του Θανάση Σκαμνάκη
“Αφού νικήσαμε, γιατί γυρίζουμε πίσω;”, σπαράζει ο Στράτος, στρατιώτης των διαβιβάσεων στο αλβανικό μέτωπο, που δεν μπορεί να χωνέψει την υποχώρηση, στον “Ουρανό”, την ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου. Ίσως, ακόμα κι αν δε το θέλω, το μυαλό μου τρέχει στις αναλογίες με όσα ζούμε. Γιατί, μια ταινία δεν είναι μονάχα η περιγραφή ενός τόπου και χρόνου, είναι πολλοί τόποι και διαφορετικοί χρόνοι που συμπυκνώνονται σε εικόνες αλλά και απλώνουν ως σύμβολα με ευρεία χρήση και σημασία.
Και σαν να με καταλαμβάνει μια αίσθηση πως το ελληνικό τοπίο και η ζωή των ανθρώπων του είναι σημαδεμένα από αυτή τη σπαρακτική κραυγή. Τον αέναο κύκλο. Σαν το αίσθημα της ελληνικής τραγωδίας να έχει τόσο στοιχειώσει μέσα μας που μας ορίζει μέχρι σήμερα. Μας επιτίθενται, τους νικάμε και πάνω στον πανηγυρισμό έρχεται ένα δεύτερο κύμα και μας σαρώνει, ανασκουμπωνόμαστε, ξαναπαλεύουμε, αντιστεκόμαστε, ξανανικάμε, ξαναπανηγυρίζουμε κι εκεί πάνω έρχεται νέα επίθεση που πάλι μας σαρώνει κι ούτω καθεξής. Αν το δούμε στο χρόνο, Αλβανία-νίκη-γερμανική επίθεση και κατοχή- απελπισία-αντίσταση-απελευθέρωση-εμφύλιος-ήττα-εξορίες και διώξεις-απελπισία-νέα άνοδος-χούντα-απελπισία-νέα αντίσταση, Πολυτεχνείο-μεταπολίτευση και πάει λέγοντας, ως εδώ. Στο ίσως μικρό εδώ με τις μεγάλες προεκτάσεις του: κρίση-επίθεση-αντίσταση-δημοψήφισμα-νίκη-νέος κύκλος υποταγής κλπ. Ή μήπως, τελικά, δεν είναι η μοίρα της ελληνικής τραγωδίας που μας ορίζει αλλά ο θρύλος των Τρώων “κομμάτι καταφέρνουμε κι αρχίζουμε νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες…”. Αυτή η ιδέα κυριαρχεί σήμερα, όπως σε όλες τις φορές μετά από την ήττα.
Μέσα στη μικρή ζωή μας βουτηχτήκαμε τόσες φορές στα νερά των κύκλων, απογοήτευσης, ελπίδας, αισοδοξίας, ξανά απογοήτευσης, ξανά ελπίδας. Και κάθε φορά δεν ξέρεις όταν βουλιάζεις αν θα βγεις. Κανείς δεν εγγυάται τη σύντομη επανάληψη, κι η ζωή μας είναι μικρή για να τρέφεται μόνο με τις ελπίδες των επόμενων γενεών.
Αλλά το προνόμιο της μοίρας δεν ανήκει στους μοιραίους (“δειλοί.. κι άβουλοι αντάμα”), αλλά σ’ εκείνους που επίμονοι αλλά όχι ανιστόρητοι, συγκεντρώνουν την ευθύνη της φλόγας και της εύφλεκτης ύλης. Κι όταν όλα έχουν σχεδόν σαπίσει από τη υγρασία της συλλογικής υποχώρησης, αυτοί έχουν μονάχα δυο σπίρτα για να ανάψουν φλόγα. Πρέπει να επιμείνουν και πρέπει να σκεφτούν. Ένα ακόμα σημείο, μιας ακόμα εκκίνησης.