του Σπύρου Χαϊκάλη
Ας υποθέσουμε πως αύριο κηρύσσεται ένας πόλεμος και κάποιος αξιωματικός προτείνει ως τακτική άμυνας είναι η κατάληψη κάποιων θέσεων υψίστης σημασίας, όπου η μέθοδος άμυνας θα είναι ένα μεγάλο χαράκωμα. Ποιες οι πιθανότητες αυτός ο αξιωματικός να αποκρούσει την επίθεση του αντίπαλου στρατεύματος; Στη σημερινή εποχή μάλλον μηδαμινές, εκτός και αν ο επιτιθέμενος στρατός προελαύνει με άλογα αντί για τεθωρακισμένα, σέρνει τα πολυβόλα του με άμαξες και δεν έχει καμία δύναμη κρούσης από αέρα και από θάλασσα.
Από αρκετούς αγωνιστές και αγωνίστριες αρκετές φορές δημιουργείται η αίσθηση πως στη σημερινή μάχη που καλείται η Αριστερά και το κίνημα να δώσουν απαιτείται ένα τέτοιο μεγάλο χαράκωμα. Είτε αυτό είναι οχυρό που θα αντισταθεί στη επίθεση του μαύρου μετώπου κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ – κεφαλαίου , είτε ένα χαράκωμα που χτίζεται ως άμυνα απέναντι στα υπόλοιπα ρεύματα της Αριστεράς και του κινήματος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό το οχυρό θα ηττηθεί. Στη μεν πρώτη διότι δεν επαρκεί, το εχθρικό στράτευμα είναι πανίσχυρο διαθέτει τον πιο σύγχρονο οπλισμό και όσο ηρωικά και να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την θέση άμυνάς μας με αυτό το χαράκωμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα οπισθοχωρήσουμε σε μια νέα θέση άμυνας λίγο ή πολύ πιο πίσω. Στην χειρότερη απλά θα μας συντρίψει. Στην δε δεύτερη περίπτωση διότι δεν χρειάζεται, δεν λείπουν τα οχυρά ανάμεσα στα ρεύματα της αριστεράς και του κινήματος. Αυτό το οποίο λείπει είναι η συνεύρεση, η αντιπαράθεση των διαφόρων ρευμάτων με κύριο στόχο την νικηφόρα σύγκρουση με τον αντίπαλο.
Για να γίνει πιο σαφές αυτό που λείπει είναι τα όργανα εργατικής πολιτικής στα οποία αντικειμενικά (αν θέλουν να είναι και όργανα και εργατικής πολιτικής) θα συνευρίσκονται δίχως οχυρά όλα τα ρεύματα, θα αντιπαρατίθενται και τελικώς θα κρίνονται από την ίδια την εργατική τάξη και τα πληβειακά στρώματα της νεολαίας. Με αυτή την έννοια δεν απαιτείται οχυρό άμυνας ( και μάλιστα λογικής «όσο μεγαλύτερο τόσο καλύτερο») αλλά αντίθετα πεδίο διαπάλης.
Τι είναι αυτό που χρειαζόμαστε όμως και στις δύο περιπτώσεις;
Ας ξεκινήσουμε από το πιο ουσιαστικό. Πως θα ανατραπεί η επίθεση κεφαλαίου – κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ, απο την πλευρά της δικαίωσης των σύγχρονων εργατικών και νεολαιίστικων αναγκών και διεκδικήσεων; Είναι σαφές πως η βασική κωδικοποίηση που συμπυκνώνει την τρέχουσα επίθεση ονομάζεται μνημόνιο. Από αυτή την πλευρά αν θες να αντιπαρατεθείς με την επίθεση σημείο εκκίνησης είναι η πάλη εναντίον των μνημονιακών συμφωνιών, των νόμων που τα εφαρμόζουν (νέα και παλιά), ο αγώνας για την μη εφαρμογή τους. Αρκεί όμως αυτό; Αν σταθούμε σε αυτή την βασική σίγουρα συμπύκνωση διαμορφώνουμε όρους αντεπίθεσης ή τελικά στήνουμε χαράκωμα; Μάλλον το δεύτερο! Μάλλον δηλαδή αγνοούμε, συνειδητά κιόλας τις περισσότερες φορές, την ισχύ του εχθρού μας. Και αν ο πόλεμος στον οποίο καλούμαστε να πολεμήσουμε δεν κερδίζεται με μάχη χαρακωμάτων ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μάχης που καλείται το κίνημα να δώσει; Συνοπτικά:
Πρώτο, πολιτική πάλη, όχι απλά για την μη επιβολή των νέων μέτρων άλλα πάλη για την επιβολή των δικών μας διεκδικήσεων. Να περάσουμε από την πάλη του τι «δεν πρέπει να γίνει» στη πάλη του «τι πρέπει να γίνει». Πάλη για επιβολή κατακτήσεων, αύξηση του μισθού, προσλήψεις εργαζομένων με δουλειά με δικαιώματα. Και στο ερώτημα: «που θα βρεθούν τα λεφτά;». Από μια σχετικά απλή μαθηματική πράξη, μόνο μέσα στον μήνα Δεκέμβριο η κυβέρνηση θα αποπληρώσει δανειακές υποχρεώσεις ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ. Όσο δηλαδή θα κόστιζαν οι μισθοί ύψους 751 ευρώ (όσο δηλαδή έταζε ο ΣΥΡΙΖΑ το Γενάρη) για περίπου 1,5 εκατομμύρια ανθρώπους (όσοι δηλαδή είναι σήμερα οι άνεργοι).
Δεύτερο, εχθρός μας δεν είναι απλά το μνημόνιο, αλλά και η κυβέρνηση που το υλοποιεί, για την οποία διεκδικούμε την ανατροπή της.
Τρίτο, πάλη για ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ και το ευρώ. Το αντιφατικό μεν, ενισχυμένο –αν και ακόμη μειοψηφικό- απο την άλλη ρεύμα αμφισβήτησης της παντοκρατορίας της ΕΕ που εμφανίστηκε το προηγούμενο διάστημα, αντί να καλουπώνεται σε μερικές απαντήσεις, μερικές ρήξεις, οφείλει να αναπτυχθεί σε συνολικό ρεύμα σύγκρουσης με την ΕΕ.
Τέταρτο, γνώση πως τίποτα αφού κερδηθεί δεν μένει στο απυρόβλητο. Αντίθετα αποτελεί κομμάτι προς υπεράσπιση και πολύ περισσότερο διεύρυνση. Από αυτή την πλευρά διαρκής επαγρύπνηση και συνολικότερη πάλη ενάντια στη καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Ως τέτοια οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε και την μνημονιακή λαίλαπα, ως σημερινή πλευρά της αναγκαίας για το κεφάλαιο καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Και με τα χαρακώματα εντός της Αριστεράς τι γίνεται;
Μπορεί όλη η Αριστερά να έχει ενιαία πολιτική έκφραση (μετωπικού ή κομματικού χαρακτήρα); Σίγουρα όχι! Ακριβώς διότι η πλούσια ιστορία του κομμουνιστικού και ευρύτερα αριστερού κινήματος απέδειξε πως οι όποιες διασπάσεις είναι αναγκαίες στο βαθμό που εδράζονται σε μια διαφορετική στρατηγική (μεταρρυθμιστική-ρεφορμιστική ή αντικαπιταλιστική – επαναστατική) και σε διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα (ευρωκομμουνισμός, σοβιετικός μαρξισμός, μαχόμενος επαναστατικός μαρξισμός). Στο βαθμό που αυτές οι διαφορετικές στρατηγικές ισχύουν (κατά τη γνώμη μας ισχύουν και με το παραπάνω), οποιαδήποτε ενότητα θα είναι επίπλαστη και εν τέλει καταστροφική και για την Αριστερά και για το κίνημα, ενώ με βεβαιότητα τελικώς θα υποσκάπτει την υπόθεση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης αντί να την ευνοεί.
Αν παρομοιάζαμε την κατάσταση στην αριστερά με ιδιότητα της ύλης, μάλλον αυτή είναι του υγρού. Δηλαδή ούτε από την μία στερεό (συγκροτημένη δομή των μορίων, ακινησία, ορισμένα όρια αντοχής, συγκεκριμένο όγκος), ούτε όμως και αέριο (διαρκής άτακτη κίνηση των μορίων, αμελητέα δύναμη συνοχής, ακαθόριστο μέγεθος). Δηλαδή, υπάρχει ενεργή διαδικασία αναζητήσεων που ακόμα δεν έχει οριστικοποιηθεί η έκβασή της και στην οποία η επαναστατική – αντικαπιταλιστική πτέρυγα της οφείλει να παρέμβει με διακριτότητα. Παρ’ολα αυτά η κίνηση στο υγρό υπάρχει μεν αλλά δεν είναι ούτε προς όλες τις κατευθύνσεις, ούτε πρέπει να είναι. Με αυτή την έννοια οι όποιες κινήσεις έχουν νόημα για την αντικαπιταλιστική αριστερά είναι αυτές που γονιμοποιούν, ενισχύουν, ανασυγκροτούν και μετασχηματίζουν προς θετική κατεύθυνση την αναγκαία ύπαρξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο σήμερα και όχι το αντίθετο (την εξαφάνισή της δηλαδή). Εξαφάνισή της που θα συντελούνταν αντικειμενικά με την προσχώρηση της σε Αριστερά άλλου στρατηγικού προσανατολισμού (βλ. ΛΑ.Ε).
Από την άλλη, όμως οι υπαρκτές στρατηγικές αποκλείσεις είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη που δεν επιτρέπει καμία μορφή κοινής δράσης στο κίνημα, όπως επιμένει το ΚΚΕ αλλά και ορισμένοι σύντροφοι της εξωκοινοβουλευτικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς; Επίσης σίγουρα όχι! Όσο καταστροφικό θα ήταν να επιδιώκαμε να βρεθούμε όλοι μαζί σε έναν ενιαίο πολιτικό φορέα, τόσο καταστροφικό θα ήταν να μην επιδιώκαμε την κοινή δράση για την αντεπίθεση τους εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος.
Πρώτα από όλα στη μορφή. Συμφωνία ότι αυτό που λείπει είναι η πρωτογενής συσπείρωση του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας σε συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, σε σχολές, σχολεία. Επιπλέον κοινός κινηματικός σχεδιασμός, κοινές συγκεντρώσεις, ενιαίος απεργιακός – καταληψιακός σχεδιασμός. Πρωτοβουλία των κινήσεων από το μαχόμενο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα κόντρα στην αστικοποιημένη προδοτική ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Από κοινού πάλη για μετασχηματισμό των υπαρχουσών μορφών του κινήματος σε όργανα αγώνα και επιβολής της λαϊκής θέλησης αλλά και από κοινού προσπάθεια δημιουργίας νέων τέτοιων οργάνων. Τα οποία στην πορεία θα μπορούν να αναβαθμιστούν σε όργανα εργατικής πολιτικής και εξουσίας.
Από την άλλη στο επίπεδο του περιεχομένου της πάλης, αναγκαία αντιπαράθεση επί των υπαρκτών διαφωνιών και όχι α λα καρτ. Σύγκλιση και κοινή δράση όπου αυτή είναι εφικτή, απόκλιση κριτική και πολεμική όπου αυτή είναι αδύνατη. Με τελικό κριτή όχι κάποιο πολιτικό γραφείο αλλά τον ίδιο των αγωνιζόμενο λαό. Με θάρρος να κριθούμε όλοι! Με γνώμονα την ύπαρξη και ενίσχυση της αναγκαίας μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης απέναντι στο σφαγείο κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ – κεφαλαίου.
Σε αυτή την προσπάθεια οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής αριστεράς θα συμβάλουν προσφέροντας την μέγιστη δυνατή υπηρεσία για τη δικαίωση των σύγχρονων εργατικών και νεολαιίστικων αναγκών και δικαιωμάτων. Με στόχο την ενίσχυση των τάσεων χειραφέτησης έναντι των τάσεων υποταγής εντός της εργατικής τάξης και των πληβειακών στρωμάτων της νεολαίας.