του Γιώργου Λαουτάρη
Την παγίωση μιας φυσιογνωμίας που απομακρύνεται από τις ριζοσπαστικές παραδόσεις έφερε στην επιφάνεια η ανακοίνωση των ψηφοδελτίων της Λαϊκής Ενότητας. Όσο κι αν στα γραπτά ντοκουμέντα, τις συμφωνίες και τις διακηρύξεις της Λαϊκής Ενότητας μπορεί κανείς να διακρίνει επεξεργασίες που σπάνε το διαχειριστικό κέλυφος που χαρακτήριζε και φυσικά χαρακτηρίζει ακόμα τον ΣΥΡΙΖΑ, τα πρόσωπα γίνονται οι φορείς των ιδεών. Και η Λαϊκή Ενότητα δεν ξέφυγε από την πεπατημένη της κομματικής επετηρίδας, σε αυτή μάλιστα την εκλογική μάχη που δίνεται με λίστα και όχι σταυρό προτίμησης.
Όσες ευθύνες και αν επιρρίψει κανείς στον παραμορφωτικό φακό των ΜΜΕ, δεν παύει να ισχύει ότι η Λαϊκή Ενότητα έχει αρχηγοκεντρικά χαρακτηριστικά, ότι είναι εν ολίγοις «κόμμα Λαφαζάνη». Δεν είναι προφανώς τυχαίο ή άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι εκλόγιμες θέσεις των ψηφοδελτίων έχουν καταληφθεί από τους πρώην βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Ή ότι παρά τις συμμαχίες που έγιναν με οργανώσεις και στελέχη από άλλους χώρους της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, την εκπροσώπηση της ΛΑΕ στα ΜΜΕ και όχι μόνο έχει αναλάβει αποκλειστικά η παλιά φρουρά της Αριστερής Πλατφόρμας. Η μόνη εσωκομματική δημοκρατία της Λαϊκής Ενότητας είναι η κληρονομημένη δημοκρατία του παλιού Αριστερού Ρεύματος, ως τάσης εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Αλήθεια, ποιες «πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης», όπως τονίζεται στην Ιδρυτική Διακήρυξη, μπορούν να τελεσφορήσουν όταν ηγεσία και Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι εξαρχής δεδομένες;
Κι όλα αυτά δεν θα είχαν ιδιαίτερη σημασία, αν δεν αναδείκνυαν ένα πολιτικό πρόβλημα. Κι αυτό είναι η διπλή γλώσσα της Αριστερής Πλατφόρμας τότε (εντός ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή) αλλά και τώρα, στην αυτόνομη δηλαδή πλέον παρουσία της.
Η στρογγυλοποίηση των θέσεων της Λαϊκής Ενότητας είναι το βασικό ζήτημα. Στο πλατύ ακροατήριο, οι εκπρόσωποι του κόμματος υιοθετούν μια μετριοπαθή στάση ως προς το εύρος της απαιτούμενης ρήξης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. «Μπορεί και να χρειαστεί να βγούμε από το ευρώ», είναι το μότο των στελεχών της Λαϊκής Ενότητας, που νιώθουν άβολα όταν τους αποδίδουν το χαρακτηρισμό «κόμμα της δραχμής», ωστόσο αρνούνται να προχωρήσουν σε μια εις βάθος ανάλυση και συνεκτική θέση για το σημερινό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο σύνολό της, που είναι άκρως αντιδραστικός και αντιλαϊκός σε όλες του τις εκφάνσεις, και όχι μόνο στο ζήτημα του ενιαίου νομίσματος. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί το ότι στις διακηρύξεις της Λαϊκής Ενότητας υπάρχουν θετικές διαπιστώσεις και θέσεις. Τι από τα δύο όμως ισχύει; Το …λάιτ πρόγραμμα του δημόσιου λόγου ή το πλήρες πρόγραμμα των ντοκουμέντων;
Η φράση «έχουμε αντιμνημονιακή λύση» ίσως είναι αυτή που κυρίως χαρακτηρίζει την προεκλογική καμπάνια της ΛΑΕ. Μπορεί να δεχτεί κανείς ότι δύσκολα χωράει στα τηλεοπτικά σποτ των λίγων δευτερολέπτων μια εμβριθής ανάλυση της αναγκαίας για το λαό στροφής σε άλλες πολιτικές. Ωστόσο, με το να επενδύει κανείς αποκλειστικά στο αντιμνημονιακό αίσθημα του λαού εξουδετερώνει εκ των προτέρων τα όποια ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του νέου κόμματος, παγιδεύοντάς το στη «λάιτ» ρητορική. Επιπλέον, φανερώνει την αδυναμία ή την απροθυμία να κωδικοποιηθεί σε επίπεδο συνθημάτων μια τεκμηριωμένη αριστερή άποψη ρήξης.
Αλλά και η «παραγωγική ανασυγκρότηση» που ευαγγελίζεται ο Παναγιώτης Λαφαζάνης είναι ζήτημα με πολλές αναγνώσεις. Η «δημιουργία ενός σταθερού, κοινωνικά δίκαιου και αναδιανεμητικού φορολογικού συστήματος», που αναφέρεται για παράδειγμα στην Προγραμματική Διακήρυξη, είναι ένα από τα πολλά σημεία που αντιγράφουν το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του Αλέξη Τσίπρα, δηλαδή ένα πακέτο διαχειριστικών και μίνιμουμ σοσιαλδημοκρατικών αιτημάτων που, όπως έδειξε η πρόσφατη εμπειρία, είναι ουτοπία εντός των δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Λαϊκή Ενότητα είναι συνέχεια και ρήξη ταυτόχρονα με τον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Ένα ερώτημα είναι τι κρατά και τι αφήνει το νέο κόμμα από τη μέχρι σήμερα πορεία του ιστορικού αυτού ρεύματος που εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι τα ηγετικά στελέχη της Λαϊκής Ενότητας αποφεύγουν την αυτοκριτική για την πορεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τον ανασχηματισμό του Ιουλίου, ενισχύει τις υποψίες ότι η προγραμματική ατολμία του κόμματος δεν οφείλεται μόνο στην (υποτιθέμενη) ανάγκη να γίνει πιο ελκυστικό το κόμμα στους απροετοίμαστους για την αντικαπιταλιστική ρητορική εργαζόμενους. Οφείλεται επιπλέον στη ριζωμένη αντίληψη ότι όλα έβαιναν καλώς στην «πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς» μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας.
Η Λαϊκή Ενότητα είναι ένα κόμμα διαμαρτυρίας. Θυσίασε εξ αρχής τα ριζοσπαστικά και τολμηρά προγραμματικά στοιχεία που θα την καθιστούσαν μια μαχητική αριστερή αντιπολίτευση, προκειμένου να έχει μια βέβαιη είσοδο στη Βουλή. Η συνέχεια θα δείξει αν η επιλογή αυτή σφραγίσει οριστικά τη φυσιογνωμία της, αν θα την εξουδετερώσει η ρήξη με το συριζαϊκό παρελθόν, με τις συριζαϊκές πρακτικές.