Μνημονιακός στόχος η συνολική αναδιάρθρωση του δημόσιου σχολείου
γράφουν:
ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ,
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΣΙΜΙΚΛΗ
H εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο, βρίσκεται αντιμέτωπη με βίαιες αναδιαρθρώσεις οργανικά πλέον ενταγμένες στα προαπαιτούμενα του 3ου μνημονίου. Οι μάχες που καλείται να δώσει το εκπαιδευτικό κίνημα πολλές, μήνα-μήνα, σε ευθεία αντιπαράθεση με το ξεθεμελίωμα όλων όσων μέχρι τώρα στοιχειοθετούσαν το δημόσιο σχολείο. Μέσα σε αυτό, κομμάτι του βασικό, χτυπημένο και πολυδιασπασμένο, είναι και οι χιλιάδες αδιόριστοι εκπαιδευτικοί. Τα επίδικα της περιόδου, οι επιδιώξεις του υπουργείου, οι κατευθύνσεις ΕΕ και ΟΟΣΑ για το εργασιακό μέλλον των εκπαιδευτικών συνθέτουν το πλαίσιο το οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε και να υπερβούμε.
Με την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς, τα τεράστια προβλήματα της εκπαίδευσης, με πρωτεύον ζήτημα τις ελλείψεις εκπαιδευτικών, κυριάρχησαν στη δημόσια σφαίρα. Μέχρι και ο υπουργός παιδείας, αποποιούμενος την πολιτική ευθύνη της προηγούμενης συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και του προκατόχου του, «στέκεται στο πλευρό» της εκπαιδευτικής κοινότητας περιγράφοντας την κατάσταση σαν παρατηρητής! Και μετά τις διαπιστώσεις η ουσία: «Τα σχολεία θα λειτουργήσουν με κενά. Έτσι γινόταν πάντα…». Μόνο που αυτά τα κενά, μολονότι παρουσιάζονται ως αριθμοί και ώρες, κρύβουν πίσω τους χιλιάδες αδιόριστους εκπαιδευτικούς και ακόμη περισσότερους μαθητές. Πίσω από αυτή την τοποθέτηση κρύβεται όλο το οικοδόμημα του λεγόμενου σχολείου της αγοράς. Με το πρόσχημα των δημοσιονομικών περιορισμών μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών και εργασιακά των εκπαιδευτικών συρρικνώνονται και τελικά εξαλείφονται στο όνομα των βέλτιστων πρακτικών του ΟΟΣΑ.
Τα ευρωπαϊκά κονδύλια του ΕΣΠΑ εμφανίστηκαν το 2010 για την εκπαίδευση στην προσπάθεια της τότε υπουργού παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου να εισάγει την «καινοτομία» του ΟΟΣΑ στα σχολεία. Τα κονδύλια αυτά συνέβαλαν από την μία στην μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των εκπαιδευτικών αναγκών και από την άλλη άλλαξαν τον χάρτη των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών. Στην εξέλιξη και ανάπτυξη τους όμως γίνεται σήμερα φανερό ότι στόχος είναι η συνολική αναδιάρθρωση του δημόσιου σχολείου. Με αυτήν την έννοια μια σειρά από βασικές δομές της δημόσιας εκπαίδευσης περνούν σε έναν ασαφή και θολό παράλληλο χάρτη, εντός αλλά επί της ουσίας εκτός δημόσιου σχολείου. Το σύνολο της ειδικής αγωγής, το ολοήμερο πρόγραμμα, η ενισχυτική διδασκαλία, τα μαθήματα ειδικοτήτων, όλες οι υποστηρικτικές δομές τίθενται εκτός κρατικού προϋπολογισμού και υφίστανται όσο πιστώνονται κονδύλια.
Η μυθολογία γύρω από τα ΕΣΠΑ, που επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από το δίπτυχο «μας δίνουν δουλειά»-«είναι χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία επιβάλλεται να αξιοποιήσουμε, ώστε να εξασφαλίσουμε τις αναγκαίες προσλήψεις», έφτασε φέτος στα όρια της αντοχής της καθώς ολόκληρες περιφέρειες (Αττική, Δυτική Μακεδονία, Αν. Αιγαίο) βαφτίστηκαν «προνομιούχες», με συνέπεια την εξαίρεσή τους από τις προσλήψεις. Άμεση συνέπεια ήταν οι ελαστικά εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί, που καλύπτουν πάγιες ανάγκες εδώ και 5-10-15 χρόνια έχοντας διανύσει σε αρκετές περιπτώσεις τη διαδρομή από την ωρομισθία στην αναπλήρωση, να βρίσκονται άνεργοι με το υπουργείο να μετακυλύει στους ίδιους την ευθύνη της ανεργίας τους. Χαρακτηριστικά, η μη πλήρωση των κενών και η συνεπακόλουθη ανεργία εμφανίζονται εντέχνως ως «επιλογή» των εκπαιδευτικών που δεν επέλεξαν να θέσουν εαυτούς διαθέσιμους να εργαστούν ανά την επικράτεια.
Η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας συνεχίζει επάξια την παράδοση των προκατόχων της επιδιδόμενη σε ένα διαρκές παιχνίδι επικοινωνιακών εντυπώσεων. Κατά τις δηλώσεις του υπουργού, τα σχολεία είναι «ανοιχτά» με 10.000 και πλέον κενά, οι πιστώσεις «μοιράστηκαν» ώστε να εξοικονομηθούν ανθρωπομήνες, ο εθελοντισμός επανέρχεται με το τυράκι της αξιολόγησης, ενώ η «μέθοδος των αναπληρωτών» θα χρησιμοποιηθεί και φέτος αν και «το πρόβλημα των κενών είναι κληρονομιά χρόνων». Το «νέο σχολείο» παραμένει σημείο αναφοράς, αλλά οι ειδικότητες που το στελεχώνουν συνιστούν πολυτέλεια, ο «εθνικός διάλογος» επιστρατεύεται πάλι, ωστόσο η στοχοθεσία για την εκπαίδευση ορίζεται λεπτομερώς στα παραδοτέα του 3ου μνημονίου με σημεία κλειδιά: μείωση του κόστους, επιχειρηματικότητα, αξιολόγηση, μαθητεία. Όλως τυχαίως, μάλιστα, η κατάθεση του πολυνομοσχέδιου συμπίπτει με την επικαιροποίηση της έκθεσης του ΟΟΣΑ τον Απρίλη. Ένα μόλις χωρίο από την περιβόητη εργαλειοθήκη αρκεί για να εκτιμηθεί το μέτρο της επίθεσης στα εργασιακά και μορφωτικά δικαιώματα της νεολαίας: «η μονιμότητα της εργασίας μπορεί να δυσχεράνει την προσαρμογή του αριθμού των εκπαιδευτικών, όταν μειώνονται οι εγγραφές[…]το βάρος της προσαρμογής βαραίνει αυτούς που δεν είναι μόνιμοι, συνήθως όσους βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους». Είναι πλέον ξεκάθαρο πως το δικαίωμα στην εργασία αμφισβητείται. Αλλάζουν οι όροι και το νόημα της. Εργασία είναι πλέον η εκ περιτροπής, ανασφάλιστη και μαύρη απασχόληση, χωρίς εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, με την απαίτηση συναίνεσης στο καθεστώς του εργαζομένου λάστιχου που θα είναι έτοιμος να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του «σύγχρονου μοντέλου εργασίας».