της Μαριάννας Τζιαντζή
Ο ευρασιατικός αέρας μυρίζει μπαρούτι: αυτό είναι ένα πρώτο (και ομολογουμένως εύκολο) συμπέρασμα από την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στη λευκορωσίδα Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Τουλάχιστον αυτό φανερώνουν οι πρόσφατες συνεντεύξεις της. Όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, γεωπολιτικά και στενόκαρδα συγκυριακά κριτήρια, συχνά παίζουν σημαντικό ρόλο στην απονομή αυτού του βραβείου. Αν η Ρωσία δε συμμετείχε στο Μεγάλο Παιχνίδι της Μέσης Ανατολής, αν στην Ουκρανία δε διακυβεύονταν τόσα πολλά, είναι αμφίβολο αν το βραβείο θα το έπαιρνε η Αλεξίεβιτς. Δεν έχουμε την πρόθεση να μειώσουμε το λογοτεχνικό της ανάστημα, αλλά φαίνεται ότι το αντιρωσικό μένος της συγγραφέως-δημοσιογράφου, πιάνει τόπο την κατάλληλη στιγμή. Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα από ένα κείμενό της που δημοσιεύτηκε πέρυσι στη γαλλική Μοντ:
«Σήμερα η Ρωσία είναι ένα φονταμενταλιστικό κράτος. […] Η Ρωσία στρέφεται προς την Ανατολή. Η Ευρασία, η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, ως αντίβαρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι της μόδας. Δεν ανήκουμε πια στην Ευρώπη. […] Το Κρεμλίνο λέει ανοιχτά ότι η Δύση ήταν και πάντα θα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ρωσίας. […] Η Ρωσία έχει γίνει σημείο αναφοράς για όλες τις αντιδυτικές δυνάμεις παγκοσμίως […] θυμίζοντας τη Γερμανία της δεκαετίας του 1930.
Με λίγα λόγια, η συγγραφέας παρομοιάζει τη σημερινή Ρωσία με τη Γερμανία του Χίτλερ! Επομένως, γιατί οι δυτικές δυνάμεις να μην επέμβουν στρατιωτικά στην «κατεχόμενη» Ουκρανία ώστε να παρεμποδίσουν την επέκταση όχι απλώς της ρωσικής αυτοκρατορίας αλλά ενός «ρωσικού Ράιχ», μιας νέας «αυτοκρατορίας του κακού», την οποία σήμερα δεν εκφράζει απλώς ο «καγκεμπίτης» (σύμφωνα με τον ορισμό της συγγραφέως) Πούτιν αλλά η πλειονότητα του ρωσικού λαού;
Ασφαλώς ένας συγγραφέας κρίνεται από το έργο του και όχι από τις δημόσιες δηλώσεις του και τις ατομικές πολιτικές προτιμήσεις του. Αν ίσχυε το δεύτερο, ο Μπαλζάκ ή ο Πιραντέλο ή ο Πάουντ θα έφεραν απλώς τη σφραγίδα του «αντιδραστικού» και πέραν τούτου ουδέν. Ωστόσο, οι πολυάριθμες αντισοβιετικές και αντιρωσικές τοποθετήσεις της Αλεξίεβιτς εξυπηρετούν, διευκολύνουν το στρατόπεδο της επιθετικής και όχι της φιλειρηνικής Δύσης και μάλιστα σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή.
Τα κριτήρια αξιολόγησης για την απονομή του βραβείου, όπως διαπιστώνουμε ανατρέχοντας στις κατά καιρούς ετυμηγορίες της Σουηδικής Ακαδημία, δεν είναι αμετάβλητα και αιώνια, αλλά επηρεάζονται από τους ανέμους των καιρών. Κάθε χρονιά δεν βραβεύεται ο «καλύτερος» ανάμεσα στους πολλούς καλούς, αλλά λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες: π.χ., μπορεί να βραβευτεί ένας σχετικά άγνωστος αλλά πρωτότυπος, καινοτόμος συγγραφέας ώστε να συνεχίσει το έργο του ή να στηριχτεί ένα «παραμελημένο αλλά γόνιμο λογοτεχνικό είδος» ή να ενθαρρυνθεί ένας «γλωσσικός ή πολιτισμικός χώρος». Κάποτε αποφεύγεται η βράβευση ενός ήδη καταξιωμένου και εύκολα «αφομοιώσιμου» συγγραφέα και προτιμάται ένας λιγότερο γνωστός ενώ άλλοτε συμβαίνει το αντίθετο.
Σωστά επισημαίνεται ότι με αυτή τη βράβευση αναγνωρίζεται ένα λογοτεχνικό είδος, δηλαδή η συγκέντρωση σε ένα βιβλίο εκατοντάδων προφορικών αφηγήσεων που αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Και τι θέματα είναι αυτά στα οποία έστρεψε την προσοχή της η συγγραφέας! Οι πολυάριθμες αυτοκτονίες κομμουνιστών μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, ή οι αναμνήσεις παιδιών από τον Β΄ Πόλεμο ή η κεραυνοβόλος μετάβαση από το σφυροδρέπανο στον καπιταλισμό. Η σύνθεση, το μοντάζ των αφηγήσεων δεν είναι ποτέ μηχανιστική και ουδέτερη. Οι μαρτυρίες των απλών ανθρώπων που παραδέρνουν στα κύματα της «μεγάλης ιστορίας» είναι πολύτιμες για την κατανόηση του πνεύματος μιας εποχής -και οι «εποχές» με τις οποίες έχει ασχοληθεί η Αλεξίεβιτς είναι ούτως ή άλλως συγκλονιστικές. Πώς γίνεται οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι χθες στήνονταν όλη νύχτα στην ουρά για να αγοράσουν μια ποιητική συλλογή της Αχμάτοβα, να κάνουν το ίδιο έξω από το πρώτο μοσχοβίτικο Μακντόναλντ;
Η Λευκορωσίδα συγγραφέας δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η μόνη που έχει υπηρετήσει αυτό το είδος, το «μυθιστόρημα φωνών», που συγγενεύει με το ρεπορτάζ και άδικα έχει χαρακτηριστεί παρακατιανό σε σχέση με την υψηλή λογοτεχνία. Στο νου μας έρχεται η Έλλη Παπαδημητρίου και το πολύτομο έργο της Κοινός λόγος, με προφορικές αφηγήσεις αφανών, απλών ανθρώπων του λαού που έζησαν ξεριζωμούς, πολέμους και κατατρεγμούς. Και συχνά χωρίς την πολυτέλεια του μαγνητόφωνου, μόνο με μολύβι και μπλοκάκι και σε μια εποχή που η «προφορική ιστορία» ήταν άγνωστη.
Δύσκολα η Αλεξίεβιτς θα βραβευόταν αν ήταν Παλαιστίνια: στα 115 χρόνια του θεσμού, μόνο ένας Άραβας έχει πάρει Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο αιγύπτιος Ναγκίμπ Μαχφούζ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η συγγραφέας «δεν αξίζει» το Νόμπελ. Ενδεχομένως να το αξίζει και με το παραπάνω. Όμως αυτή η βράβευση μπορεί να μη μας λέει πολλά για την ίδια τη συγγραφέα ή για το «είδος», λέει όμως πολλά για την εποχή μας.