Η πρώην πρώτη κυρία των ΗΠΑ καταναλώνοντας όλες τις δυνάμεις της για να συγκεντρώσει χρήματα και πολιτική στήριξη από την Wall Street και τα μεγαλύτερα λόμπι εξασφάλισε πακτωλό χρημάτων μεν, αλλά έχασε τη βάση των δημοκρατικών ψηφοφόρων και μαζί την αξία χρήσης της απέναντι στα λόμπι που θέλει να υπερασπιστεί.
του Άρη Χατζηστεφάνου
Με τον πανικό ζωγραφισμένο στα πρόσωπα των επιτελών της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον ξεκίνησε η εβδομάδα που μας πέρασε καθώς ο Μπέρνι Σάντερς κατάφερε να γεφυρώσει τη διαφορά των δυο υποψηφίων μπαίνοντας και πάλι δυναμικά στην κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Μετά τις σαρωτικές νίκες στην Αλάσκα, στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, αλλά και τη Χαβάη ο υποψήφιος από το Βερμόντ έφτασε να απειλεί την αντίπαλό του ακόμη και στο απόλυτο προπύργιό της – την πολιτεία της Νέας Υόρκης, από την οποία η Κλίντον εκλέγεται στη γερουσία εδώ και οκτώ χρόνια. Η συγκεκριμένη πολιτεία, που θα κριθεί στις 19 Απριλίου, δίνει το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων (291) για το συνέδριο των δημοκρατικών και είναι πολύ πιθανό να «συμπαρασύρει» και άλλες πέντε γειτονικές πολιτείες (Μέριλαντ, Ντάλαγουερ, Πενσιλβάνια, Κονέκτικατ και Ρόουντ Άιλαντ) που δίνουν αθροιστικά 384 εκλέκτορες.
Με σπασμωδικές κινήσεις και ανακοινώσεις το επιτελείο της Χίλαρι καταγγέλλει τον Σάντερς ότι αθέτησε τη μεταξύ τους συμφωνία να αποφύγουν τα «εσωκομματικά μαχαιρώματα». Αν και η κατηγορία δεν είναι απόλυτα αβάσιμη, ο Σάντερς απλώς αναφέρεται συνεχώς στην επιρροή που έχει το μεγάλο κεφάλαιο στην πολιτική ζωή της χώρας – κατηγορία η οποία φωτογραφίζει την Χίλαρι Κλίντον. «Εάν πληρώνουν κάποιον 250.000 δολάρια για κάθε ομιλία υποθέτω ότι τα λόγια του – γραμμένα με τη μορφή σαιξπιρικής πρόζας – μπορούν να τραντάξουν ολόκληρο τον πλανήτη» έλεγε σαρκαστικά ο Μπέρνι Σάντερς. Πολύ συχνά πλέον η Κλίντον βρίσκεται αντιμέτωπη με οπαδούς του Σάντερς που φωνάζουν συνθήματα εναντίον της κατά τη διάρκεια προεκλογικών ομιλιών. «Αν κερδίσει αυτή, χάνουμε εμείς» είναι η επωδός των διαδηλωτών, οι οποίοι συνήθως κάνουν την εμφάνισή τους στις φτωχότερες συνοικίες που μιλά η πρώην πρώτη κυρία του Λευκού Οίκου.
Καταναλώνοντας όλες τις δυνάμεις της (όπως έκανε σε όλη της τη ζωή) για να συγκεντρώσει χρήματα και πολιτική στήριξη από την Wall Street και τα μεγαλύτερα λόμπι (από το ισραηλινό AIPAC μέχρι τις ομάδες της πολεμικής βιομηχανίας) η Κλίντον εξασφάλισε πακτωλό χρημάτων αλλά έχασε τη βάση των δημοκρατικών ψηφοφόρων και μαζί την αξία χρήσης της απέναντι στα λόμπι που θέλει να υπερασπιστεί. Αντίθετα ο Σάντερς με μια ρητορική, η οποία στην πραγματικότητα δεν διαφέρει και τόσο από τις θέσεις των δημοκρατικών της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, φαντάζει στα μάτια εκατομμυρίων ψηφοφόρων σαν μια επαναστατική φωνή που θα τα βάλει με τα μεγαθήρια του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε μια χώρα που ο μέσος φοιτητής γνωρίζει ότι θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του αποπληρώνοντας τα δάνεια των σπουδών του, η υπόσχεση του Σάντερς για δωρεάν καθολική εκπαίδευση, έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα του πολιτικού διαλόγου. Ακόμη κι αν ο Σάντερς αποδειχθεί «λίγος» ή αν το αμερικανικό κατεστημένο καταφέρει να τον συνθλίψει το επόμενο διάστημα, τίποτα δεν αλλάζει το γεγονός ότι συμπαρέσυρε την πολιτική ατζέντα των δημοκρατικών προς τα αριστερά.
Είναι πλέον πασιφανές ότι η Χίλαρι αδυνατεί να συγκινήσει τη νεολαία αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα των εργατικών στρωμάτων των ΗΠΑ. Είναι μάλιστα αμφίβολο εάν αυτές οι ομάδες θα την ψηφίσουν στην τελική αναμέτρηση ακόμη και αν τους το ζητήσει ο ίδιος ο Μπέρνι Σάντερς, όπως έχει υποσχεθεί να κάνει. Το πρόβλημα για το κομματικό κατεστημένο των Δημοκρατικών είναι ότι η παρουσία του Σάντερς ξεγυμνώνει και στελέχη που μέχρι σήμερα παρουσιάζονταν ως φιλελεύθερα και φιλεργατικά. Ανάμεσά τους ηγέτες συνδικάτων και γερουσιαστές που εκλέγονταν στις φτωχότερες γειτονιές της Νέας Υόρκης αποδεικνύονται υπηρέτες των ίδιων συμφερόντων που προωθεί η Χίλαρι Κλίντον.
Πίσω βέβαια από τις πολιτικές ή μικροκομματικές αντιπαλότητες κρύβονται βαθύτερα προβλήματα που ο μηχανισμός των δημοκρατικών δεν μπορεί να διαχειριστεί. Το πραγματικό πρόβλημα του αμερικανικού κατεστημένου είναι ότι η περιβόητη ανάπτυξη και η επιστροφή της απασχόλησης, που ευαγγελίζεται ο Μπαράκ Ομπάμα, δεν γίνεται αντιληπτή στα λαϊκά στρώματα. Από τις 250.000 νέες θέσεις εργασίας που ανακοίνωσε πανηγυρικά το υπουργείο Εργασίας για το Μάρτιο, εννέα στις δέκα αφορούν χαμηλόμισθη μερική απασχόληση. Η αμερικανική «ανάπτυξη» δημιουργεί φτωχά γκαρσόνια σε φαστφουντάδικα ενώ οι τομείς της βιομηχανικής παραγωγής και του πρωτογενούς τομέα απολύουν συνεχώς προσωπικό. Οι αλλαγές αυτές μετριούνται πλέον σε ανθρώπινες ζωές καθώς πρόσφατες έρευνες έδειξαν μείωση του προσδόκιμου ζωής για τα φτωχότερα στρώματα των λευκών μεσήλικων αλλά και αύξηση της παιδικής θνησιμότητας που δεν είχε παρατηρηθεί για δεκαετίες.
Το συγκεκριμένο φαινόμενο προκαλεί οργή στα χαμηλότερα στρώματα του λευκού πληθυσμού τα οποία καθώς πληβειοποιούνται αναζητούν υποψηφίους που αμφισβητούν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα – είτε από την ακροδεξιά σκοπιά του Τράμπ είτε με τη σοσιαλιστική (για τα αμερικανικά δεδομένα) ελπίδα που δημιουργεί ο Σάντερς.
Τα τμήματα της αστικής τάξης που στηρίζουν τους δημοκρατικούς χρειάζονται έναν υποψήφιο με την πολιτική φρεσκάδα του Σάντερς, που θα τους εξασφαλίσει τη νίκη απέναντι στον Τραμπ, αλλά και την πλήρη υποταγή της Χίλαρι στις οικονομικές ελίτ. Είτε λοιπόν θα πρέπει να υποτάξουν τον Σάντερς ή να τον εξαφανίσουν από την μάχη με κάποιου είδους εσωκομματικό πραξικόπημα. Από αυτή την εβδομάδα όμως το έργο τους έγινε αισθητά πιο δύσκολο.