του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και με διαδικασίες εξπρές οι 153 βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας «εκτέλεσαν» το συμβόλαιο θανάτου της κοινωνικής ασφάλισης που είχε υπογράψει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην συμφωνία της 12ης Ιουλίου. Ο περίφημος Νόμος-Κατρούγκαλου σε συνδυασμό με νέες επιβαρυντικές φορολογικές διατάξεις, θα αρχίσει να εφαρμόζεται από τις επόμενες κιόλας εβδομάδες. Αυτές που μαζί με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης θα φέρουν και τον… μνημονιακό αυτοματισμό. Οι μειώσεις που επέρχονται στην κοινωνικές παροχές και στις συντάξεις θα μπορούν να αναπροσαρμοστούν ανά πάσα στιγμή προς το χειρότερο.
Η κυβερνητική υποκρισία κατά την διάρκεια της συζήτησης στην Βουλή έφθασε στο απόγειό της αφού ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν δίστασε να δηλώσει ότι πρόκειται για μία ασφαλιστική μεταρρύθμιση που προστατεύει το 90% των συνταξιούχων. Η αντιπολίτευση του «μένουμε Ευρώπη» καταψήφισε τον νόμο χωρίς ουσιαστικά να διαφωνεί με τις αρχές του, επιρρίπτοντας ευθύνες στην διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο επτάμηνο του 2015.
Ανεξάρτητα από το ζήτημα της βιωσιμότητας των ταμείων που κάθε άλλο παρά επιλύεται με το ασφαλιστικό – φορολογικό νομοσχέδιο, οι υπολογισμοί που περιέχονται στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι σαφέστατοι σχετικά με το σε ποιες πλάτες μετατίθενται τα βάρη της μνημονιακής πολιτικής. Από τις διατάξεις που περιέχονται στα 116 συνολικά άρθρα του, συνταξιούχοι, δημόσιοι υπαλληλοι, αγρότες, αυτοπασχολούμενοι, νέοι επιστήμονες επιβαρύνονται με 8.234.000.000 ευρώ από τις περικοπές στην ασφάλιση και επιπρόσθετα με 1.700.000.000 ευρώ από τις νέες ρυθμίσεις για την φορολογία και την αλλαγή των επιβαρύνσεων ανά κατηγορία.
Η θεσμοθετημένη πλέον επίθεση στις συντάξεις αφορά εισοδήματα που έχουν υποστεί απανωτές μειώσεις την μνημονιακή εξαετία και έχουν οδηγήσει σε μείωση από το 2010 μέχρι σήμερα της τάξης του 40%. Οι νέες μειώσεις προκύπτουν τόσο από το νέο σύστημα επανυπολογισμού των συντάξεων όσο και από τις αυτοματοποιημένες πλέον αυξήσεις των εισφορών. Την πραγματικότητα αυτή κάθε άλλο παρά μετριάζει το κυβερνητικό… «κόλπο» με βάση το οποίο για τους ήδη συνταξιούχους η ονομαστική μείωση των συντάξεων μετατίθεται για την λήξη του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής το 2018. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα εφόσον προκύψουν διαφορές προς τα κάτω αυτό θα καλυφθεί για 2 περίπου χρόνια από την λεγόμενη «προσωπική διαφορά».
Ξεκάθαρες μειώσεις στις παροχές προς ασφαλισμένους και συνταξιούχους προκύπτουν και από την νέα δομή του ασφαλιστικού συστήματος και την ίδρυση του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, ΕΦΚΑ, στο οποίο θα ενταχθεί το σύνολο των ασφαλιστικών ταμείων πλην του ΝΑΤ και του ΟΓΑ. Το νέο ταμείο φυσικά θα καθορίσει τον δικό του μηχανισμό παροχών με γνώμονα πάντα την «δημοσιονομική προσαρμογή». Επίσης την οδό των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος θα πάρει η ακίνητη περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων αφού συστήνεται Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης της Περιουσίας Ασφαλιστικών Οργανισμών που θα … «αξιοποιήσει» με τα μνημονιακά στάνταρ τα υπάρχοντά τους.
Ο καθορισμός της βασικής σύνταξης ορίζεται κάπου μεταξύ των 345 και 384 ευρώ ανάλογα με την πορεία του συστήματος με βάση τα κριτήρια βιωσιμότητας που έχουν τεθεί, ενώ φυσικά με τον υπό εκκόλαψη αυτόματο μηχανισμό δημοσιονομικής προσαρμογής ούτε κάν αυτό το ποσό δεν μπορεί να θεωρείται εγγυημένο. `Οσον αφορά την ανταποδοτική σύνταξη η κυβέρνηση έχει επιστρατεύσει την… δημιουργική λογιστική και «ευρω-μαθηματικά» υποστηρίζοντας ότι ο μέσος όρος των αποδοχών του συνόλου του εργασιακού βίου –όπως προβλέπεται- θα αποδώσει μεγαλύτερες συντάξεις απ’ ό,τι ο υπολογισμός τους με τις αποδοχές των τελευταίων 5 ή 10 χρόνων ανάλογα με την ασφαλιστική κατηγορία. Ειδικά για τα ποσοστά αναπλήρωσης έως σήμερα με 40 χρόνια προϋπηρεσίας το ποσοστό έφθανε το 70% ενώ με τις νέες ρυθμίσεις πέφτει στο 40,7%. Οι ρυθμίσεις αυτές καταφανώς περιορίζουν τις ανταποδοτικές συντάξεις σε ποσοστά που κυμαίνονται κοντά στο 30%. Επίσης τελειώνει οριστικά η υπόθεση της 13ης και 14ης σύνταξης παρότι η επαναφορά μίας εκ των δύο αποτέλεσε το 2014 αλλά και το πρώτο μισό του 2015 υπόσχεση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο νομοσχέδιο αναφέρεται πως «το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών» προκειμένου να πέσει στάχτη στα μάτια των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Όμως στην ίδια ακριβώς παράγραφο το νομοσχέδιο αναφέρει ότι «ειδικές διατάξεις, σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καταργούνται». Αυτή ακριβώς η αντίφαση συνιστά την υποκρισία των διατάξεων του νόμου αφού φυσικά είναι αδύνατον το κράτος να εγγυηθεί τις ασφαλιστικές παροχές εάν δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα υπάρξουν κρατικές ενισχύσεις εφόσον είναι απαραίτητο για την στήριξη του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης. Εν κατακλείδι το σχήμα της τριμερούς χρηματοδότησης ουσιαστικά καταργείται και το κράτος εγγυάται μόνον την εθνική σύνταξη- επίδομα. Από τις επικουρικές συντάξεις οι συνολικές περικοπές ανέρχονται στο 1 δισ. και 26 εκατ. ευρώ. Ενώ από την μείωση των επικουρικών περικόπτονται 123 εκατομμύρια με το κόστος ουσιαστικά να πέφτει στους ώμους των νεότερων ηλικιών. Με βάση τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους η κατάργηση του ΕΚΑΣ που επίσης προβλέπεται στο νομοθέτημα φθάνει τα 2,393 δισ. ευρώ για την επόμενη τετραετία.
Η νέες ρυθμίσεις είναι αποκαλυπτικές και για το κυβερνητικό επιχείρημα περί μίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που ευνοεί τα ασθενέστερα στρώματα. Η κατώτερη δυνατή σύνταξη μέχρι στιγμής 486 ευρώ και πάνω εκεί προστίθονταν το ΕΚΑΣ. Με τις νέες ρυθμίσεις η κατώτερη δυνατή σύνταξη (με 15 χρόνια ασφάλισης) γίνεται 345 ευρώ από την εθνική σύνταξη και 69 ευρώ η κατώτερη δυνατή ανταποδοτική που συνολικά είναι 414 ευρώ αφού καταργηθεί το ΕΚΑΣ.
Όσον αφορά το δικαίωμα και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, με συνδυασμό διατάξεων του νομοσχεδίου ουσιαστικά καταργείται η 15ετία γεγονός με τεράστιες επιπτώσεις αν αναλογιστεί κανείς τα τεράστια ποσοστά ημιαπασχόλησης , ανεργίας και ανασφάλιστης εργασίας. Τραγικές είναι ρυθμίσεις και για τους συνταξιούχους με αναπηρία αφού στην εθνική σύνταξη των 384 ευρώ πρέπει να αρκεστούν οι έχοντες αναπηρία πάνω από 70% και με τα μισά όσοι έχουν κάτω από αυτό το ποσοστό. Αντίστοιχες είναι οι προβλέψεις και για τις συντάξεις χηρείας: Ακόμη και αν ο νεκρός ήταν ασφαλισμένος για πολλά χρόνια η σύνταξη δεν καταβάλλεται ανεξάρτητα από όριο ηλικίας αλλά με όρια στα 52, τα 55 ακόμη και τα 67 έτη.
Οι ρυθμίσεις φτωχοποίησης δεν αφορούν φυσικά μόνον τους συνταξιούχους του ΙΚΑ και συνολικά του ιδιωτικού τομέα. Με τα 22 άρθρα του κεφαλαίου Β του νομοσχεδίου στην λαιμητόμο μπαίνουν και οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα. Καταρχήν τα ταμεία τους μεταφέρονται στο ενιαίο υπερταμείο, χωρίς όμως την παράλληλη μεταφορά των αποθεματικών τους, τορπιλίζοντας εξαρχής ακόμη και τις ελάχιστες δυνατότητες βιωσιμότητας του συστήματος. Γεννιέται δηλαδή με μία… μαύρη τρύπα. Για τους συνταξιούχους του δημοσίου θα ισχύσει το ίδιο σύστημα της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης.
Στο ήδη μειωμένο κατά 38% εφάπαξ των συνταξιούχων του δημοσίου, προστίθενται μειώσεις 15% με 20%. Περικοπές όμως γίνονται και στα επικουρικά τους ταμεία που αποτιμώνται στα 832 εκατομμύρια ευρώ. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί ο τριπλασιασμός των εισφορών για τους αγρότες και για τους ελεύθερους επαγγελματίες.