Σκληρή διαπάλη στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας για το αν θα σχηματίσει κυβέρνηση με την Αριστερά ή αν θα υποστηρίξει κυβέρνηση μειοψηφίας της Δεξιάς. Σοσιαλιστές, αριστεροί και κομμουνιστές διαθέτουν 121 έδρες, όταν για πλειοψηφία χρειάζονται μόνο 116
του Άρη Χατζηστεφάνου
Όλες τις δυνάμεις τους έριξαν στη μάχη των πορτογαλικών εκλογών, η ΕΕ και το οικονομικό κατεστημένο της χώρας προκειμένου να επιβεβαιώσουν το μύθο του «καλού μαθητή», που υπακούει τις εντολές των Βρυξελλών και του Βερολίνου και ανταμείβεται για την υποταγή του. Η πρώτη θέση που κατέλαβε ο δεξιός συνασπισμός PaF (Portugal à Frente – Πρώτα η Πορτογαλία), παρουσιάστηκε από τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης σαν ένα «ευχαριστώ» των Πορτογάλων ψηφοφόρων στα μνημόνια και την πολιτική λιτότητας. Η πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από τη συγκεκριμένη ανάγνωση των αποτελεσμάτων.
Ο δεξιός συνασπισμός με επικεφαλής των πρωθυπουργό Πέδρο Κόστα καταποντίστηκε χάνοντας 740.000 ψήφους και 28 έδρες – πτώση που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία μείωση 10-15% στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το όνομά του) και το Λαϊκό Κόμμα είδαν το άθροισμα του ποσοστού του να πέφτει από το 50,4% στο 36,8%.
Το μόνο που έσωσε την μνημονιακή κυβέρνηση ήταν η εξίσου απογοητευτική παρουσία των σοσιαλιστών, οι οποίοι απέτυχαν παταγωδώς να εμφανιστούν ως εναλλακτική στην πολιτική λιτότητας – και δεν θα μπορούσαν να το κάνουν αφού ήταν το δικό τους κόμμα, που άνοιξε την πόρτα στην Τρόικα το 2011. Το σοσιαλιστικό κόμμα σημείωσε μικρή άνοδο 11 εδρών φτάνοντας το 32% των ψήφων γεγονός όμως που θεωρείται αποτυχία αν σκεφτεί κανείς ότι λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές ανέμενε εύκολη επικράτηση στις κάλπες. Συνολικά λοιπόν τα κόμματα της δεξιάς και οι σοσιαλιστές, που εφάρμοσαν τα μνημόνια σημείωσαν τα χαμηλότερα ποσοστά τους από το 1985.
Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Σόιμπλε, όπως και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Μαριάνο Ραχόι, μπορεί να πανηγύριζαν στις δημόσιες δηλώσεις τους για τη διάσωση των πιο πιστών υπηκόων τους, γνωρίζουν όμως πολύ καλά ότι η νίκη τους είναι πύρρειος.
Για να επιτευχθεί ακόμη και αυτό το αποτέλεσμα η ΕΚΤ πραγματοποίησε μια ακόμη απροκάλυπτη πολιτική παρέμβαση, λίγο πριν από τις εκλογές, αγοράζοντας μέρος του πορτογαλικού δημόσιου χρέους και αποτρέποντας έτσι την ανάγκη εφαρμογής ενός δεύτερου και πολύ σκληρότερου πακέτου λιτότητας. Όπως εξηγούσε στο περιοδικό Jacobin η Καταρίνα Πρινσίπε από το Αριστερό Μπλόκ, η κίνηση αυτή συνοδεύθηκε από μια ακόμη επιχείρηση «δημιουργικής λογιστικής», που επέτρεψε στην κυβέρνηση να παρουσιάσει μείωση της ανεργίας ενώ συνδυάστηκε με την επιστροφή στις αγορές – παρά το γεγονός ότι μετά το μνημόνιο το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας αυξήθηκε από το 80% στο 120% του ΑΕΠ.
Υπό το πρίσμα της δυναμικής που δημιουργείται στην πορτογαλική πολιτική σκηνή, το αριστερό μπλόκο μπορεί δικαίως να πανηγυρίζει ότι είναι ο μεγάλος νικητής των εκλογών, αφού κατάφερε να διπλασιάσει το ποσοστό του από τις εκλογές του 2011 φτάνοντας το 10,2% και κερδίζοντας επιπλέον 11 έδρες. Από την πλευρά του, το κομμουνιστικό κόμμα διατήρησε τις δυνάμεις του κερδίζοντας μόνο μια επιπλέον έδρα.
Σε αντίθεση με αναλύσεις που ακούστηκαν στην Ελλάδα για την «ταύτιση» των θέσεων του αριστερού Μπλόκο με τον ΣΥΡΙΖΑ, η πορτογαλλική αριστερά προέταξε τη σύγκρουση με την ΕΕ και μίλησε για το ενδεχόμενο εξόδου από την ευρωζώνη. Η αντίθεσή του Μπλόκο στη μείωση ή το πάγωμα των συντάξεων και των επιδομάτων, που θα στείλει εκατοντάδες χιλιάδες άτομα στην ακραία φτώχεια, το βοήθησε να διευρύνει σημαντικά την εκλογική του βάση και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Παρόλα αυτά η έστω και οριακή επικράτηση του δεξιού συνασπισμού αποδεικνύει την ανυπαρξία ενός συγκροτημένου αριστερού φορέα που θα μπορούσε να συγκινήσει την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η αποχή, που ξεπέρασε το ρεκόρ του 2011 φτάνοντας το 43% είναι ίσως η σημαντικότερη ένδειξη της έλλειψης διεξόδων.
Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη οι διαδικασίες για το σχηματισμό κυβέρνησης. Οι σοσιαλιστές απέρριψαν την Παρασκευή το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού. Αυτό όμως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μιας άτυπης συνεργασίας, στην οποία η δεξιά θα κυβερνά χωρίς την πλειοψηφία αλλά οι αποφάσεις τις θα εφαρμόζονται με τη σιωπηρή αποδοχή των σοσιαλιστών.
Οι διαδικασίες σχηματισμού κυβέρνησης άνοιξαν όμως ρήγματα και στο εσωτερικό της Αριστεράς. Τόσο στο κομμουνιστικό κόμμα όσο και στο Μπλόκο ακούστηκαν από τις πρώτες στιγμές προτάσεις για το σχηματισμό μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης συνασπισμού με τους σοσιαλιστές. Όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της βόρειας Μεσογείου, το φάντασμα της «επανόδου της δεξιάς», χρησιμοποιείται για άλλη μια φορά με τον πιο χυδαίο τρόπο πατώντας και στη γνήσια αγωνία των μεγαλύτερων γενεών που γνώρισαν τα δικτατορικά καθεστώτα προηγούμενων δεκαετιών.