της Αλεξάνδρας Πολιτάκη
Η μεταστροφή του πολιτικού χαρακτήρα της διαχείρισης του προσφυγικού σε στρατιωτικό, υπήρξε επίσης μια ταχύτατη και επικίνδυνη εξέλιξη
Καθώς οι συνομιλίες για τον τερματισμό των πολεμικών συρράξεων στη Συρία κινούνται μεταξύ ανυπαρξίας και εξαιρετικής αδυναμίας, τα μέτωπα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το προσφυγικό δεν αλλάζουν. Tην αρχική αμηχανία διαδέχτηκε η αδράνεια και ύστερα η άρνηση και τα μέτωπα που συγκροτούν και εκφράζουν τις θέσεις για το προσφυγικό εντός της Ευρώπης και της ΕΕ παγιώθηκαν. Καμία μετατόπιση θέσεων δεν παρατηρήθηκε, καμία αλλαγή στάσης ανάμεσα στις συνόδους κορυφής, τις συνδιασκέψεις, τις συναντήσεις των αρμόδιων ευρωπαίων υπουργών για το θέμα. Αντίθετα από τις προσδοκίες, οι απόψεις σκλήρυναν, οι ομάδες ονοματίστηκαν, οι πλευρές της άρνησης οχυρώθηκαν με αυξανόμενη αδιαλλαξία, οι διαχωριστικές γραμμές έγιναν αμετάκλητες αφήνοντας μηδαμινό χώρο για τη δημιουργία ενός κοινού πεδίου συμφωνίας, πόσο μάλλον σχεδιασμού και δράσης.
Η κλιμάκωση της σκλήρυνσης οδήγησε στην απόφαση για το κλείσιμο της Δυτικής Βαλκανικής Οδού, σφραγίζοντας σαν ταφόπλακα και τις ελάχιστες ελπίδες που είχαν απομείνει σε κάποιους για ευρωπαϊκή λύση στο προσφυγικό.
Και είναι εξαιρετικά ακατανόητο να περιμένει κάποιος σήμερα ότι η θέση της Αυστρίας, της Σλοβενίας, της Κροατίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας, της ΠΓΔΜ θα αλλάξει. Είναι επίσης δύσκολο να δείξουν ένα άλλο πρόσωπο οι κυβερνήσεις των χωρών του βορρά που πολύ γρήγορα πήγαν σε μέτρα εκτεταμένων ελέγχων των εσωτερικών τους συνόρων και πρωτοφανείς νομοθεσίες για τους εισερχόμενους στη χώρα πρόσφυγες.
Η Γαλλία και η Βρετανία έχουν παγιωμένες θέσεις. Τις βλέπουμε καθημερινά στον θύλακα του Καλέ και στην αμετακίνητη θέση της Βρετανίας να δεχτεί πρόσφυγες για ανθρωπιστικούς λόγους. Και όλοι προσβλέπουν στη Γερμανία, όχι τόσο για τη χάραξη μίας ευρωπαϊκής πολιτικής προς όφελος του προσφυγικού, όσο για την περίπτωση εκείνη που τα εθνικά της συμφέροντα δώσουν κάποια συνολικότερη λύση ευρωπαϊκού ορίζοντα. Μια εξυπηρέτηση δηλαδή του προσφυγικού ζητήματος ανάλογα με τον βαθμό εξυπηρέτησης που αυτό μπορεί να προσφέρει στα γερμανικά συμφέροντα.
Το προσφυγικό ανάγλυφο της παρούσας μέρας στην Ευρώπη αποτυπώνεται με ευκρίνεια σε μία συνολικότερη θέαση της ευρωπαϊκής στάσης.
Το δόγμα των κλειστών συνόρων.
Η επιστροφή στον έλεγχο των εσωτερικών συνόρων με πρόταγμα την ‘’προστασία των συνόρων” σε ευθεία αντίθεση με το πρόταγμα της “προστασίας των ανθρώπων” οικοδομεί με ισχυρά υλικά το νέο δόγμα της Ευρώπης: “το δόγμα των κλειστών συνόρων”.
Η αντικατάσταση της λέξης “προστασία” με τη λέξη “ασφάλεια” επιτελεί τον σκοπό της, καθώς ενεργοποιεί φοβικά αντανακλαστικά με σκοπό την αποδοχή αυτής της πολιτικής. Όμως, η αμφισημία, η σύγχυση, ο παραλογισμός που περικλείει, αλλά κυρίως η επιβεβαιωμένη πρόθεση για τη διασύνδεση της έννοιας προστασίας με τα σύνορα και όχι πλέον με τον άνθρωπο, συνιστά μία θεμελιώδη μετατόπιση στο ανθρωπιστικό, αλλά όχι μόνο, πεδίο με ταχύτατες και αλυσιδωτές εξελίξεις.
Η έκπτωση της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Καθώς οι αυξημένες ανάγκες προστασίας του μετακινούμενου πληθυσμού δεν λαμβάνονται υπόψη, νομιμοποιούνται παράνομες για το εθνικό, το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο πρακτικές για την αποτροπή της προσφυγικής μετακίνησης. Η άρνηση εξασφάλισης μίας ασφαλούς διόδου εξαναγκάζει τους πρόσφυγες να ακολουθούν τις πλέον επικίνδυνες και υψηλού κόστους επιλογές μετακίνησης και διέλευσης και επεκτείνει το κύκλωμα της διακίνησής τους. Όταν η Ευρώπη αρνείται να διαδραματίσει σοβαρό και αποφασιστικό ρόλο στη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής, βρίσκεται πολύ μακριά από την ανάληψη δράσης για τη διασφάλιση έστω και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού. Η μεταστροφή του πολιτικού χαρακτήρα της διαχείρισης του προσφυγικού σε στρατιωτικό, υπήρξε επίσης μια ταχύτατη και επικίνδυνη εξέλιξη. Η λογική της προστασίας των συνόρων αύξησε τον αριθμό των ευρωπαϊκών επιχειρησιακών ομάδων προσθέτοντας νέες στις ήδη υπάρχουσες. Παράλληλα, σχεδόν σε κάθε σύνοδο κορυφής ο ρόλος τους ενδυναμώνεται, οι αρμοδιότητές τους διευρύνονται, αποσυνδέονται από κάθε μορφή ελέγχου. Και μάλιστα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αποτυχίες τους στο προηγούμενο διάστημα, οι γκρίζες ζώνες αμφίβολης και αδιευκρίνιστης δράσης τους, η έλλειψη διαφάνειας και διαδικασιών λογοδοσίας που δεν προβλέπονται καν στη σύστασή τους.
Κι έτσι, έφτασε σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα η συζήτηση για την επιχειρησιακή δράση τους σε ένα κράτος χωρίς την άδειά του. Η απόφαση του ΝΑΤΟ, ύστερα από αίτημα της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γερμανίας, να “συνδράμει” με ναυτικές δυνάμεις στο Αιγαίο επέφερε επίσης μία ριζική μεταστροφή στην αντιμετώπιση του προσφυγικού: πρόκειται για έναν θαλάσσιο φράχτη στρατιωτικού χαρακτήρα, ο οποίος επιτελεί την ίδια λειτουργία και έχει τον ίδιο σκοπό με τους χερσαίους. Όμως, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί παρά την εξέλιξη στην κλιμακούμενη στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού ζητήματος στην Ευρώπη, που ξεκίνησε με τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων από ευρωπαϊκά κράτη για την ανάσχεση και τον έλεγχο των προσφυγικών ροών και συνεχίστηκε με την ολοένα αυξανόμενη κλιμάκωση της εμπλοκής του στρατού, η οποία στην Ελλάδα εκφράστηκε με την ανάθεση των κέντρων καταγραφής στο στρατό.
Η ευρωπαϊκή πολιτική. Είτε κρίνοντας από την εφαρμογή των ευρωπαϊκώναποφάσεων και πολιτικών, είτε από το περιεχόμενο των επίσημων κειμένων σε επίπεδο ευρωπαϊκής ηγεσίας, είτε από τις έως τώρα εξελίξεις, έχει γίνει με κάθε τρόπο ορατό ότι ο στόχος της ευρωπαϊκής πολιτικής για το προσφυγικό είναι η ανακοπή των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Η στόχευση αυτή αποτυπώνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια και αδιαλλαξία στην απόφαση για το κλείσιμο της Βαλκανικής Οδού, μία απόφαση που σε συνδυασμό με την έλλειψη άλλης οδού εγκλωβίζει το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα και αποκόπτει τις οδούς για επιστροφή σε περαιτέρω ευρωπαϊκές συζητήσεις ή εξελίξεις.
Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τη στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού ζητήματος χαιρετίζοντας τη νατοϊκή παρέμβαση. Ταυτόχρονα, έσπευσε να αναγνωρίσει την Τουρκία ως “ασφαλή τρίτη χώρα” και να επικυρώσει τη συμφωνία με διπλή στόχευση: την απαγόρευση με κάθε τρόπο της εισόδου προσφύγων και τη δυνατότητα επιστροφής στη Τουρκία όσων έχουν φτάσει ήδη σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Έτσι, η ΕΕ παραγνώρισε ανενδοίαστα τις πολιτικές αποκλεισμού που επικρατούν στη χώρα, το κλείσιμο των συνόρων σε πρόσφυγες, τις διεθνείς καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων.
Με τον ίδιο περίπου τρόπο η ΕΕ αποδέχτηκε εν μία νυκτί την Ελλάδα ως “ασφαλή χώρα”, παρά το πλήθος των καταδικαστικών αποφάσεων από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια που την καθιστούν από το 2010 “μη ασφαλή χώρα” για τους αιτούντες άσυλο, εξαιτίας των συνθηκών και πρακτικών που επικρατούν και είναι αντίθετες προς τα δικαιώματά τους. Με αυτήν την άτυπη, σιωπηλή και εκ των έσω αλλαγή απόφασης, γίνεται εφικτή η επιστροφή των αιτούντων άσυλο από τα κράτη του τελικού τους προορισμού (δηλαδή κυρίως από τη Γερμανία και τη Σκανδιναβία), προς το κράτος της πρώτης εισόδου (δηλαδή την Ελλάδα), κάτι που θα είχε υποχρεωτικά ανασταλεί εάν η Ελλάδα παρέμενε “μη ασφαλής χώρα”. Για τον λόγο αυτόν η ΕΕ πιέζει την Ελλάδα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν σε αυτήν – ως ασφαλή αρχική χώρα εισόδου – όσους φτάνουν στις ευρωπαϊκές χώρες.
Η ασφαλής εγκατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών φαίνεται επίσης ότι είναι ένα θέμα που δεν απασχολεί την ΕΕ. Η απουσία -έστω και της έναρξης- ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού που να αφορά πολιτικές για τη διαβίωση και την ενσωμάτωση, η δήλωση ότι οι πρόσφυγες δεν έχουν δικαίωμα να επιλέγουν το κράτος μέλος στο οποίο θα ζητούν άσυλο και ο μικρός αριθμός θέσεων μετεγκατάστασης προσφύγων σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα σε αρκετό χρόνο (66.400 από Ελλάδα, 39.600 από Ιταλία, 54.000 από Ουγγαρία, σε διάστημα δύο χρόνων), δείχνουν τον τρόπο που η Ευρώπη σκοπεύει να διαχειριστεί το προσφυγικό στο μέλλον. Κοντά σε αυτήν τη στάση προστίθεται και η απόφαση εξαίρεσης από τη διέλευση και το αίτημα ασύλου με βάση την εθνικότητα, μία απόφαση που υπογραμμίζει την πέρα από κάθε κανόνα δικαίου αντίληψη της Ευρώπης για το προσφυγικό και αποτελεί κορύφωση αυθαιρεσίας.
Το ανάγλυφο σε αυτόν τον χάρτη είναι και θα παραμείνει σκληρό. Οι σύνοδοι και οι συνδιασκέψεις δεν θα επιφέρουν κανένα αποτέλεσμα, όπως δεν επέφεραν οι καταγγελίες και οι εκκλήσεις. Η Ευρώπη των 725 εκατομμυρίων αναμετράται με τον εαυτό της και χάνει. Υποκύπτει στον ρατσισμό και την ξενοφοβία και τις νομιμοποιεί μέσα από τις πολιτικές που νομοθετεί και εφαρμόζει. Κλονίζεται πολιτειακά και θεσμικά από ένα εκατομμύριο προσφύγων που απελπισμένοι και κυνηγημένοι από τον πόλεμο είδαν σε αυτήν, τη Γη της Επαγγελίας. Αλλά τέτοια γη, η ΕΕ δεν υπήρξε ποτέ.