του Βασίλη Μηνακάκη
Οι όροι μετάβαση και μεταβατικό πρόγραμμα έχουν πλέον μπει στο καθημερινό λεξιλόγιο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, τα αλλεπάλληλα αντεργατικά μέτρα (μνημονιακά και μη) και την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, οι εν λόγω όροι, καθώς και ο όρος σοσιαλιστικός (ή επαναστατικός) μετασχηματισμός, χρησιμοποιούνται συνήθως με αμφισημία ή/και πολυσημία. Δεν εννοούν όσοι τους επικαλούνται τα ίδια πράγματα, δεν τους αποδίδουν κοινό περιεχόμενο κι ούτε καταλήγουν σε παρεμφερή γραμμή και τακτική.
Στη θεωρία και την πράξη της εργατικής χειραφέτησης, ο όρος μετάβαση χρησιμοποιείται με δύο έννοιες:
Με την έννοια της επαναστατικής τακτικής, διαμέσου της οποίας «μεταβαίνουμε» από το σημερινό επίπεδο συνείδησης-δράσης της εργατικής τάξης, τους σημερινούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς, τη σημερινή σχέση τάσεων υποταγής-τάσεων χειραφέτησης στο επίπεδο συνείδησης-δράσης, στους συσχετισμούς που μπορούν να ανατρέψουν τη βασική γραμμή πλεύσης του κεφαλαίου σήμερα, να κλονίσουν την αστική κυριαρχία, να φέρουν στο προσκήνιο το πρόβλημα της εξουσίας και να πραγματοποιήσουν το επαναστατικό άλμα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, με την έννοια της τακτικής διαμέσου της οποίας η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα αναμετρώνται με την κύρια κατεύθυνση της αστικής τάξης, εξασφαλίζουν νίκες προς όφελος των συμφερόντων και της ταξικής συνειδητοποίησής τους, μεταβαίνουν από τις σημερινές συγκρούσεις στην αποφασιστική αναμέτρηση, επιταχύνουν αυτή την αναμέτρηση και προετοιμάζουν τις προϋποθέσεις νίκης σ’ αυτήν.
Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «μεταβατικό πρόγραμμα» δεν αναφέρεται σε πρόγραμμα μιας ενδιάμεσης κατάστασης (ασταθούς έστω) πριν την επανάσταση και προφανώς δεν παραπέμπει σε μια κυβέρνηση που θα το υλοποιήσει στο σύνολό του -κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στον σημερινό καπιταλισμό και στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης-, αλλά στο σύνολο των στόχων-κρίκων που προβάλλει η επαναστατική τακτική, οι οποίοι ανταποκρίνονται στις εργατικές ανάγκες, αντιπαρατίθενται στις βασικές επιλογές του κεφαλαίου, βελτιώνουν τη εργατική θέση ή αποτρέπουν την επιδείνωσή της (αν κατακτηθούν, έστω ασταθώς και διαμφισβητούμενα), συμβάλλουν στην αγωνιστική-συλλογική συσπείρωση της τάξης και επιταχύνουν την αναμέτρηση για την εξουσία. Αναφέρεται, επίσης, στο σύνολο των προϋποθέσεων και μέσων (θεωρία, κίνημα, πρωτοπορία, μορφές πολιτικής δράσης) που το κάνουν πράξη.
Κυρίως, όμως, ο όρος μετάβαση έχει την έννοια της κομμουνιστικής μετάβασης, της μετάβασης από την ποιοτικά διαφορετική κατάσταση (επίσης ασταθή και διαμφισβητούμενη, αλλά σε άλλο επίπεδο λόγω της ύπαρξης εργατικής εξουσίας) που διαμορφώνει η πολιτική νίκη της επανάστασης προς την κοινωνία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, την κοινωνία χωρίς κράτος, εκμετάλλευση, ιδιωτική ιδιοκτησία, καταπίεση και αποξένωση. Έχει, με άλλα λόγια, την έννοια της νέου τύπου τακτικής, που ξεδιπλώνεται μετά την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Μετάβαση και επανάσταση
Ο όρος μετάβαση έχει δύο έννοιες: Με την έννοια της επαναστατικής τακτικής, διά μέσου της οποίας «μεταβαίνουμε» από τους σημερινούς συσχετισμούς, σε εκείνους που μπορούν να ανατρέψουν τη βασική γραμμή πλεύσης του κεφαλαίου σήμερα, να φέρουν στο προσκήνιο το πρόβλημα της εξουσίας. Δεύτερο, με την μετάβαση που διαμορφώνει η πολιτική νίκη της επανάστασης προς την κοινωνία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Στην εργατική λογική, οι δύο έννοιες της μετάβασης δεν ταυτίζονται, ούτε πρέπει να συγχέονται. Βρίσκονται όμως σε σχέση διαλεκτικής αλληλεπίδρασης. Στην ουσία, στη σχέση αυτή συμπυκνώνεται η σχέση σκοπού-στόχου (κοινωνία χωρίς τάξεις, ιδιωτική ιδιοκτησία, εκμετάλλευση, καταπίεση – που είναι η στρατηγική) και τρόπου, δρόμου, μέσων. Επιπλέον, εμπεριέχονται οι τομές-άλματα αυτής της ασυνεχούς πορείας (τακτική πριν την επανάσταση και μετά από αυτήν).
Συνεπώς, υπάρχουν προφανείς διαφορές μεταξύ των δύο διαδικασιών (σε καμιά περίπτωση, όμως, αντίθεση) και προφανές σημείο καμπής που τις ενοποιεί αλλά και τις διαχωρίζει (το επαναστατικό άλμα), αποτελώντας το ανώτερο σημείο, το επιστέγασμα και το ζητούμενο της τακτικής, από τη μια, και από την άλλη το πρελούδιο, την εισαγωγή στην πορεία της κομμουνιστικής μετάβασης.
Υπάρχουν, όμως, και κομβικές ομοιότητες, ένα ενιαίο νήμα που συνδέει τις δύο διαδικασίες (κοινά χαρακτηριστικά, άλλωστε, υπάρχουν και στην αστική στρατηγική και τακτική). Είναι ο κοινός στόχος (κομμουνιστική απελευθέρωση) που επικαθορίζει-διαπερνά και τις δύο «μεταβάσεις», το κοινό υποκείμενο (το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, που από τάξη «καθ’ εαυτήν» γίνεται τάξη «δι’ εαυτήν»), η διαρκής προσπάθεια να αποκτά το «πάνω χέρι» (να ηγεμονεύει) η τάση χειραφέτησης σε κάθε φάση του αγώνα, το διεθνιστικό στοιχείο. Με αυτήν ακριβώς την έννοια ο Μαρξ χαρακτήριζε τον κομμουνισμό «κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» ή «διαρκή κήρυξη της επανάστασης».
Στην άλλη πλευρά του λόφου βρίσκονται ο ρεφορμισμός κι ο οπορτουνισμός κάθε μορφής, παραδοσιακός-ορθόδοξος (ΚΚΕ), ευρωκομμουνιστικός (τύπου ΚΚΕ εσ. ή πουλατζικών ρευμάτων), σοσιαλρεφορμιστικός (τύπου ΠΑΣΟΚ ή σοσιαλιστών του ’70-80), παλαι- ή νεοοσυριζέικος, αυτόνομος-ελευθεριακός, αλλά και το «η κίνηση είναι το παν, ο τελικός σκοπός τίποτα» του Μπερνστάιν, ο Χόλογουεϊ («να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να πάρουμε την εξουσία»), το ρεύμα της «αντι-παγκοσμιοποίησης» και του «αντι-νεοφιλελευθερισμού», η «κοινωνική οικονομία» και οι ανιστόρητοι θιασώτες των λατιναμερικάνικων πειραμάτων. Απ’ όλους αυτούς, οι έννοιες μετάβαση –και μεταβατικό πρόγραμμα– προβάλλονται με διαφορετικό –ή και αντιπαραθετικό– προς την εργατική λογική νόημα. Παρά τις υπαρκτές διαφορές, υπάρχουν κοινά στοιχεία στην προσέγγιση αυτών των ρευμάτων:
– Αναφέρονται στη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και όχι στη μετάβαση από τη νίκη της επανάστασης στην κομμουνιστική κοινωνία.
– Υιοθετούν μια εξελικτική λογική, που εξαφανίζει ή υποτιμά το άλμα του περάσματος από την κοινωνία της εκμετάλλευσης (καπιταλισμός) στη μη εκμεταλλευτική κοινωνία –δηλαδή την τομή της επανάστασης–, έχουν αυταπάτες για το χαρακτήρα της εξουσίας, του αστικού κράτους και των διαχειριστών του, υπερτιμούν το κοινοβουλευτικό πεδίο, το κυβερνητικό κέντρο και τα όρια αυτοδιαχειριστικών νησίδων, και υποτιμούν την αντίδραση του ταξικού αντίπαλου όταν αισθάνεται σοβαρή απειλή.
Σε πραχτικό επίπεδο, καταλήγουν στην καλύτερη περίπτωση στον κομμουνιστικό ρεφορμισμό τύπου ΚΚΕ (και όχι μόνο), στον αριστερό κεϊνσιανισμό και στις κορώνες περί «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» ή «ειρηνικού περάσματος». Στη χειρότερη, καταλήγουν σε αναποτελεσματικές παραλλαγές αμυντικού ρεφορμισμού ή κομμουνιστικού αναχωρητισμού, χειραγωγήσιμα πειράματα ή σε μια σύντομη πορεία απότομης απογείωσης και ακόμη πιο απότομης προσγείωσης και συντριβής.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά – και κυρίως ας τα προσεγγίσουμε όχι με βάση τον εμφύλιο εντός της Αριστεράς, αλλά με βάση το τι σφραγίζει το νου και τη στάση των εργαζομένων και των νέων· με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα και τη δυναμική της ταξικής πάλης κι όχι με ανιστόρητες αντιστοιχίες με τούτη ή την άλλη αυθαίρετα επιλεγμένη πλευρά είτε εμπειρία του παρελθόντος ή του παρόντος.
Η δυναμική της ταξικής πάλης, η μία από τις δύο έννοιες που –κατά τον Ένγκελς– μετέτρεψαν το σοσιαλισμό από ουτοπία σε επιστήμη βρίσκεται στην καρδιά μιας εργατικής-επαναστατικής οπτικής για τη μετάβαση. Είναι, όμως, άγνωστη λέξη τόσο για τις λογικές τύπου ΚΚΕ (που στα λόγια απορρίπτει τον εξελικτικισμό, υιοθετώντας όμως μια εξελικτική αντίληψη για την αλλαγή των συνειδήσεων που παραπέμπει σε θρησκευτική κατήχηση) όσο και για τις φαινομενικά αντίθετές του απόψεις που χρησιμοποιούν συλλήβδην τον όρο μετάβαση και μεταβατικό πρόγραμμα.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις ζωτικές εργατικές και νεολαιίστικες ανάγκες για την ανεργία ή το ασφαλιστικό.
Το ΚΚΕ, στο όνομα του ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική ή θα ανατραπεί συνολικά ή δεν μπορεί να ηττηθεί σε επιμέρους μέτωπα (κατά βάση σωστό), εξαντλείται σε «αγώνες» πολιτικής καταγγελίας και διαμαρτυρίας. Στην ουσία αναχωρεί από τις μάχες του παρόντος, δεν επιδιώκει κάποιες ρωγμές που θα αποτρέπουν την επιδείνωση, θα εξασφαλίζουν ίσως κατακτήσεις και θα βελτιώνουν το ηθικό και τη συνείδηση του «στρατεύματος». Κι ας έλεγε ο γερο-Μαρξ πως «αν οι εργάτες υποχωρούν στην καθημερινή αναμέτρηση με το κεφάλαιο, θα είναι ανίκανοι για οποιοδήποτε μεγαλύτερο σκοπό».
Εκείνοι που καταγγέλλουν το ΚΚΕ –και είναι πολλοί κι από πολλές πλευρές, συχνά με απόψεις ριζοσπαστικές ή με καταγγελίες και στην αντικαπιταλιστική Αριστερά- εξαντλούνται σε αγώνες για τα «άμεσα», τα «καθημερινά», θεωρώντας πως αν μείνουν σε αυτά, αν δεν «φορτώσουν» το περιεχόμενο της πάλης με πολιτικούς στόχους, αν αφήσουν για «όταν έρθει η ώρα» τα «μεγάλα» πολιτικά αιτήματα, θα πετύχουν μεγαλύτερη συσπείρωση, θα κάνουν την πάλη πιο αποτελεσματική. Φευ! Αν ήταν έτσι, γιατί το νομοσχέδιο Γιαννίτση –ενάντια στο οποίο κινητοποιήθηκαν «και οι πέτρες»- εφαρμόζεται τώρα από τον Τσίπρα επί το αντιδραστικότερον; Γιατί οι μεγαλειώδεις απεργίες και οι πλατείες των μνημονιακών χρόνων δεν ανέκοψαν τον οδοστρωτήρα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων;
Και οι δύο πλευρές παραγνωρίζουν την αντικειμενική δυναμική της ταξικής πάλης σήμερα. Παραγνωρίζουν –ηθελημένα ή αθέλητα- ότι η μάχη για επίδομα ανεργίας χωρίς προϋποθέσεις προσκρούει στους όρους της ΟΝΕ και στα hedge funds που κατέχουν το ελληνικό χρέος. Ότι για να δοθεί φτηνό φάρμακο πρέπει να κοντραριστούμε με τις πολυεθνικές και την ιδιωτική ιδιοκτησία στις πατέντες. Για να υπάρχει ουσιαστική ασφαλιστική προστασία και να καταργηθεί η ελαστική εργασία πρέπει να χαλάσουμε το «χατήρι» της Cosco (που αγοράζει τον ΟΛΠ), όσων αγόρασαν τα αεροδρόμια ή θα επενδύσουν στην Ελλάδα. Για να μην περάσει κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη πρέπει να πάψει να είναι υπέρτατος νόμος η αγορά και το «καλό» των τραπεζών και των δανειστών (που όμως, μετά το PSI, είναι κυρίως κράτη).
Από αυτή τη δυναμική –που ο κόσμος την αντιλαμβάνεται, αντιδρώντας με διαφορετικό τρόπο, βέβαια- προκύπτουν δύο λάθος στάσεις και μία σωστή. Λάθος είναι η στάση του ΚΚΕ, που απαντά «όλα ή τίποτα», για να καταλήξει στο «τίποτα». Λάθος είναι και η στάση που καταλήγει επίσης στο «τίποτα», καθώς αρκείται στα δήθεν «μικρά» και «άμεσα» – ή, χειρότερα, τα αντιπαραθέτει στα δήθεν «μεγάλα» και τα «άλλης ώρας». Λες κι ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται από τώρα με ποιους πρέπει να τα βάλει για να κατακτήσει και το παραμικρό. Λες και δεν ακούει καθημερινά πως αν οι συντάξεις μείνουν ως έχουν –έστω ως έχουν– αύριο θα «είμαστε» και εκτός ΕΕ και χωρίς συντάξεις. Λες και δεν είδε τον περασμένο Ιούλιο πως η έξοδος από το ευρώ είναι συνδεδεμένη με την έξοδο από την ΕΕ. Λες και η συνείδηση του βάθους της σύγκρουσης και η αμεσότητα με την οποία τίθενται τα λεγόμενα «μεγάλα» δεν είναι –πέραν των άλλων– ένας από του παράγοντες που παράγει συνήθως συμβιβασμό και κάποτε ριζοσπαστισμό.
Σωστός –αλλά και συνάμα δύσκολος– είναι ένας τρίτος δρόμος, που δεν εθελοτυφλεί αλλά ούτε δειλιάζει μπροστά στη δυναμική της ταξικής αντιπαράθεσης. Γι’ αυτό, όσοι τον υποστηρίζουν, ρίχνονται με ζωντάνια και μαχητικότητα στις καθημερινές μάχες της τάξης, πρωτοστατούν και στην παραμικρή αγωνιστική κίνηση, είναι το «πνεύμα» της συλλογικής αντίστασης ακόμη κι όταν όλα γύρω θυμίζουν «κρανίου τόπο». Όμως το κάνουν όχι κρατώντας σφεντόνες, σε έναν πόλεμο που διεξάγεται με υπερόπλα, αλλά όντας θωρακισμένοι με μια λογική που τους κάνει να μην λιποψυχούν μπροστά στον σκληρό πυρήνα του συστήματος, να στέκονται όρθιοι όταν χρειάζεται να αναμετρηθούν με τα ιερά και τα όσιά του, να μη μασούν τα λόγια τους. Έτσι γίνονται και χρήσιμοι και αποτελεσματικοί – και για την τάξη και για τον εαυτό τους.
Πόλεμος θέσεων;
Δονκιχωτικό κυνήγι
κυβερνητικών λύσεων
Κακοποίηση Λένιν, Γκράμσι
Στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί μια μεταρρυθμιστική λογική περί μετάβασης «αξιοποιείται» συχνά ακόμη και ο… Λένιν. Κυρίως όμως ο Γκράμσι και οι απόψεις του περί «πολέμου θέσεων» και «πολέμου κινήσεων». Ως «πόλεμος θέσεων» εμφανίζεται η εξελικτική λογική τους, ενώ ως «πόλεμος κινήσεων» ο κατ’ αυτούς κομμουνιστικός διακηρυκτισμός.
Αφήνουμε κατά μέρος την κακοποίηση του Γκράμσι ή την ανικανότητά τους να διδαχτούν από χρήσιμες σύγχρονες προσεγγίσεις του έργου του. Προσπερνάμε την ευκολία με την οποία προτιμούν να εδράσουν την άποψή τους στην επιλεκτική ανάγνωση κειμένων του χτες παρά στη διαλεκτική του σήμερα. Τέλος, δεν στεκόμαστε στον προβληματικό χαρακτήρα μιας διάκρισης που αντλείται από τη στρατιωτική τακτική του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου –ενός πολέμου που έμεινε στην ιστορία για τις μάχες χαρακωμάτων–, χωρίς να βλέπει πως η εργατική πάλη δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με στρατιωτικούς όρους και πως, αν χρειάζονται κάποιες αντιστοιχίες, αυτές πρέπει να αναζητηθούν στην τακτική του σημερινού πολέμου, των αόρατων βομβαρδιστικών και των έξυπνων βομβών, κι όχι ενός που διεξήχθη προ αιώνος.
Τα αφήνουμε κατά μέρος γιατί το κυριότερο πρόβλημα αφορά την ουσία του επιχειρήματος και σχετίζεται με το εξής ερώτημα: Είναι δυνατός ένας «πόλεμος θέσεων» σήμερα; Είναι βάσιμη μια τακτική αναμέτρησης με τη μνημονιακή λαίλαπα η οποία θα στηρίζεται στη σταδιακή κατάκτηση «θέσεων»: σήμερα με την αυτοδιαχείριση μιας επιχείρησης που κλείνει, αύριο με μια ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ. (που, γιατί όχι, ίσως χρηματοδοτείται από την ΕΕ!), την άλλη με έναν αυτόνομο χώρο ή –επίσης, γιατί όχι- με την κατάκτηση της κυβέρνησης; Είναι βάσιμος ένας δρόμος που εδράζεται στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» και τη «δυαδική οικονομία»;
Όποιος πιστεύει ότι ένα τέτοιο σχέδιο απαντάει στις προκλήσεις των καιρών, προσπερνάει την αυθεντική ιστορία της ταξικής πάλης και εθελοτυφλεί μπροστά στα αδιέξοδα και την κατάληξη των λατινοαμερικάνικων πειραμάτων. Το κυριότερο: υποτιμά την αντίδραση της αστικής τάξης, οδηγώντας το κίνημα σε δονκιχωτικό κυνήγι ανεμόμυλων και συντριπτική ήττα.
Τι φαντάζονται οι οπαδοί του «πολέμου θέσεων» το 2016; Ότι το κεφάλαιο και η ΕΕ θα μας βλέπουν να «ανασυγκροτούμε παραγωγικά» την οικονομία χωρίς να αντιδράσουν με ωμότητα από το πρώτο κιόλας βήμα; Ότι θα μας παρακολουθούν παθητικά να επεκτείνουμε τη «δυαδική οικονομία», σε μια εποχή που όρος για την ανάπτυξη της κερδοφορίας είναι η διεύρυνση των καπιταλιστικών σχέσεων σε έκταση και βάθος; Ή μήπως ότι κάτι που μπορεί να προκύψει ως υβριδικό προϊόν της ταξικής πάλης σε μια στιγμή «ισορροπίας τρόμου» μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω», σε μια σύντομη φάση όπου κρίνεται το ζήτημα της εξουσίας (π.χ. μια κυβέρνηση, μια εθνικοποίηση), μπορεί να γίνει τακτική -και μάλιστα νικηφόρα- και να μας απαλλάξει από το ερώτημα της επανάστασης, ως όρου και προϋπόθεσης για την εργατική εξουσία;
Η αναγκαιότητα της επανάστασης
Επαναστατική τακτική που «βλέπει» προς την επανάσταση και την επιδιώκει
Ένα από τα συχνά τρικ όσων προβάλλουν τον όρο μετάβαση με μη εργατική λογική και τακτικίστικους όρους είναι ότι συκοφαντούν την επανάσταση και την επαναστατική τακτική. Έτσι, η επανάσταση, από άλμα της ταξικής πάλης –που προφανώς δεν είναι μονόπρακτο αλλά ούτε και σίριαλ– παρουσιάζεται ανιστόρητα ως «έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα», η δε επαναστατική τακτική συκοφαντείται ως παπαγαλία της επανάστασης και απόδραση στην κομμουνιστική «Δευτέρα Παρουσία».
Όποιος αντιμετωπίζει τη σημερινή εποχή επιστημονικά, καταλαβαίνει ότι το επαναστατικό άλμα δεν είναι ένα φωτογραφικό ενσταντανέ, ένα «συμβάν» της ταξικής πάλης. Είναι μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία, στο χώρο και στο χρόνο. Δεν είναι όμως και μια «στιγμή» σαν όλες τις άλλες, ένα σκαλοπάτι στην αλληλουχία μιας γραμμικής εξίσωσης, που στην ουσία ακυρώνει την επανάσταση ως κόμβο της ταξικής πάλης.
Η ιστορία (από τη Χιλή του 1973 έως τη Λατινική Αμερική του 21ου αιώνα, κι από το Πολυτεχνείο έως την Εθνική Αντίσταση και την Ισπανία του 1936) και κυρίως η ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας δείχνουν ότι αυτός ο κόμβος δεν μπορεί να προσπεραστεί. Και να ήθελε η εργατική πλευρά, δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνουν η αστική τάξη, οι μηχανισμοί του κράτους, η ΕΕ και οι άλλες διεθνείς καπιταλιστικές ενώσεις.
Κι αν, πριν μερικές δεκαετίες, όταν ο αστικός κοινοβουλευτισμός βρισκόταν στο απόγειό του, υπήρχε περιθώριο για λογικές «ειρηνικού κοινοβουλευτικού περάσματος», σήμερα, σε εποχή κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, απαξίωσης του κυβερνητικού κέντρου και των κομμάτων και ισχυροποίησης των άμεσων μηχανισμών αστικής πολιτικής παρέμβασης, αυτή η δυνατότητα γίνεται πιο ουτοπική.
Αντιθέτως γίνεται πιο αναγκαία η επαναστατική τακτική, που απαντά στις εργατικές ανάγκες στο βαθμό που συγκρούεται με τις κύριες επιλογές, τα θεμέλια της αστικής πολιτικής σήμερα. Κι ακριβώς επειδή έχει τέτοιο χαρακτήρα, συσπειρώνει τους εργαζόμενους στην πράξη και ξεδιπλώνει το κουβάρι της ταξικής πάλης. Δεν αναμένει παθητικά τη «μεγάλη αναμπουμπούλα» της επαναστατικής κατάστασης για να «αρπάξει τον ταύρο από τα κέρατα». Εργάζεται για να την επιταχύνει και για να μπορεί η εργατική πλευρά να βγει νικηφόρα. Με αυτήν την έννοια, «βλέπει» προς την επανάσταση και την επιδιώκει.