του Γιώργου Λαουτάρη
Όπου ο Μακχίθ αναρωτιέται: ««Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας σε σύγκριση με την ίδρυση μιας τράπεζας;»
Ένα νεανικό έργο του Μπρεχτ, γραμμένο σε μια συνταρακτική εποχή.
Η Όπερα της πεντάρας αντιπροσωπεύει μια ευτυχισμένη στιγμή όχι απλώς του μπρεχτικού ή του γερμανικού θεάτρου, αλλά της παγκόσμιας θεατρικής τέχνης. Ιδίως στην εποχή της κρίσης, πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό που μπορούμε να δούμε ένα σύγχρονο ανέβασμα του θρυλικού αυτού έργου. Είναι αυτονόητο ότι σήμερα το κόστος μιας θεατρικής εξόδου είναι αρκετά βαρύ, όμως τα εισιτήρια των οικονομικών θέσεων είναι πολύ πιο φθηνά από ό,τι εκείνα πολλών πολυδιαφημισμένων υπερπαραγωγών. (Τα σαββατοκύριακα είναι πιο τσιμπημένα.) Αρχίζουμε με αυτά τα πεζά και «αντικαλλιτεχνικά» γιατί αυτά τα πεζά κυριαρχούν στη ζωή και στη σκέψη των πολλών, όμως ας μην ξεχνάμε ότι για εμάς τους «πολλούς» έγραψε ο Μπρεχτ. Μέσα στο ζοφερό οικονομικό τοπίο, λοιπόν, ανεβαίνει ένα τρίωρης διάρκειας έργο, δαπανηρό, φιλόδοξο, με έναν πολυμελή θίασο, και καταφέρνει να γεμίσει το θέατρο κι επιπλέον να δοθεί παράταση των παραστάσεων μέχρι τις 17 Απριλίου.
Η Όπερα της πεντάρας πρωτοανέβηκε στο Βερολίνο το 1928, λίγο πριν αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τότε ο Μπρεχτ ήταν 30 ετών και ο Κουρτ Βάιλ, που έγραψε τη μουσική και τα τραγούδια, ήταν 28. Μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα έργο νεανικό, με όλη την ορμή και το πάθος μιας υποψιασμένης νεότητας, γραμμένο σε μια συνταρακτική εποχή. Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς επιβεβαιώνει ότι το κείμενο και η μουσική δεν φέρουν ούτε μια ρυτίδα ενώ παρούσα είναι η γεμάτη ρυτίδες και σκιές εποχή μας.
Όπως εξηγεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης: «Η Όπερα της πεντάρας έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί ως μιούζικαλ, ως πολιτική σάτιρα με τραγούδια, ως κωμωδία ευρείας κατανάλωσης, ως μουσικό μπουλβάρ, ακόμα και ως επιθεώρηση εποχής. Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για τίποτε από όλα αυτά. Η Όπερα της πεντάρας μπορεί να δανείζεται στοιχεία από πολλά και διαφορετικά είδη θεάτρου, αλλά τελικά αποτελεί ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος από μόνη της. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη δυσκολία αλλά και η μεγάλη πρόκληση για ένα σύγχρονο ανέβασμα: μέσα από μια προσεκτική και θαρραλέα προσέγγιση, να αναδειχθούν η καθαρότητα, η εκρηκτικότητα και η ψυχαγωγική δύναμη που συνθέτουν τον κόσμο του υπέροχου αυτού έργου».
Πράγματι, ο σκηνοθέτης αντιμετώπισε αυτό το έργο με σεβασμό και επιμέλεια, έδωσε στην παράσταση ρυθμό και συνοχή. Μερικές φορές τα πρόσωπα θυμίζουν καρικατούρα και ίσως αυτό αποβαίνει σε βάρος της δραματικότητας των καταστάσεων. Όμως είναι κι αυτό μια επιλογή την οποία η σκηνοθεσία ακολουθεί με συνέπεια.
Πασίγνωστη είναι η φράση που λέει, στο φινάλε του έργου, ο αρχιγκάγκστερ Μακχίθ, όταν η θηλιά της αγχόνης είναι ήδη περασμένη στο λαιμό του: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας σε σύγκριση με την ίδρυση μιας τράπεζας;» Οι θεατές της παράστασης θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν γιατί ο μελλοθάνατος το λέει αυτό.
Ακόμα και χωρίς το χάι-τεκ σκηνικό, που θυμίζει έναν σύγχρονο εργασιακό χώρο με πολλά μόνιτορ και ατομικά κουβούκλια και διαρκή κεντρική επιτήρηση, δεν δυσκολεύεται κανείς να συνδέσει το κείμενο του Μπρεχτ με τη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα. Οι ζητιάνοι του βικτωριανού Λονδίνου (γιατί σ’ αυτή την εποχή και σ’ αυτό τον τόπο εκτυλίσσεται το έργο) δεν διαφέρουν από τους σύγχρονους εργαζόμενους, π.χ., στις εισπρακτικές εταιρείες ή στις τηλεφωνικές πωλήσεις, που πρέπει να πιάσουν το πλάνο τους γιατί αλλιώς θα εισπράξουν μια κλωτσιά και θα απολυθούν. Το έργο δείχνει πόσο εύκολη, πόσο «νόμιμη» είναι η προδοσία, πόσο τα υλικά συμφέροντα, ακόμα και τα πρόσκαιρα, καθορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Δείχνει ακόμα πόσο λεπτή είναι η γραμμή που χωρίζει τη νομιμότητα από την παρανομία, δείχνει και τις ποικίλες αποχρώσεις της διαπλοκής ανάμεσα στο Νόμο, την άτυπη οικονομία και τη νόμιμη. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την υπόθεση Φαμπρ, δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί ότι στην Ελλάδα σήμερα υπάρχει ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό δυναμικό που μπορεί να καταπιαστεί με τα «δύσκολα» και να δώσει ένα αξιοπρεπές παρών στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Αναφέρουμε αλφαβητικά τους πρωταγωνιστές της παράστασης, που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και χειροκροτήθηκαν θερμά: Κίκα Γεωργίου, Χρήστος Λούλης, Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νάντια Κοντογεώργη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Λυδία Φωτοπούλου. Πολύ καλή η 12μελής ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Θοδωρή Οικονόμου, ενώ θα πρέπει θετικά να επισημανθεί η δίχως ίχνος εκζήτησης μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Με λίγα λόγια, μια παράσταση που δεν της αξίζει να την προσπεράσουμε αυτές τις λίγες μέρες που απομένουν μέχρι το κατέβασμά τη (Κυριακή 17 Απριλίου)