γράφει η Μαριάννα Τζιαντζή
Στον άτυπο Πόλεμο της Μνήμης η ομάδα του Αποστόλη Μπερδεμπέ κέρδισε μια ωραία μάχη,
Χαρά, περηφάνια αλλά και προβληματισμό για το σήμερα προκαλεί στον θεατή η παρακολούθηση του ντοκιμαντέρ Ludlow, oι Έλληνες στους Πολέμους του Άνθρακα, που προβλήθηκε αυτή την εβδομάδα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Χαρά γιατί χωρίς το δεκανίκι διαφόρων οργανισμών, χωρίς εταιρικούς χορηγούς, χωρίς την προοπτική του ατομικού κέρδους, χωρίς κορόνες και αυτολιβανίσματα, κάποιοι άνθρωποι κάνουν συστηματική δουλειά, φέρνουν στο φως άγνωστες (για τους πολλούς) σελίδες του αμερικανικού εργατικού κινήματος και το ρόλο που έπαιξαν σ’ αυτό οι έλληνες μετανάστες. Περηφάνια γιατί, στην περίπτωση του Λάντλοου, μιας πόλης ανθρακωρύχων στο Κολοράντο, οι Έλληνες ανθρακωρύχοι πρωτοστάτησαν στην εργατική αντεπίθεση ύστερα από τη μεγάλη σφαγή του 1914, με τους δεκάδες νεκρούς, ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα. Και τέλος, προβληματισμό για το τι μπορεί να σημαίνει ενότητα και πάλη της εργατικής τάξης σήμερα, για το ρόλο των συνδικάτων, τις προκαταλήψεις και την προπαγάνδα, για τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα, το νέο δουλεμπόριο.
Η ιστορία με λίγα λόγια: Στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ στο Λάντλοου δούλευαν, στις αρχές του 20ού αιώνα, περίπου 10.000 ανθρακωρύχοι που ζούσαν σε μια μορφή δουλειάς. Παγιδευμένοι, απόλυτα εξαρτημένοι από την εταιρεία και αιώνια χρεωμένοι σ’ αυτήν. Η παιδική εργασία ήταν κανόνας (βλ. φωτογραφία με παιδιά-ανθρακωρύχους του Λάντλοου). Ο συνδικαλισμός όχι μόνο ήταν υπό διωγμό, αλλά ήταν και τρομερά δύσκολος καθώς οι διάφορες εθνότητες ήταν διαχωρισμένες στα συνεργεία και τον τόπο κατοικίας, δηλαδή τα ξύλινα και τσίγκινα παραπήγματα που ήταν ιδιοκτησία της εταιρείας. O φυλετικός κι εθνοτικός διαχωρισμός αμείλικτος. Αλλού οι Ιταλοί, αλλού οι Πολωνοί, αλλού οι Έλληνες. Ειδικά οι Έλληνες δεν θεωρούνταν «Ευρωπαίοι», αλλά σχεδόν Ασιάτες, «μη λευκοί». Το 1913 οι Έλληνες του Λάντλοου, που υπολογίζονταν γύρω στους 500, μαζί με άλλες 22 εθνότητες, συμμετέχουν σε μια μεγάλη απεργία που κορυφώνεται τον επόμενο χρόνο με τη Σφαγή του Λάντλοου. Τότε δολοφονήθηκε και ο Έλληνας ηγέτης Λούις Τίκας από την πολιτειακή Εθνοφρουρά. Ακολουθεί μια ένοπλη εξέγερση, ο λεγόμενος Πόλεμος των Δέκα Ημερών. Οι απεργοί ανθρακωρύχοι παίρνουν τα βουνά (στην κυριολεξία) και ο «αντάρτικος στρατός» ανατινάζει εισόδους ορυχείων, τρέπει την Εθνοφρουρά σε φυγή και καταλαμβάνει ολόκληρο το Νότιο Κολοράντο. Στις πράξεις σαμποτάζ πρωτοστατούν οι ετοιμοπόλεμοι Κρητικοί ανθρακωρύχοι που έχουν πείρα από τους πολέμους με τους Τούρκους.
«Αποστόλης Μπερδεμπές» είναι το όνομα της ομάδας που γύρισε το Λάντλοου και η οποία έχει στο ενεργητικό της το γνωστό ντοκιμαντέρ Ταξισυνειδησία (2013). Έτσι λεγόταν ένας αγωνιστής της ελληνικής παροικίας της Νέας Υόρκης στα χρόνια της χούντας, ένας αγνός και πρωτοπόρος άνθρωπος, που πέθανε πολύ νέος, μία ημέρα πριν κλείσει τα 31 του χρόνια. Και μόνο η επιλογή αυτού του όχι και τόσο εμπορικού ονόματος φανερώνει πολλά για το ήθος και τον προσανατολισμό της ομάδας. Οι συντελεστές της ταινίας είναι οι Λεωνίδας Βαρδαρός (σκηνοθεσία), Προκόπης Δάφνος (διευθυντής φωτογραφίας), Ρήγας Αξελός (αφήγηση), Ξενοφώντας Βαρδαρός (μοντάζ και μουσικές επιλογές, Ανδρέας Γκόβας (ηχολήπτης) και Φρόσω Τσούκα (έρευνα).
Οι αγωνιστές του Λάντλοου δεν ήταν οι «καημένοι», δεν ήταν οι «εξαθλιωμένοι», οι «δυστυχισμένοι άνθρωποι» (χαρακτηρισμοί που σήμερα χρησιμοποιούνται κατά κόρον για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που φτάνουν στην Ευρώπη). Και, όπως επισημαίνεται στην ταινία, οι νεκροί τους δεν ήταν απλώς θύματα-μάρτυρες, αλλά αγωνιστές. Ήταν άνθρωποι που επιβεβαίωσαν την ανθρωπιά τους. «Ιππότες της Εργασίας» (Κnights of Labor) αλλά και Ιππότες της Ζωής.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Ιστορία-φάντασμα ήταν για δεκάδες χρόνια και οι Πόλεμοι του Άνθρακα. Όμως οι Πόλεμοι (κατά) της Μνήμης συνεχίστηκαν. Όχι μόνο γιατί ο Ροκφέλερ έριξε εκατομμύρια δολάρια στον Πόλεμο των ΜΜΕ, ώστε να ξεχαστεί, αλλά γιατί οι ίδιοι οι ηρωικοί πρωταγωνιστές τους σώπαιναν από φόβο. Όμως στην κάμερα μιλούν παιδιά ανθρακωρύχων, εγγόνια μεταναστών, μιλούν ιστορικοί κι ερευνητές (Αμερικανοί και Ελληνοαμερικανοί), μιλούν πάμπολλες φωτογραφίες και πλάνα από κινηματογραφικές εικόνες, μιλούν οι εφημερίδες και άλλα έντυπα της εποχής. Μιλούν τα πανέμορφα πρόσωπα εκείνων που πέθαναν νέοι. Μιλούν και τα σημερινά συγκλονιστικά ερείπια της πόλης των ανθρακωρύχων. Και δεν μιλούν απλώς, αλλά τραγουδούν. Αυτό το τραγούδι, που έχει μέσα του πόνο, αβάσταχτη καταπίεση, αλλά και πείσμα, συναδέλφωση και λεβεντιά, ξαναλέει, με άλλους τρόπους, και η ταινία. Και όχι απλώς για να το διαφυλάξει, να το βάλει στη γυάλα του κινηματογραφιακού μουσείου, αλλά συμβάλλοντας για να γραφτούν (ίσως) νέα τραγούδια.
Στον άτυπο Πόλεμο της Μνήμης η ομάδα του Αποστόλη Μπερδεμπέ κέρδισε μια ωραία μάχη.