του Κώστα Μάρκου
Μέσα στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο ασφαλιστικό τερατούργημα, γεννήθηκαν νέες δυνατότητες, ερωτηματικά και δυσκολίες για την ανάγκη ή μη συμμαχίας και μετώπου σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση της εργατικής τάξης με τα άλλα κοινωνικά στρώματα και με τις άλλες κοινωνικές τάσεις που αναπτύσσονται έξω από τα άμεσα πεδία της παραγωγής. Οι κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο έχουν βαθύτερα αίτια, αλλά «υποκινούνται» κοινωνικά, κυρίως από την ανάγκη αντίστασης ενάντια στον βάρβαρο σφετερισμό εργάσιμου χρόνου και υπεραξίας υπέρ του κεφαλαίου. Σφετερισμός που πραγματοποιείται μέσω της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, της μείωσης άμεσου και έμμεσου μισθού, της ανεργίας και της ελαστικής εργασίας, μέσω της ακρίβειας των προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης και της αβάστακτης φορομπηξίας. Σπρώχνονται από την ανάγκη αντίστασης στη σωματική, πνευματική και ψυχική εξουθένωση της εργατικής δύναμης μέσω της εκτίναξης των ρυθμών και του χρόνου εργασίας όσων εργάζονται, υποαπασχολούνται ή εργάζονται μαύρα και της αχρησίας όσων δεν εργάζονται. Επίσης, μέσω της ραγδαίας υποβάθμισης των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών για την προστασία της εργατικής δύναμης από τη φθορά. Όλα αυτά στρέφονται πρωταρχικά ενάντια στη νεολαία εργατικής προοπτικής, που βιώνει παράλληλα, την αποξενωτική επιχειρηματική παιδεία και την πολύμορφη καταπίεση στους χώρους σπουδών και το στρατό. Έχουν διπλή επίδραση και στην εργαζόμενη γυναίκα, γιατί ταυτόχρονα αναλαμβάνει το μεγαλύτερο βάρος από τη στροφή στην ιδιωτική οικογενειακή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης αναζωπυρώνοντας την υπόγεια και πολύμορφη πατριαρχία. Και όλα αυτά απογειώθηκαν από την κρίση και τη μνημονιακή επίθεση των κυβερνήσεων και της ΕΕ. Πρόκειται για κοινωνικές ανάγκες που έχουν αντικαπιταλιστική δυναμική και, παραπέρα, επαναστατική κομμουνιστική προοπτική. Την ίδια στιγμή οι σημερινοί αγώνες «φρενάρονται» ακριβώς από τους ίδιους παράγοντες. Η μισθωτή εργασία εξαρτάται από την εργασία και το μισθό της, συνεπώς από την ανεργία και την πείνα, που ενδυναμώνουν την εξάρτηση και την υποταγή στον ατομικό εργοδότη, στον κλάδο του, στο «έθνος μας» και στην «Ευρώπη μας». Που ενδυναμώνουν την εξάρτηση από το κράτος, την κυβέρνηση, το κομματικό πελατειακό σύστημα, τον γραφειοκράτη συνδικαλιστή, ακόμη και από τον παπά της ενορίας. Με άλλα λόγια, από το κεφάλαιο. Οι κινητοποιήσεις των επιστημονικών κλάδων ενάντια στην ασφαλιστική και φορολογική αφαίμαξη, απηχούν την ανάγκη αντίστασης της διανοητικής και επιστημονικής εργασίας στην άμεση και τυπική υποταγή της επιστήμης στο κεφάλαιο και το κέρδος, στην προλεταριοποίηση μέσω της χαοτικής καταστροφής τους. Αποκαλύπτουν ότι το «μπλοκάκι» δεν είναι παρά ένας φερετζές φθηνής επιστημονικής μισθωτής εργασίας. Μετά τις καταρρεύσεις του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν πρέπει να υπάρχει άλλη χώρα του υπαρκτού καπιταλισμού, ειδικά στην Ευρώπη, όπου να «περισσεύει» τόσο πολύ, τόσο φτηνό και τόσο επιστημονικά συγκροτημένο εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση, όσο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, οι αγώνες αυτοί απηχούν και την ανάγκη για απελευθέρωση της γνώσης, της τέχνης και του πολιτισμού από το σκοταδισμό, τον ανορθολογισμό και τα πολιτιστικά «σκουπίδια». Πρόκειται για τάσεις που φέρνουν πιο κοντά την προλεταριακή αντικαπιταλιστική πλευρά των διανοούμενων στρωμάτων στην απελευθερωτική προοπτική της μισθωτής εργασίας. Την ίδια στιγμή, όμως, τα μεσαία μισθωτά στρώματα της διανόησης κουβαλούν στον αγώνα τους όλες τις «συνήθειες» της ιεραρχικής διεύθυνσης επί των εργατών στο εργοτάξιο ή το νοσοκομείο, και τα «ελεύθερα», της ατομικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής στο γραφείο ή το ιατρείο τους. Αυτή η δεύτερη αντιφατική τους φύση τα σπρώχνει προς την κοινωνική συμμαχία με τη μεγάλη ιδιοκτησία, τον πολυεθνικό μονοπωλιακό όμιλο, προς την τράπεζα. Τα μαζικά αγροτικά μπλόκα και οι αγώνες μικρομεσαίων ιδιοκτητών γης, μέσων μεταφοράς και παραγωγής, απηχούν την ανάγκη αντίστασης στην απαλλοτρίωση και συγκέντρωση της μικρής ιδιοκτησίας από τη μεγάλη και μονοπωλιακή, στην υποταγή τους στο αδηφάγο χρηματιστικό και πλασματικό κεφάλαιο μέσω των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των παραγώγων. Απηχούν την ανάγκη αντίστασης στην υποταγή και καταστροφή της φύσης και της διατροφής από την κοντόφθαλμη και παροξυσμική επιδίωξη του κέρδους, την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, τη νέα πιο αντιδραστική ΚΑΠ, την ΕΕ και την ΤΤΙΡ.
Εάν η υπό προλεταριοποίηση μεσαία μισθωτή διανόηση τείνει πιο «άμεσα» σε συμμαχία και ένταξη στην εργατική τάξη και τον αντικαπιταλιστικό αγώνα, οι μεσαίοι ελευθεροεπαγγελματίες έχουν πιο δύσβατο δρόμο να ακολουθήσουν: την ανάγκη για εθελοντικό αντικαπιταλιστικό κοινωνικό συνεταιρισμό προστασίας από τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους και τις τράπεζες. Εδώ, χρειάζεται μια αναγκαία διευκρίνιση: Εκτεταμένα τμήματα του μικρού κεφαλαίου καταστρέφονται από την κρίση και τον ανταγωνισμό, μαζί με μεγάλες επιχειρήσεις καθυστερημένης τεχνικής και οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Μικροί και μεσαίοι αστοί (π.χ., εργολάβοι στη ΔΕΗ, ΟΤΕ, ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων γύρω από τις εμπορικές αλυσίδες κ.α.) θίγονται από ορισμένα μέτρα της κυβέρνησης και των μνημονίων. Διαμαρτύρονται και συμβάλλουν σε ένα κλίμα αναταραχής, αλλά σε αντίθεση με τους αυτοαπασχολούμενους και τα μικροαστικά στρώματα, η μικρή και μεσαία αστική τάξη δεν μπορεί να έχει «αντιμονοπωλιακή», πολύ περισσότερο, αντικαπιταλιστική κοινωνική συμπεριφορά. Αυτό προκύπτει από την αντικειμενική θέση του μικρού και μεσαίου κεφαλαίου στην παραγωγή, το οποίο εντάσσεται οργανικά στη στεφάνη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Πέρα από την παραγωγή, προς την αντικαπιταλιστική πάλη μπορεί να κινηθεί και η ανάγκη αντίστασης στον πόλεμο που πλησιάζει επικίνδυνα, ειδικά στην Αν. Μεσόγειο και το Αιγαίο, για την προάσπιση της ειρήνης, δηλαδή, της εργασίας, των λαϊκών στρωμάτων και του πολιτισμού από τη βαρβαρότητα της μετατροπής του κοινωνικού πολέμου σε στρατιωτική αντιπαράθεση. Πρόκειται για μέγιστο κίνδυνο, που πρέπει, πλέον, να ιεραρχηθεί σε «υπ’ αριθμόν ένα». Σε αντικαπιταλιστική διεθνιστική κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί και η εργατική, λαϊκή ανάγκη για εθνική αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία απέναντι στη νέα και πολύ πιο οδυνηρή εθνική καταπίεση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών εθνών (π.χ. ΗΠΑ, Γερμανία, Ρωσία, Κίνα), των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων και συμμαχιών (ΕΕ, ΔΝΤ, τρόικα και κουαρτέτο, ΝΑΤΟ) στα μικρά και αδύναμα έθνη, στην καταπίεση των κρατικά κυρίαρχων εθνοτήτων στις μειονότητες. Πρέπει να προστεθεί και η ανάγκη για ανεξιθρησκεία απέναντι στην καταπίεση από τις κυρίαρχες θρησκείες και δόγματα. Τελευταίο, αλλά από τα πρώτα σε σημασία: Στην αντικαπιταλιστική πάλη μπορεί να συνεισφέρει η αντικειμενική ανάγκη αγώνα για δημοκρατική απελευθέρωση από τον εργοδοτικό διευθυντικό δεσποτισμό και τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, από την αστυνομοκρατία, τη διαρκή παρακολούθηση και τη στρατοκρατία, από τον εκφασισμό του σύγχρονου «επιχειρηματικού κράτους». Μπορεί να συνεισφέρει και η αντικειμενική ανάγκη για αυθεντική, κοινωνική σεξουαλική απελευθέρωση και αυτοδιάθεση απέναντι στις νέες πολύμορφες καταπιεστικές διακρίσεις. Με βάση την παραπάνω σύντομη ανάλυση, είναι όχι μόνον αναγκαία, αλλά και εφικτή η οικοδόμηση ενός πολύμορφου, κοινωνικού, εργατολαϊκού αντικαπιταλιστικού μετώπου ενάντια στην αστική επίθεση και ακόμη βαθύτερα ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα. Η πρόταση για αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο εμπεριέχει και αναβαθμίζει τη δυνατότητα για κοινή πάλη όλων αυτών των τάξεων, στρωμάτων και τάσεων. Δίνει συνείδηση, συνοχή και οργάνωση στους αγώνες τους. Εμπεριέχει και αναβαθμίζει την πάλη ενάντια στους πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους και τον ιμπεριαλισμό, την πάλη για δημοκρατία και ελευθερία. Αναθέτει στους ίδιους τον πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο με πρωτοπορία την εργατική τάξη και όχι σε ένα «κόμμα» ή «κυβέρνηση». Από αντικείμενα εκμετάλλευσης, καταπίεσης και κοινοβουλευτικής κοροϊδίας, επιχειρεί να τους μετατρέψει σε συνειδητό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο της ανατροπής.
Σε υποκείμενο της ιστορίας και, προοπτικά, σε φορείς της εξουσίας και της κυβέρνησής τους. Σε δημιουργούς της νέας κομμουνιστικής επανάστασης. Για να οικοδομηθεί ένα τέτοιο μέτωπο δεν αρκεί η αυθόρμητη αντικαπιταλιστική τάση ή το «κίνημα». Απαιτείται και η συνείδηση για την αναγκαιότητά του, το αντίστοιχο πολιτικό μέτωπο. Απαιτείται, όμως και η ηγεμονία μιας σύγχρονης εργατικής αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, που θα απαντά πειστικά στο «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» (ΤΙΝΑ) με τα απελευθερωτικά χαρακτηριστικά του εναλλακτικού κοινωνικού συστήματος, του κομμουνισμού της εποχής μας. Από αυτή τη σκοπιά, η γέννηση ενός νέου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος θα συμβάλει κατευθείαν και καθοριστικά στην οικοδόμηση αυτού του κοινωνικού μετώπου και στην ανατροπή της επίθεσης.