγές, μέχρι και για 15 χρόνια. Η απαλλαγή συνίσταται στη μη καταβολή φόρου εισοδήματος επί των πραγματοποιούμενων προ φόρου κερδών από το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, αφού αφαιρεθεί ο φόρος της νομικής οντότητας που αναλογεί στα κέρδη που διανέμονται από τους εταίρους. Το ποσό της φορολογικής απαλλαγής υπολογίζεται ως ποσοστό επί της αξίας των ενισχυόμενων δαπανών του επενδυτικού σχεδίου ή και της αξίας του καινούργιου εξοπλισμού που αποκτάται με χρηματοδοτική μίσθωση και συνιστά ισόποσο αποθεματικό. Οι φοροαπαλλαγές υπολογίζονται επί του συνόλου των κερδών του επιχειρηματικού ομίλου, δηλαδή και για τυχόν δραστηριότητες πέραν αυτών που εντάσσονται στον «αναπτυξιακό νόμο». Προβλέπεται επίσης «η καθιέρωση σταθερού φορολογικού συντελεστή 12 ετών για επενδύσεις άνω των 20 εκατ. ευρώ».
Το δεύτερο είναι «οι επιχορηγήσεις» (δημόσιες) που φτάνουν ως το 70% της συνολικής επένδυσης, ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης και την περιοχή της επένδυσης.
Το τρίτο είναι «η επιδότηση του κόστους απασχόλησης», η επιδότηση του επιχειρηματία στην πρόσληψη εργαζομένων και η «χρηματοδότηση μέσω Ταμείου Συμμετοχών» για αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων.
Οι ειδικές διατάξεις που προβλέπονται για τις πολύ μεγάλες, τις λεγόμενες «στρατηγικές επενδύσεις», που θα ενταχθούν σε ενιαίο επιχειρηματικό σχηματισμό, θα αποτελούσαν πρόκληση για το λαό αν δεν ήταν θεμελιώδες χαρακτηριστικό της κυβερνητικής πολιτικής. Στις στρατηγικές επενδύσεις εντάσσονται επενδύσεις που ξεπερνούν τα 20 εκατ. ευρώ. Προϋπόθεση ένταξης στο νόμο, όπως αναφέρεται, είναι η «δημιουργία τουλάχιστον 2 θέσεων εργασίας ανά 1 εκατ. ευρώ επιλέξιμου κόστους επένδυσης»! Δηλαδή για κάθε μία θέση εργασίας οι δαπάνες κρατικής επιδότησης φτάνουν στις 500.000 ευρώ. Τα υπαγόμενα επιχειρηματικά σχέδια της συγκεκριμένης κατηγορίας μπορούν να κάνουν χρήση τόσο του συνόλου των ευεργετικών διατάξεων, που αφορά και τις μικρότερου μεγέθους επενδύσεις, όσο και των ειδικών διατάξεων ταχείας αδειοδότησης (fast track) μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Στρατηγικών Επενδύσεων.
Το ελάχιστο επιλέξιμο ύψος της επένδυσης για την υπαγωγή επενδυτικών σχεδίων στα καθεστώτα ενισχύσεων ορίζεται με βάση το μέγεθος του φορέα. Δηλαδή για μεγάλες επιχειρήσεις στο ποσό των 500.000 ευρώ. Για μεσαίες επιχειρήσεις, «δίκτυα» επιχειρηματικών ομίλων, επιχειρηματικές συστάδες (cluster) και συνεταιρισμούς, στο ποσό των 250.000 ευρώ. Για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, στο ποσό των 150.000 ευρώ.
Το τέταρτο είναι η λεγόμενη χρηματοδότηση επιχειρηματικού κινδύνου μέσω ταμείου συμμετοχών με τα εξής είδη: ίδια κεφάλαια ή οιονεί ίδια κεφάλαια, ή επενδυτική χορηγία για την παροχή επενδύσεων χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου άμεσα ή έμμεσα σε επιλέξιμες επιχειρήσεις και τέλος δάνεια για την παροχή επενδύσεων χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου άμεσα ή έμμεσα σε επιλέξιμες επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι ο όρος «η συμμετοχή του φορέα στο κόστος του επενδυτικού σχεδίου μπορεί να γίνει είτε μέσω ιδίων κεφαλαίων είτε με εξωτερική χρηματοδότηση, με την προϋπόθεση ότι το 25% του συνολικού επενδυτικού κόστους δεν περιέχει καμία κρατική ενίσχυση, στήριξη ή παροχή» καταργήθηκε από τον Υπουργό Οικονομίας την Παρασκευή.
Όλα τα είδη ενισχύσεων παρέχονται μεμονωμένα ή συνδυαστικά και συνυπολογίζονται για τον καθορισμό του συνολικού ποσού ενίσχυσης του κάθε επενδυτικού σχεδίου.
Επιχειρήσεις οι οποίες δεν εμφάνισαν κέρδη σε καμία διαχειριστική χρήση στα τελευταία επτά έτη πριν από την αίτηση υπαγωγής δεν δικαιούνται να λάβουν τις ενισχύσεις. Με τον όρο αυτό επιχειρείται το «κάψιμο των ξερών κλαδιών», των επιχειρήσεων που αγωνίζονται να επιβιώσουν στο κρισιακό και ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Το συνολικό ποσό ενίσχυσης ανά υποβαλλόμενο επενδυτικό σχέδιο δεν θα μπορεί να υπερβεί το ποσό των 5 εκατ. ευρώ, ενώ οι παρεχόμενες σε κάθε φορέα ενισχύσεις δεν μπορούν να υπερβούν σωρευτικά τα 10 εκατ. ευρώ για μεμονωμένη επιχείρηση και τα 20 εκατ. ευρώ για το σύνολο των συνεργαζόμενων ή συνδεδεμένων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, στο νομοσχέδιο προβλέπεται και η δημιουργία Επιχειρηματικών Κέντρων για τη διευκόλυνση Ελλήνων και ξένων επενδυτών και, επιπλέον, η σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης (ΕΣΑΑ). Το ΕΣΑΑ θα «αποτελεί το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της κυβέρνησης σε θέματα ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας και καινοτομίας».
Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης παρατάσεις για τα υπάρχοντα επενδυτικά σχέδια. Συγκεκριμένα, δίνει νέα προθεσμία ολοκλήρωσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2017 (ύστερα από αποδοχή πρότασης του ΠΑΣΟΚ και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων) των επενδυτικών σχεδίων που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου 3299/2004· η παλιά ημερομηνία ολοκλήρωσής τους έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2015. Στην περίπτωση που μέχρι την ημερομηνία αυτή έχει υλοποιηθεί αποδεδειγμένα το 50% του εγκεκριμένου κόστους του επενδυτικού σχεδίου, η προθεσμία ολοκλήρωσης παρατείνεται για 18 επιπλέον μήνες, δηλαδή μέχρι τις 30 Ιουνίου 2018. Η προθεσμία ολοκλήρωσης των επενδυτικών σχεδίων που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου 3908/2011 παρατείνεται μέχρι τα μέσα ή το τέλος του 2017. Η κυβέρνηση παρέχει δηλαδή πλήρη πολιτική κάλυψη των επενδυτικών πολιτικών και των αναπτυξιακών νόμων από το 2004 και μέχρι σήμερα.
Την ικανοποίησή τους για την κατάθεση και για τις ρυθμίσεις που περιέχει ο νόμος εξέφρασαν οι εκπρόσωποι του ελληνικού κεφαλαίου απαιτώντας να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου αναπτυξιακού σχεδίου.
Για καλοσχεδιασμένο επενδυτικό νόμο έκανε λόγο ο πολιτευτής της Νέας Δημοκρατίας και πρόεδρος του Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Βασίλης Κορκίδης.
Τον ενεργότερο ρόλο των τραπεζών στη διαχείριση υλοποίησης των έργων ζήτησε ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών Χρήστος Γκόρτσος. Την ανάγκη να υπάρξουν σταθεροί φορολογικοί συντελεστές σημείωσε η πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη, ενώ ζήτησε και άλλα θέτοντας θέμα ευνοϊκότερης αντιμετώπισης των παλιότερων εκκρεμών επενδυτικών σχεδίων.
Διαδικασίες ταχύτερης αδειοδότησης για όλες τις επιχειρήσεις, δικλείδες ασφαλείας για την ανάκληση δημόσιων πόρων και περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία από την Κομισιόν ζήτησε ο διευθυντής του τομέα ανάπτυξης του ΣΕΒ Γιώργος Ξηρογιάννης. «Ο αναπτυξιακός νόμος εκπέμπει θετικά μηνύματα» ανέφερε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος Κωνσταντίνος Μίχαλος, ο οποίος ζήτησε η χώρα μας «να στηρίξει την ιδιωτική πρωτοβουλία και να εκπέμψει ένα σήμα διαφορετικό».
Κλείνοντας τη συνεδρίαση των επιτροπών της Βουλής, ο υπουργός Οικονομίας διαβεβαίωσε τους εκπροσώπους των φορέων ότι η χρηματοδότηση του νέου αναπτυξιακού νόμου είναι πλήρως εγγυημένη και θα υπάρξει πιστή τήρηση των δεσμεύσεων του Δημοσίου απέναντι στους επενδυτές. «Δεν θα επαναλάβουμε πρακτικές του παρελθόντος» τόνισε. Ανοιχτό άφησε το ενδεχόμενο να αντιμετωπιστούν ευνοϊκότερα στο θέμα της επταετίας για την αποπληρωμή της επιδότησης οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ενταχθεί σε προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους και έχουν ολοκληρώσει το 100% της επένδυσης.
«Όταν η οικονομία έχει ανάγκη από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις στα επόμενα χρόνια, μόνο ως φάρσα ακούγεται να ονομάζεται ο νόμος αυτός αναπτυξιακός. Η ΝΔ λέει όχι επί της αρχής» ανέφερε ο Γ. Κουμουτσάκος. Τον χαρακτήρισε «πουκάμισο αδειανό», καθώς αφορά 600 εκατ. ευρώ το χρόνο. «Τυχόν θετικά επιμέρους σημεία του νόμου θα εξεταστούν στη συζήτηση στην Ολομέλεια», έσπευσε να συμπληρώσει.
Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου
Να θυμηθούμε: «Η διαχείριση και διάθεση όλων γενικά των εσόδων και των κερδών του πλοίου διενεργείται ελεύθερα και δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό από τους ελληνικούς νόμους»! Αυτό αναφέρουν όλες οι εγκριτικές πράξεις που αφορούν το ισχύον διάταγμα-σκάνδαλο 2687/1953. Αυτό είναι το πρότυπο του Τσίπρα. Ο πολιτικός του χαιρετισμός στους εφοπλιστές και η πρακτική του δηλητηριάζουν αξιακά τον ελληνικό λαό. Η πολιτική του συντηρεί και διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στους λίγους πλούσιους και στους πολλούς φτωχούς. Ο αναπτυξιακός νόμος, σε προεπιλεγμένους τομείς (κυρίως αγροτοδιατροφικό, τουρισμό, ενέργεια, πληροφορική, φαρμακοβιομηχανία), διατηρεί και θεσπίζει νέες προκλητικές φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο και δωρεάν κρατική χρηματοδότηση.
Εντός αυτών των τομέων επιλέγει πιο συγκεκριμένους τομείς δράσης, όπως συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (φωτογραφίζουν τις συμπράξεις της ΔΕΗ με άλλους ιδιώτες), υπηρεσίες τουριστικών λιμανιών (μαρίνες), υδατοδρόμια, διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού (logistics), ίδρυση και επέκταση τουριστικών μονάδων (ξενοδοχεία, αλλά τουλάχιστον τριών αστέρων), τουριστικές υποδομές (συνεδριακά κέντρα, γήπεδα γκολφ, χιονοδρομικά κέντρα, ιαματικός τουρισμός), αυτοκινητοδρόμια, κέντρα προπονητικού αθλητισμού, και στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες (αλλά μελλοντικά μέσω υπουργικών αποφάσεων). Θεσπίζει επιδοτήσεις του μισθολογικού «κόστους» και επιδότηση του «επιχειρηματικού κινδύνου» των καπιταλιστών. Γι’ αυτό προβλέπει τη δημιουργία ανάλογων εργαλείων, την ίδρυση «ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών» (Ταμεία Συμμετοχών) με χρηματοδότηση από κρατικούς πόρους, αλλά και με συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων. Η κυβερνητική πολιτική υποτάσσει τα πάντα στην προοπτική ανάκαμψης των κερδών και της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου, στη γραμμή του «συγκριτικού πλεονεκτήματος», δηλαδή στον τσακιζόμενο εργάτη, στη διαμόρφωση μεγαλύτερων επιχειρηματικών σχημάτων, ήτοι στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Για αυτό επιλέγει όχι αδύναμες και αναγκαίες, αλλά πρωτίστως δυναμικές, «εξωστρεφείς επιχειρήσεις που έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους τουλάχιστον κατά 10% επί του συνολικού τζίρου την τελευταία τριετία», «επιχειρήσεις που προχωρούν σε διαδικασία συγχώνευσης» ή «καινοτόμες» επιχειρήσεις (με αύξηση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη κατά 10% την τελευταία τριετία) ή όσες παρουσιάζουν αύξηση της απασχόλησης, και αφήνουν στο έλεος τις άλλες που δυσκολεύονται. Να «καούν τα ξερόκλαδα» της αγοράς, δίχως καν αναφορά στους εργαζομένους.
Ανάταξη κερδών
Αντιδραστική και άεργη ανάπτυξη
σε βάρος των εργαζομένων
Αλλά πού θα πάει το πράγμα; Η κρίση υπερσυσσώρευσης ως έκφραση έχει την πτώση στη συνολική αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Αυτό εκφράζει η ποσοστιαία πτώση του ποσοστού κέρδους, αυτό που ονομάζεται πρόβλημα κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η σε εξέλιξη κρίση, εκδήλωση της οποίας αποτελεί η κρίση χρέους, διαπερνά το συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου, δηλαδή τις σφαίρες παραγωγής, ανταλλαγής, κυκλοφορίας και διανομής. Εδράζεται όμως πρώτα και κύρια στο έδαφος της παραγωγής.
Τα βασικά μέτρα υπέρβασης της χαμηλής (ποσοστιαία) κερδοφορίας είναι τέσσερα: Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με παράταση της εργάσιμης μέρας, η εντατικοποίηση της εργασίας μέσω και της νέας τεχνικής. Η μείωση του μισθού εργασίας, και μάλιστα κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης. Σε αυτό συμβάλλει η μαζική ανεργία, που πιέζει τους εργαζομένους και συντελεί στην πτώση του μισθού. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους κλάδους οι οποίοι παράγουν τα μέσα παραγωγής, που συμβάλλει στο να γίνονται πιο φτηνά τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου.
Αν επέμβει κάποιος σε αυτά, μπορεί ανάλογα με το περιεχόμενο της επέμβασης να αντιστρέψει, να σταθεροποιήσει ή να ενισχύσει την πραγμάτωση ή όχι της πτωτικής τάσης. Η μείωση των μισθών, η αύξηση του εφεδρικού στρατού εργασίας, το εξωτερικό εμπόριο και το «φτήνεμα» των στοιχείων του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου αφορούν, εν πολλοίς, το σχηματισμό της οργανικής και αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου και τη διανεμητική πάλη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας για την αξία του μισθού.
Το σύνολο και η ουσία της κυβερνητικής πολιτικής (και της ΕΕ και του ΔΝΤ) στο ζήτημα των κινήτρων, στο ζήτημα των μισθών και στη χρήση σταθερού κεφαλαίου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα στην εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών, όχι του εργάτη-μοναδικού δημιουργού του παραγόμενου πλούτου, αλλά του κεφαλαιοκράτη-παράσιτου.
Η κυβέρνηση, ακριβώς επειδή ξέρει πως το κεφάλαιο διστάζει ακόμη να επενδύσει, επιλέγει επενδύσεις μεσαίου και κάτω επιπέδου σε κλάδους που είναι ήδη κερδοφόροι.
Αυτή η πολιτική όμως οδηγεί σε αυτό που λέμε δρόμο σαθρής, αναιμικής και κυρίως αντιδραστικής «άνεργης ανάπτυξης». Εκεί θα πάει η υπόθεση· σε μια κοινωνία που τσαλαπατά κάθε ιδανικό που δημιούργησε ο ανθρώπινος πολιτισμός αιώνες τώρα, κάθε αίτημα πραγματικής δικαιοσύνης και ισότητας, κάθε αξίωση γνήσιου ουμανισμού και αυθεντικής ελευθερίας.
Οι άνθρωποι όμως έχουν ανάγκη να ζήσουν σε μια κοινωνία που θα δίνει υπόσταση στις ανθρώπινες αξίες, στη ζωή. Και αυτό αργά ή γρήγορα θα το αποζητήσουν και μάλιστα συλλογικά κι οργανωμένα.
«Παράδειγμα ανάπτυξης» οι καρχαρίες εφοπλιστές!
Μούτσος τους ο Αλ. Τσίπρας
Η αλλοτρίωση της εργασίας στη δική μας εποχή συμπυκνώνεται και παίρνει σαφή μορφή: αυτήν της ωμής εκμετάλλευσης, της εξαθλίωσης της μεγαλύτερης μάζας των εργαζομένων και των απλόχερων παροχών στους κεφαλαιούχους. Την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση προώθησε τον αναπτυξιακό νόμο, τον τρίτο μετά το 2000 και τον δεύτερο από το ξέσπασμα της κρίσης.
Ταυτόχρονα ο σημερινός πρωθυπουργός απευθύνθηκε στους Έλληνες εφοπλιστές στα «Ποσειδώνια», στην έκθεση που αποτελεί κορυφαίο γεγονός της ελληνικής ναυτιλίας. Εκεί χαιρέτισε ο Α. Τσίπρας. Σπάνια άλλος πρωθυπουργός στο παρελθόν έχει τόσο πολύ εξάρει το εφοπλιστικό λόμπι. Αλλά και σπάνια καταπίπτουν, παρακμάζουν και εκφυλίζονται τόσο –και τόσο ραγδαία– πολιτικοί όσο ο σημερινός επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ και οι περί αυτώ.
«Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας μπορεί να αποτελέσει θετικό παράδειγμα για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας» σημείωσε μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός.
Δηλαδή οι πάνω από 540, μεταπολεμικά έως και σήμερα, σκανδαλώδεις χαριστικοί νόμοι προς το εφοπλιστικό κεφάλαιο, το σπάσιμο του εμπάργκο, το κρυφό και φανερό λαθρεμπόριο, οι διασυνδέσεις και οι ειδικές εμπορικές συμφωνίες με δικτατορικά καθεστώτα της Αφρικής και της Αμερικής και οι «μαύρες» πολιτικές στη σύνθεση των πληρωμάτων που επιβάλλει το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο ως ο ηγεμόνας του κλάδου είναι το πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Αποκαλυπτικοί των κυβερνητικών επιδιώξεων –επιδίωξη σημαίνει συνειδητό πρόγραμμα και σχέδιο– είναι οι σκοποί που σημειώνονται στον «αναπτυξιακό νόμο» της σημερινής ντουμπλ φας κυβέρνησης.
«Οι σκοποί του παρόντος νόμου είναι» σημειώνεται στο πρώτο άρθρο «[…] η διαμόρφωση μιας νέας εξωστρεφούς εθνικής ταυτότητας (branding), η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης, η μετακίνηση στην αλυσίδα παραγωγής της αξίας για την παραγωγή πιο σύνθετων προϊόντων, η προσφορά καλύτερων υπηρεσιών και εντέλει η εξασφάλιση καλύτερης θέσης της χώρας στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας». Τόσο ανθρώπινα.
«Οι στόχοι αυτοί» συνεχίζει «θα επιτυγχάνονται με τις παρεχόμενες ενισχύσεις του νόμου αυτού, μέσω των ειδικών καθεστώτων που προβλέπονται και ειδικότερα με την εξωστρέφεια και την καινοτομία, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας […], την υψηλή προστιθέμενη αξία, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, την έξυπνη εξειδίκευση, την ενθάρρυνση συγχωνεύσεων, την ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας, τη μείωση (βελτίωση) του οικολογικού αποτυπώματος».
Αυτοί οι απρόσωποι όροι, «συγχωνεύσεις, ανταγωνιστικότητα, υγιής επιχειρηματικότητα, υψηλή προστιθέμενη αξία» κ.ά. που γεννιούνται από τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών, τα υπονοούν και τα εννοούν όλα.