του Γιώργου Παυλόπουλου
Στις εκλογές στην Ιρλανδία ο κυβερνητικός συνασπισμός έχασε περίπου το 30% της δύναμής του, με αδύνατο κρίκο τους Εργατικούς που εξαϋλώθηκαν. Μικρή σχετικά η άνοδος του Σιν Φέιν, που έφτασε το 13,8%. Πολιτική καταδίκη των κυβερνήσεων σε όλες τις χώρες που υλοποίησαν ευρωμνημόνια.
Τι έδειξαν οι εκλογές στην Ιρλανδία και οι εξελίξεις σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα
Ο νόμος των μνημονίων επιβεβαιώθηκε και στην Ιρλανδία. Στις εκλογές που έγιναν στην τελευταία (της Κύπρου εξαιρουμένης, για ευνόητους λόγους…) από τις χώρες οι οποίες βρέθηκαν κάτω από τη «μπότα» της ΕΕ και του ΔΝΤ – μετά την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, έστω κι αν στην τελευταία δεν επιβλήθηκε ποτέ επισήμως μνημόνιο – ο κυβερνητικός συνασπισμός έχασε περίπου το 30% της δύναμής του. Πρόκειται για απώλειες ανάλογες με εκείνες που υπέστησαν οι δεξιοί πορτογάλοι Σοσιαλδημοκράτες και το ισπανικό Λαϊκό Κόμμα του Μαριάνο Ραχόι στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις κι αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί.
Με τον τρόπο αυτό, η κοινωνική πλειοψηφία απέδειξε και στην Ιρλανδία ότι δεν τρώει το κουτόχορτο που επιχείρησαν να της πουλήσουν, παρουσιάζοντας τον πάλαι ποτέ «κέλτικο τίγρη» ως το πρότυπο του «καλού παιδιού», που εφάρμοσε πιστά τη λιτότητα και ανταμείφθηκε με μια εξαιρετική ανάπτυξη της οικονομίας της. Την ίδια στιγμή, όμως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα αποτελέσματα των εκλογών αποτύπωσαν το έλλειμμα πειστικής και ισχυρής εναλλακτικής πρότασης με αριστερό ριζοσπαστικό πρόσημο, καθώς και τα πολιτικά αδιέξοδα που υπάρχουν – κάτι, ασφαλώς, που έχει άμεση σχέση με τις εξελίξεις στις υπόλοιπες προαναφερθείσες χώρες.
Πιο συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο από τα δύο ιρλανδικά κόμματα, το χριστιανοδημοκρατικό Φίνε Γκάελ, έπεσε από το 36% στο 25,5% και από τις 66 στις 49 έδρες, ενώ οι συγκυβερνώντες Εργατικοί είχαν τη μοίρα όλων εκείνων που επιλέγουν να γίνουν «τσόντα» σε αντιλαϊκές κυβερνήσεις και υπέστησαν κυριολεκτικά συντριβή, με το ποσοστό τους να υποχωρεί από το 19,4% στο 6,6% και τις έδρες τους να μειώνονται από 33 σε μόλις 6.
Οι κερδισμένοι των εκλογών ήταν αναμφίβολα το Φιόνα Φάιλ, το Σιν Φέιν και τα μικρότερα κόμματα. Το πρώτο – που είδε το ποσοστό του να αυξάνεται από το 17,4% στο 24,3% και τις έδρες του από 21 σε 44 – ήταν το κόμμα το οποίο ως κυβέρνηση (μαζί με τους Πράσινους) έφερε το μνημόνιο και την τρόικα στην Ιρλανδία το 2010, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει στις εκλογές που έγιναν ένα χρόνο αργότερα και να βρεθεί για πρώτη φορά πίσω και από τους Εργατικούς. Όμως τώρα, φάνηκε να ανακτά ένα τμήμα της δύναμής του, κάτι ανάλογο δηλαδή με ό,τι συνέβη πέρυσι με τους Σοσιαλιστές της Πορτογαλίας, οι οποίοι επίσης είχαν φέρει το μνημόνιο, αλλά στη συνέχεια είδαν τον τότε πρωθυπουργό τους να μπαίνει στη φυλακή και σήμερα είναι ξανά κυβέρνηση με τη στήριξη μάλιστα των δύο αριστερών συμμαχικών σχηματισμών της χώρας.
Όσο για το Σιν Φέιν, αν και είναι αλήθεια ότι κατέθεσε προεκλογικά ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα, ωστόσο διέψευσε αρνητικά τις δημοσκοπήσεις, ορισμένες από τις οποίες το έφερναν να διεκδικεί ακόμη και την πρωτιά. Το 13,8% και οι 23 έδρες που διασφάλισε συνιστούν μια σαφώς καλύτερη εικόνα σε σύγκριση με το 9,9% και τις 14 έδρες του 2011, αναμφίβολα όμως είναι ένα αποτέλεσμα που απέχει πολύ από το να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι υπήρξε «αριστερή στροφή» των Ιρλανδών. Μάλιστα, πρόκειται για ένα αποτέλεσμα αναλογικά χειρότερο σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των συγγενών κομμάτων στην Πορτογαλία (Αριστερό Μπλοκ και Ενωτική Δημοκρατική Συμμαχία), την Ισπανία (Podemos) και, φυσικά, την Ελλάδα.
Θα ήταν προφανώς αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι τα όσα έχουν προηγηθεί στις άλλες χώρες οι οποίες ανήκουν στο «γκρουπ των μνημονίων», κυρίως από τη σκοπιά της Αριστεράς, δεν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στην Ιρλανδία. Το ακριβώς αντίθετο έχει συμβεί και μάλιστα σωρευτικά, καθώς όσο περνά ο καιρός, τα πολιτικά συμπεράσματα είναι πιο σαφή και ο εγκλωβισμός στα διλήμματα του “κυβερνητισμού” ξεκάθαρος.
Η αρχή έγινε με την ταχεία και άνευ όρων συνθηκολόγηση της “πρώτη φορά Αριστερά” κυβέρνησης στην Ελλάδα απέναντι στις πιέσεις και τους εκβιασμούς των δανειστών, με αποκορύφωμα το κραυγαλέο ξεπούλημα του μεγαλειώδους “όχι” στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου. Οι εξελίξεις αυτές πέτυχαν αυτό ακριβώς που είχε θέσει στόχο ο Σόιμπλε, δηλαδή να στείλει ένα μήνυμα παραδειγματισμού σε όλη την Ευρώπη. Έτσι, αφού πρώτα “πάγωσαν” το κύμα αγωνιστικής συμπαράστασης υπέρ της Αθήνας τις πρώτες ημέρες της νέας διακυβέρνησης, στη συνέχεια έκαναν πολλούς δυνάμει ψηφοφόρους των “όμορων” κομμάτων στις υπόλοιπες χώρες να ξανασκεφτούν τη σκοπιμότητα και την αξία της ψήφου τους.
Το επόμενο “επεισόδιο” σημειώθηκε στην Πορτογαλία, στέλνοντας επίσης αρνητικά μηνύματα προς το αριστερό ακροατήριο σε όλη την Ευρώπη. Παρά την πολύ καλή τους εκλογική επίδοση τον Οκτώβριο, οι δύο εκδοχές της Αριστεράς έσπευσαν να βάλουν στον “πάγο” το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματός τους, προκειμένου να φύγει η “επάρατος Δεξιά” και να καταστεί εφικτός ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης υπό τους Σοσιαλιστές του Κόστα, που δήθεν είχαν αλλάξει ριζικά χαρακτήρα και είχαν γίνει φιλολαϊκοί μέσα σε μία πενταετία.
Όσο για την Ισπανία, δεν είναι τυχαίο που οι Podemos είδαν τα δημοσκοπικά τους ποσοστά να πέφτουν απότομα μετά τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Όταν έφτασε η ώρα της κάλπης, βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι με το 20,7% που συγκέντρωσαν και μάλιστα ως “πρωτάρηδες”, τα πήγαν άσχημα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, ωστόσο, κατέβασαν πολύ των πήχη των απαιτήσεών τους για μια συνεργασία με τους (επίσης ανανήψαντες…) Σοσιαλιστές. Παρά τις υποχωρήσεις, όμως, αυτοί τελικώς επέλεξαν να συνεργαστούν με το ισπανικό αντίστοιχο του Ποταμιού, τους Πολίτες, με αποτέλεσμα το πιθανότερο σενάριο να είναι πλέον οι νέες εκλογές, τον Ιούνιο.
Μετά από όλα αυτά, δεν μπορεί να συνιστά έκπληξη η μέτρια επίδοση του Σιν Φέιν στην Ιρλανδία. Η πρόταση της “αριστερής κυβέρνησης”, που θα αποδέχεται τα θέσφατα της ΕΕ και του ευρώ και δεν θα “σχίζει” τα μνημόνια, έχει ήδη αρχίσει να ξεφτίζει, από τον πρώτο κιόλας χρόνο…