Ο Σπίλμπεργκ φαίνεται να πιστεύει ότι και σήμερα η Αμερική μπορεί να αποδείξει σε όλο τον κόσμο ότι είναι η Αυτοκρατορία του Καλού, καθώς ψυχή της είναι το Σύνταγμά της.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου εκτυλίσσεται η νέα ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, η οποία στηρίζεται σε μια (εμπλουτισμένη) αληθινή ιστορία. Το 1957 οι Αμερικανοί συλλαμβάνουν στη Νέα Υόρκη έναν Ρώσο κατάσκοπο και τον οδηγούν σε δίκη. Συνήγορός του διορίζεται ο Τζέιμς Ντόνοβαν (Τομ Χανκς), ένας υπεράνω κάθε κομμουνιστικής υποψίας δικηγόρος που ειδικεύεται στις ασφάλειες. Ο Ντόνοβαν θέτει ως σκοπό της ζωής του όχι την αθώωση του πελάτη του, αλλά τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, δηλαδή την εφαρμογή του νόμου και του Συντάγματος.
Ο εργοδότης του Ντόνοβαν, η οικογένειά του, η CIA, η αμερικανική κοινωνία συνολικά δεν συμμερίζεται την προσήλωση του δικηγόρου στις συνταγματικές αξίες. Όμως αυτός υποστηρίζει ότι ο υπόδικος δεν είναι προδότης, αφού πατρίδα του δεν είναι η Αμερική. Απλώς υπάκουσε στις εντολές της κυβέρνησής του. Επιπλέον, ο Σοβιετικός αρνείται να συνεργαστεί με τους Αμερικανούς με αντάλλαγμα χρήματα και την ελευθερία του.
Τελικά ο Ντόνοβαν καταφέρνει να πείσει τον δικαστή να καταδικάσει τον πελάτη του σε 30 χρόνων κάθειρξη με την προοπτική κάποια στιγμή να τον ανταλλάξουν με κάποιον αμερικανό κρατούμενο στη Σοβιετική Ένωση. Η ταινία είναι ένα δίπτυχο: το πρώτο μέρος είναι η σύλληψη και η δίκη του Ρώσου και το δεύτερο είναι η ανταλλαγή. Εδώ ο Ντόνοβαν αναλαμβάνει το ρόλο του επιτόπιου διαπραγματευτή.
Η δράση πλέον μεταφέρεται στο Βερολίνο του 1962, λίγο μετά την ανέγερση του Τείχους. Σκοπός του Ντόνοβαν είναι η απελευθέρωση ενός νεαρού αμερικανού πιλότου που κρατείται στη Σοβιετική Ένωση μετά την κατάρριψη του κατασκοπευτικού του αεροπλάνου αλλά κι ενός αμερικανού μεταπτυχιακού φοιτητή που εγκλωβίστηκε στο Ανατολικό Βερολίνο και επίσης κατηγορείται για κατασκοπεία.
Δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο διαφορετικούς πολιτισμούς απεικονίζει ο Σπίλμπεργκ στην ταινία του. Φωτεινός, πολύχρωμος με αστραφτερά άσπρα δόντια ο κόσμος της Νέας Υόρκης. Μουντός, ασπρόμαυρος παγερός, άγριος, άξεστος ο κόσμος του Ανατολικού Βερολίνου. Βλαχαδερά είναι οι ανατολικογερμανοί κομπάρσοι που υποδύονται την οικογένεια του ρώσου κατασκόπου. «Σερ» αποκαλούν οι δεσμοφύλακες τον ρώσο κρατούμενο καθώς τον ξυπνούν στην αμερικανική φυλακή, όπου κρατείται σε σχεδόν ξενοδοχειακές συνθήκες. Με ένα κουβά παγωμένο νερό περιλούουν οι ανατολικογερμανοί φρουροί το άτυχο αμερικανόπουλο για να τον ξυπνήσουν. Σαν ένας ευγενής κύριος απεικονίζεται στην ταινία ο παγκοσμίως μισητός Άλεν Ντάλες, ο τότε διευθυντής της CIA.
Κόντρα στις εντολές της CIA, που επιθυμούν μια ανταλλαγή «ένας προς έναν», δηλαδή τον πιλότο έναντι του Ρώσου, ο Ντόνοβαν, όπως και ο Σίντλερ, επιθυμεί τη συμπερίληψη στη λίστα του και του αμερικανού φοιτητή. Και χάρη στην ευφυϊα, την ευγλωττία και το πείσμα του, καταφέρνει να τουμπάρει τους πάντες: τους Ανατολικογερμανούς, τη CIA, τον αρχηγό της Κα-Γκε-Μπε για την Ευρώπη. Για δες τι μπορεί να κάνει ένας (1) άνθρωπος όταν έχει το νόμο για οδηγό!
Βαθιά πολιτική είναι η ταινία αυτή, ενώ σαφής είναι η σύνδεση με τα όσα συμβαίνουν στο Γκουαντάναμο. Η Αμερική δεν έχει τίποτα να φοβηθεί αν κλείσει το Γκουαντάναμο και οι κρατούμενοί του δικαστούν στο αμερικανικό έδαφος. Ψυχή μου και πατρίδα μου είναι το Σύνταγμά μου, λέει η ταινία.
Ο μοντέρνος πατριωτισμός της ταινίας δεν έχει σχέση με τον χοντροκομμένο πατριωτισμό της εποχής του Τζον Γουέιν και των Πράσινων Μπερέδων. Ο σκηνοθέτης φαίνεται να πιστεύει ότι η Αμερική μπορεί να αποδείξει σε όλο τον κόσμο ότι είναι η Αυτοκρατορία του Καλού, ενώ το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν η Αυτοκρατορία της Ασχήμιας. Και το Καλό επιβεβαιώνεται και πείθει μέσω της δύναμης του Νόμου. Ας σημειωθεί ότι την περασμένη Τρίτη, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ δέχτηκε από τα χέρια του Ομπάμα το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (βλ. φωτογραφία).
Ο ίδιος ο Ντόνοβαν (1916-1970) πρέπει να ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αφού στη Δίκη της Νυρεμβέργης, σε ηλικία μόλις 29 ετών, ήταν μέλος της ομάδας των κατηγόρων, ενώ επί κυβέρνησης Κένεντι δορίστηκε επίσημος διαπραγματευτής για την απελευθέρωση των εκατοντάδων Αμερικανών που είχαν συλληφθεί από την κουβανική κυβέρνηση μετά την αποτυχημένη απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων. Δηλαδή ο αληθινός Ντόνοβαν δεν ήταν τόσο μακριά από τους «διαδρόμους της εξουσίας» (και της CIA) όσο τον απεικονίζει η ταινία.
Η Γέφυρα των κατασκόπων είναι κινηματογράφος, όχι τηλεόραση. Περιλαμβάνει αρκετές επιβλητικές σκηνές, όπως την ανταλλαγή των κατασκόπων που γυρίστηκε στην πραγματική Γέφυρα Γκλίνικε στο σημερινό ενιαίο Βερολίνο. Την παράσταση κλέβει ο 45χρονος βρετανός ηθοποιός Μαρκ Ράιλανς που υποδύεται τον ρώσο κατάσκοπο –και μόνο για τη δική του καθηλωτική ερμηνεία αξίζει να δει κανείς την ταινία.