Το Φαράγγι (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο και βιωματικό βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη. Η συγγραφέας συμπυκνώνει στην αφήγηση τις εμπειρίες μιας περιόδου πενήντα περίπου χρόνων, με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα
του Θανάση Σκαμνάκη
Φεύγουνε τα αύριο ένα-ένα, παλιώνουνε στα μουλωχτά και οι άνθρωποι ξεροσταλιάζουν άπραγοι με μιαν υπομονή που καταντά περιφρονητική”.
Με αυτά τα ελάχιστα αλλά ενδεικτικά, μπαίνουμε στο κλίμα του μυθιστορήματος. Ίσως το πιο ολοκληρωμένο της Ιωάννας Καρυστιάνη, και το πιο βιωματικό, με τίτλο “Το φαράγγι” (εκδόσεις Καστανιώτη).
Τα εφτά αδέλφια πρέπει να εκπληρώσουν μια υπόσχεση σαν τάμα, που έδωσαν μπροστά στο νεκρό πατέρα τους, να ξανασυναντηθούν όλοι και να διασχίσουν ένα κρητικό φαράγγι. Από αναβολή σε αναβολή, σπαρμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα δεν ήταν εύκολο, κι ούτε είχαν πολύ διάθεση, να μαζευτούν. Τώρα όμως αποφασίστηκε. Και θα γίνει.
Φτάνουν στη Κρήτη όλοι, καθένας με μια διαφορετική ζωή, με τη δική του διάψευση ο καθένας και το δικό του μυστικό. Οι ζωές που έχουν τόσο ξεχωρίσει μπορεί να ενωθούν ξανά μονάχα επειδή υπάρχει το κοινό παρελθόν;
Ξεκινούν την πορεία. Οι παιδικές και νεανικές αναμνήσεις δεν φτάνουν για να λύσουν τις γλώσσες. (“… και υψώνοντας μια φωνή παράταιρη για Κυριακή, για πρωί, για εκκλησία και για τόσο ήσυχο τόπο, τους απείλησε. – Λοιπόν, αλίμονό σας, εαν μου πειράξετε τα παιδικά μου χρόνια”). Τα μυστικά του καθενός παραμένουν δικά του. Η γλώσσα, όχι η γλώσσα, τα αισθήματα δεν επαρκούν. Διασχίζουν το φαράγγι, μια συμβολική επιλογή. “Κάτι έχουν τα φαράγγια, η πέτρα πετάει πέρα τη σκαρταδούρα, ορίζει τα σημαντικά και απολύτως απαραίτητα, τα ζυγίζει στις σωστές τους διαστάσεις…”
Το φαράγγι είναι επίσης κλεισμένος τόπος, είναι η ομορφιά και η αγριάδα, είναι η υποβολή των αισθημάτων, είναι επίσης και μήτρα και, κυρίως, δεν είναι αδιέξοδο. Μπορεί να έχει μόνο δυο ανοίγματα αλλά το ένα είναι έξοδος. Γι’ αυτό κι η ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας δεν είναι κλειστή. Έχει τη μελαγχολία που υπάρχει σε όλα της τα βιβλία, αλλά εδώ στο τέλος υπάρχει θάλασσα. Και μια αναμονή.
Ας το δούμε πιο καλά. Ο μεγαλύτερος από τους εφτά, εκείνος που εχει μείνει στα Χανιά και τα πατρογονικά είναι γεννημένος το 1942. Ακολουθούν με σειρά οι άλλοι αγόρια και κορίτσια, που καλύπτουν σε όλα το φάσμα τις μεταπολεμικές γενιές. Με το δικό του τρόπο ο καθένας πήρε μέρος στα γεγονότα που άλλαξαν τους όρους της ζωής.
Άρα συνιστούν αυτόπτες μάρτυρες, και με έναν τρόπο δράστες, των συμβάντων. Ζωντανά αποτυπώματα μιας ολόκληρης εποχής, που διήρκεσε πολύ και που είδε πολλά, και τώρα βρίσκεται στο τέλος της. Κατά έναν τρόπο το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή, μόνο που τώρα δεν είναι ορατό το τι ακολουθεί.
Η Καρυστιάνη μιλάει για τη ζωή που έχει βιώσει, είτε προσωπικά είτε μέσω των προσώπων του περιβάλλοντός της. Και έτσι συμπυκνώνει στην αφήγηση τις εμπειρίες μιας περιόδου πενήντα περίπου χρόνων, με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα, με τη συναισθηματική ζωή των ηρώων της. Του πως έφτασαν ως εδώ και με τι εφόδια ετοιμάζονται να διανύσουν την επόμενη και τελική φάση της ζωής τους, όταν τα συλλογικά οράματα έχουν υποστεί βαρύτατες κακώσεις.
Είναι πρόσωπα κομματιασμένα από την κρίση, μετράνε νεκρούς, και διαψευσμένες ελπίδες ή και προδοσίες.
Το μυθιστόρημα είναι μια εικόνα του καιρού μας και, κυρίως, των ανθρώπων του. Βλέπει το τέλος της εποχής και το αναπαριστά ως τέλος ψάχνοντας στα τυφλά τη διέξοδο. Μιλάει για τα “τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών”. Είναι η σκοπιά εκείνου που τελειώνει και όχι, του αδιόρατου -αόρατου πες- που αρχίζει. Οι γενιές που κάηκαν τι ακριβώς αποτιμούν, το παρελθόν τους που τους ανάλωσε ή το μέλλον που περιμένει; Προς το παρόν μπορούν να δούν, αλλά όχι και να αλλάξουν, μόνο το παρελθόν τους.