Μια σπαρακτική αφήγηση για το πώς δεν γυρίστηκε το σίκουελ στον Πολίτη Κέιν, παρότι το αριστούργημα του Γουέλς παρέμενε σταθερά στην πρώτη θέση των καλύτερων ταινιών του παγκόσμιου κινηματογράφου.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Πριν λίγες μέρες, με αφορμή την 30ή επέτειο του θανάτου του Όρσον Γουέλς, ήρθε στο φως μια μικρή διδακτική και άλλο τόσο σπαρακτική ιστορία: το πώς ΔΕΝ γυρίστηκε σε ταινία ένα αριστουργηματικό σενάριο του μεγάλου σκηνοθέτη. Όχι επειδή ο Γουέλς είχε γεράσει, αλλά γιατί οι καιροί είχαν αλλάξει. Την ιστορία, που δημοσίευσε το ειδησεογραφικό σάιτ του BBC, αφηγείται ένας στενός φίλος του Γουέλς, ο βρετανικής καταγωγής σκηνοθέτης Χένρι Τζάγκλομ, που έζησε από πρώτο χέρι το ματαιωμένο όνειρο του φίλου του.
Βρισκόμαστε στις αρχές του ’80, στα χρόνια του Ρίγκαν. Ο Γουέλς το έχει πάρει απόφαση ότι το όνειρό του για τον κινηματογραφικό Βασιλιά Λιρ δεν επρόκειτο να υλοποιηθεί. Έτσι, με την παρότρυνση του Τζάγκλομ, κάθισε κι έγραψε ένα σενάριο για μια πολιτική ταινία με τίτλο «Τhe Big Brass Ring» (To μεγάλο μπρούντζινο δαχτυλίδι). Σύμφωνα με τον Τζάγκλομ, το σενάριο ήταν αριστουργηματικό: «Το Βig Brass Ring έδειχνε την Αμερική στο τέλος του αιώνα όπως ακριβώς ο Πολίτης Κέιν έδειχνε την Αμερική στις αρχές του αιώνα». Ο Τζάγκλομ ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκαν χρηματοδότες κι έτσι είπε στο φίλο του: «Όλοι αυτοί που κάποτε παλέψαμε μαζί, που μείναμε άνεργοι μαζί, είναι τώρα μεγάλοι σταρ και αφεντικά σε μεγάλα στούντιο παραγωγής. Όλοι αυτοί σε λατρεύουν. Και πράγματι, όλοι αυτοί είχαν υπάρξει, σε κάποια φάση της ζωής τους, φανατικοί θαυμαστές των ταινιών του Γουέλς.»
Έτσι αρχίζει ένας γύρος γευμάτων με παραγωγούς και στελέχη των στούντιο σε πολυτελή εστιατόρια. Όλοι ξετρελαμένοι με την ιδέα ότι θα γευμάτιζαν με τον Γουέλς που φρόντιζε να τους ανταμείψει διηγώντας τους επί ώρες χαριτωμένες ιστορίες. Ο ίδιος ο Γουέλς έλεγε ότι έπαιζε το ρόλο της «αρκούδας που χορεύει». Αυτό ήταν το μόνο που ήθελαν απ’ αυτόν. Αντί να συζητούν για σινεμά, προτιμούσαν να συζητούν για τα κέρδη τους. Ο Γουέλς το καταλάβαινε: «Το περίμενα αυτό. Εξάλλου καμία από τις ταινίες μου δεν έφερε κέρδος. Όμως οι ηθοποιοί; Τηλεφώνησε στους ηθοποιούς. Αυτοί ποτέ δε θα με απορρίψουν και θ’ αναγκάσουν κάποιο στούντιο να γυρίσει την ταινία».
Ο Τζάγκλομ βρήκε έναν παλιό του φίλο, τον Άρνολ Μίλτσαν, έναν ανεξάρτητο παραγωγό (αυτός είχε χρηματοδοτήσει το Μπραζίλ του Τέρι Γκίλιαμ), που χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να δώσει 8 εκατ. δολάρια στον Γουέλς και το δικαίωμα του «φάιναλ κατ», δηλαδή τον πλήρη δημιουργικό έλεγχο -κάτι που θα συνέβαινε για πρώτη φορά μετά τον Πολίτη Κέιν. Υπό έναν όρο: μόνο αν ο πρωταγωνιστικός ρόλος δινόταν σε κάποιον σταρ από έναν κατάλογο με έξι μεγάλα ονόματα. Τώρα ο Γουέλς ήταν σίγουρος ότι η ταινία θα γυριζόταν: «Τους ξέρω τους ηθοποιούς», έλεγε.
Όμως οι καιροί είχαν πράγματι αλλάξει. Ο Γουέλς έφαγε πόρτα και από τους έξι: Ο Κλιντ Ίστγουντ αρνήθηκε γιατί βρήκε το σενάριο «αριστερό»· ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ αρνήθηκε γιατί είχε μια άλλη πολιτική ταινία στα σκαριά· ο Πολ Νιούμαν ταλαντεύθηκε αλλά τελικά είπε όχι· ο Μπαρτ Ρέινολντς (που ήταν καταϋποχρεωμένος στον Γουέλς) δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει ενώ ο Γουόρεν Μπίτι ήταν εξαντλημένος μετά το γύρισμα των Κόκκινων. «Είναι σαν να είσαι όλη νύχτα σε ένα μπορντέλο και να κάνεις σεξ σαν τρελός και το πρωί, μόλις βγαίνεις έξω στον ήλιο, αντικρίζεις τη Μέριλιν Μονρόε με τα χέρια της απλωμένα προς το μέρος σου. Θέλεις αλλά δεν μπορείς», είπε ο Μπίτι και αυτή ήταν η μόνη δικαιολογία που ο Γουέλς θεώρησε συμπαθητική.
Μόνο ο Τζακ Νίκολσον θα δεχόταν, αλλά με τον όρο να μη ρίξει το κασέ του που ανερχόταν σε πολλά εκατομμύρια δολάρια. Όπως εξήγησε, έκανε χρόνια να φτάσει τόσο ψηλά και μια αμοιβή στο ένα τέταρτο της καθιερωμένης θα ζημίωνε την καριέρα του. Ο μάνατζέρ του δε θα το επέτρεπε.
Και να αναλογισθεί κανείς ότι ο Γουέλς και τότε θεωρείτο ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης που έβγαλε η Αμερική, με τον Πολίτη Κέιν να βρίσκεται σταθερά στην πρώτη ή τις πρώτες θέσεις των 100 μεγαλύτερων ταινιών όλων των εποχών…
Στα χρόνια του μακαρθισμού, πάμπολλες ανεπιθύμητες φωνές, ιδίως στο σινεμά και το θέατρο, oδηγήθηκαν στη σιγή, την περιθωριοποίηση, την αυτοεξορία. Στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού και του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, το χρήμα, το κεφάλαιο έχει τον πρώτο λόγο: ό,τι δεν πουλάει, απλώς δεν υπάρχει.