Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα για κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και πριν ξεσπάσει η κρίση.
Κλόουν, γλυκά, χριστουγεννιάτικα τραγούδια, Ρούντολφ το ελαφάκι και δώρα ακριβά στη μεγάλη γιορτή της εταιρείας.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Αύγουστο, έλεγαν κάποτε, δεν γίνονται απολύσεις τα Χριστούγεννα. Για το πρώτο ο Σπύρος δεν πολυνοιαζόταν, ούτε τον Αύγουστο ούτε τους άλλους μήνες του χρόνου. Πρώτα έπαψε ν’ αγοράζει και να διαβάζει εφημερίδα, ενώ αργότερα έκοψε και τις ειδήσεις στην τηλεόραση. «Αν γίνει πόλεμος, θα το μάθω», εξηγούσε. Αυτά, εξάλλου, δεν είναι τα βασικά στη ζωή, ο πόλεμος και η ειρήνη; Όσο για το ενδεχόμενο της απόλυσης, αυτό δεν τον ανησυχούσε, ο ίδιος ήταν ξεφτέρι στη δουλειά του, σχεδόν αναντικατάστατος, computer operator πρώτης γραμμής ο Σπύρος.
Κάθε χρόνο, η εταιρεία οργάνωνε μια λαμπερή χριστουγεννιάτικη γιορτή για τα παιδιά των υπαλλήλων σε κάποιο κεντρικό ξενοδοχείο πολλών αστέρων. Κλόουν, γλυκά, χριστουγεννιάτικα τραγούδια, Ρούντολφ το ελαφάκι και δώρα ακριβά, πάντα παιχνίδια επιλεγμένα με λογική και ευαισθησία, ανάλογα με την ηλικία και το φύλο κάθε παιδιού και μοιρασμένα από ένα στέλεχος της εταιρείας που ντυνόταν Αϊ-Βασίλης. Πατίνια, τηλεκατευθυνόμενα, διαστημικά τέρατα, κουκλόσπιτα. Όλα φυλαγμένα σε μια αποθήκη στο υπόγειο του κτιρίου της εταιρείας μέχρι τη μέρα της γιορτής.
Ο Σπύρος είχε το ελάττωμα της Πανδώρας. Ήταν περίεργος, όχι όμως για τις τύχες της ανθρωπότητα γενικά ή για τα μυστήρια της Φύσης και της επιστήμης, αλλά για ό,τι είχε σχέση με τον ίδιο και την οικογένειά του. Με το παρόν και το μέλλον τους. Με τις οικιακές συσκευές, τα ταξίδια, τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Έτσι, μια μέρα που κατέβηκε στο υπόγειο αναζητώντας ένα ανταλλακτικό, δεν άντεξε στον πειρασμό. Κάποιος είχε αφήσει την πόρτα της μικρής αποθήκης μισάνοιχτη. Με την καρδιά του να χτυπάει τρελά, μπήκε μέσα, άναψε το φως και αναζήτησε τα δώρα των δικών του παιδιών. Θα τα ξεχώριζε από τη ετικέτα με το όνομα του παιδιού που ήταν κολλημένη όλα τα πακέτα και ίσως από το σχήμα να μάντευε το περιεχόμενό τους και να προετοίμαζε τα παιδιά του αναλόγως. «Ένα δώρο για σένα τοοόσο. Μάλλον αυτοκινητόδρομος ή πλεϊμομπίλ βενζινάδικο».
Εδώ η σπηλιά του Αλή Μπαμπά, δεκάδες πακέτα στα ράφια, φιόγκοι, κορδέλες, αστεράκια, κοιτάζει ο Σπύρος από δω, κοιτάζει από κει, γέρνει τα κουτιά στο πλάι, πουθενά ετικέτα με το όνομα Νίκος ή Αρτεμισία Αχαροδιπλωμένου. Κοίταξε ξανά. Τίποτα. Μήπως κάποια πακέτα παράπεσαν; Μήπως από ένα λάθος στη λίστα σβήστηκαν τα ονόματα των παιδιών του; Ήταν σχεδόν έτοιμος να ρωτήσει τη γραμματέα του διευθυντή –αυτή επέλεγε τα παιχνίδια πάντα με γούστο και ευαισθησία–, όμως αν το έκανε, θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι ο ίδιος μπήκε στη μικρή αποθήκη, και τι δουλειά είχες «εσύ» εκεί, Σπύρο;
Ψύλλοι στ’ αυτιά του μπήκανε. Τα παιδιά του έγιναν αόρατα, μήπως θα γινόταν αόρατος κι αυτός; Εδώ κι εβδομάδες κυκλοφορούσε η φήμη ότι η εταιρεία θα προχωρούσε σε περικοπές, όμως κανείς, είτε απλός υπάλληλος είτε στέλεχος, δεν ήθελε να σκέφτεται ότι θα βρεθεί στη λίστα των απολυμένων. Εξάλλου, πλησίαζαν Χριστούγεννα και στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης δεν γίνονται απολύσεις, γίνονται;
Γίνονται, όπως έμαθε ο Σπύρος και καμιά δεκαριά συνάδελφοί του. Και το παράπονό του δεν ήταν μόνο ότι ξαφνικά βρέθηκε άνεργος, αλλά που τα παιδιά του, για πρώτη φορά εδώ κι οχτώ χρόνια, δεν θα ήταν καλεσμένα στη γιορτή της εταιρείας. Όχι πως τους έλειπαν τα παιχνίδια, κάθε άλλο. Καλοπληρωμένος ήταν ο Χ., δημόσιος υπάλληλος η γυναίκα του, δικό τους σπίτι είχανε, νοίκι δεν πλήρωναν. Όμως να κόψουν το δώρο των παιδιών; Να τα αποκλείσουν απ’ τη γιορτή; Άρα η απόλυσή του ήταν προσχεδιασμένη εδώ και καιρό, αφού η λίστα με τα ονόματα και τις ηλικίες των παιδιών των υπαλλήλων είχε συνταχθεί από τον Οκτώβριο. Και όλο αυτό τον καιρό εκείνοι που ήξεραν του φέρονταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Χαμόγελα, καλαμπούρια και Σπύρο-Σπυράκο.
Αχαροδιπλώθηκε στον εαυτό του ο Σπύρος. Αν δεν ήταν λιγάκι τσιγκουνάκος, θα αγόραζε ο ίδιος δύο ωραία παιχνίδια για τα παιδιά του και θα τους έλεγε ότι τα στέλνει η εταιρεία. Δεν το έκανε. Ούτε τους μίλησε για τα άκαρδα αφεντικά, εξάλλου τα παιδιά ήταν πολύ μικρά για να καταλάβουν. Εδώ που τα λέμε, ούτε ο ίδιος κατάλαβε γιατί έγινε ό,τι έγινε. Απλώς μούτρωσε, απέξω και από μέσα, και μουτρωμένος έμεινε για όλη του τη ζωή, ακόμα και όταν, δύο χρόνια αργότερα, μες στην καρδιά της κρίσης, βρήκε νέα δουλειά.
Άρχισε ο πόλεμος, λοιπόν, και ο Σπύρος το έμαθε. Και χωρίς να χρειαστεί να διαβάσει εφημερίδα ή να δει τις ειδήσεις στην τηλεόραση.