του Βασίλη Μηνακάκη
Νεοφιλελεύθερη σάλτσα για να περάσουν οι περικοπές
Δόθηκε την περασμένη Πέμπτη στη δημοσιότητα το Πόρισμα της «Επιτροπής Σοφών» που συνέστησε το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με σκοπό την κατάθεση πρότασης για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. Το περιεχόμενο του πορίσματος δεν αποτελείται από άγνωστες προτάσεις που έπεσαν ξαφνικά σε «άγραφο χάρτη». Πρόκειται για νεοφιλελεύθερες προτάσεις που έχουν πίσω τους τα αντιασφαλιστικά νομοθετήματα Λοβέρδου-Κουτρουμάνη της πρώτης μνημονιακής περιόδου, αλλά και τα προμνημονιακά του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ενσωματώνουν τις δεσμεύσεις του τρίτου μνημονίου και προλειαίνουν το έδαφος για το νέο ασφαλιστικό νόμο, που έχει δεσμευτεί ότι θα ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέχρι τον Δεκέμβρη. Για την ακρίβεια, ο κύριος σκοπός του είναι να στήσει το «επιστημονικό» υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα πατήσει ο νόμος αυτός, το δικαιολογητικό πλαίσιο που θα τον κάνει αποδεκτό σε όσο το δυνατόν ευρύτερα στρώματα εργαζομένων, συνταξιούχων και νέων.
Η κατεύθυνση της ριζικής αναμόρφωσης που προτείνεται γίνεται ορατή από τις «παθογένειες» που εντοπίζουν οι «Σοφοί» στο υπάρχον ασφαλιστικό μοντέλο. Από την πρώτη κιόλας σελίδα μας λένε ότι «δεν είναι βιώσιμο», χωρίς ωστόσο να μιλούν για τα 70 δις ευρώ που λεηλάτησε τα προμνημονιακά χρόνια από τα ταμεία η «τριάδα των ληστών» (κράτος, τράπεζες, εργοδότες), για τα 15 δις που εξανεμίστηκαν με το κούρεμα του PSI, για ό,τι χάθηκε με τα σκάνδαλα τύπου ΤΕΑΔΥ. Αντιθέτως, αποδίδουν τη μη βιωσιμότητά του στην πίεση των συνδικαλιστικών-επαγγελματικών οργανώσεων, στον κατακερματισμό του συστήματος και τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των ταμείων, στο πελατειακό σύστημα που οδηγούσε σε «επίμονη τάση διόγκωσης των δαπανών», στην έλλειψη ισότητας μεταξύ των γενεών και εντός της ίδιας γενιάς, στη σύγχυση μεταξύ ασφάλισης και αλληλεγγύης -πρόνοιας κ.λπ.
Με οδηγό αυτήν την άποψη, το πόρισμα προτείνει «επαναδιαπραγμάτευση των θεμελιακών κοινωνικών επιλογών» και ένα «μεγάλο εθνικό σχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση», που «θα αποτελέσει το επιστέγασμα των διαχρονικών (και ανεπιτυχών) παραμετρικών μεταρρυθμίσεων» καθώς, όπως αναφέρει, οι νόμοι Λοβέρδου-Κουτρουμάνη του 2010 «δεν ήταν μια ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα», αλλά μια «ημιτελής μεταρρύθμιση» που «δεν προσάρμοσε τη βασική λογική του συστήματος στα νέα δεδομένα».
Η προτεινόμενη τομή ντύνεται, βέβαια, με φληναφήματα για ένα νέο κοινωνικό ή συνταξιοδοτικό συμβόλαιο μεταξύ των γενεών, για ισότητα, γενναιόδωρη κοινωνική σύνταξη, εγγύηση ενός μέσου επιπέδου ευημερίας κ.λπ. Όλα αυτά καταρρέουν εν ριπή οφθαλμού στις ίδιες τις σελίδες του πορίσματος, που ισχυρίζεται ότι οι συντάξεις για άτομα με πλήρη επαγγελματική διαδρομή δεν είναι ιδιαίτερα χαμηλές (!) και ξεκαθαρίζει ότι οι πληρωμές συντάξεων (δηλαδή οι λαϊκές ανάγκες) βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τις ανάγκες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Ας δούμε όμως τα κεντρικά στοιχεία του πορίσματος.
Πρώτα απ’ όλα συγκεκριμενοποιείται η πρόβλεψη του νόμου Λοβέρδου-Κουτρουμάνη για χωρισμό της σύνταξης σε δύο μέρη: την εγγυημένη από το κράτος εθνική ή κοινωνική σύνταξη, η οποία στόχο έχει να προστατεύσει κυρίως τα άτομα που ζουν κάτω από το «ανεκτό όριο διαβίωσης» (τους χαμηλόμισθους), και την αναλογική ή ανταποδοτική, που βασίζεται σε ένα σύστημα εικονικών ατομικών λογαριασμών.
Η εθνική σύνταξη -όπως προβλέπει το μνημόνιο- θα δίνεται μόνο σε όποιον έχει συμπληρώσει τα 67 χρόνια. Το δε ύψος της -που αρχικά υπολογιζόταν στα 360 ευρώ- δεν θα είναι σταθερό. Θα μειώνεται όσο αυξάνεται η αναλογική σύνταξη είτε το ατομικό ή οικογενειακό εισόδημα του δικαιούχου. Επιπλέον, θα μειώνεται όταν δεν εκπληρώνονται οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις των μνημονίων (οπότε θα επιπίπτει η λαιμητόμος των «αυτόματων οικονομικών σταθεροποιητών») ή όταν δεν είναι ισοσκελισμένοι οι ασφαλιστικοί προϋπολογισμοί (οπότε η εθνική σύνταξη θα μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη της «ρήτρας μηδενικού ελλείμματος»). Η εθνική σύνταξη θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τον προϋπολογισμό – στην ουσία από τη φορολογία των λαϊκών στρωμάτων που εισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών εσόδων.
Η αναλογική-ανταποδοτική σύνταξη, από την άλλη, στηρίζεται στη σύνδεση εισφορών-παροχών και μπορεί να την πάρει κάποιος όποτε επιθυμεί. Στη χρηματοδότησή της δεν συμμετέχει η πολιτεία, ενώ δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα ούτε το ποσοστό συμμετοχής των εργοδοτών. Το ύψος της στηρίζεται στις εισφορές όλου του ασφαλιστικού βίου και όχι των τελευταίων χρόνων δουλειάς – γεγονός που οδηγεί σε μείωση της σύνταξης. Επιπλέον, δεν καθορίζεται συγκεκριμένα τι ποσοστό επί των αποδοχών θα είναι η σύνταξη (ποσοστό αναπλήρωσης).
Η αναλογική σύνταξη θα διαμορφώνεται από τις εισφορές που θα καταβάλλει ο εργαζόμενος καθ’ όλη την εργασιακή του ζωή. Οι εισφορές αυτές θα συσσωρεύονται σε έναν ατομικό λογαριασμό, ο οποίος όμως θα είναι εικονικός, μιας και από τα χρήματα αυτά θα παρέχονται οι συντάξεις στους τωρινούς συνταξιούχους.