γράφουν: Αντώνης Δραγανίγος
Παναγιώτης Μαυροειδής
Αν η μια όψη της άγριας μνημονιακής περιόδου είναι η κοινωνική κόλαση για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, την άλλη όψη συνθέτουν οι αλλαγές στην πολιτική διάταξη και το ρόλο των πολιτικών κομμάτων και δυνάμεων, που παίρνουν το χαρακτήρα χιονοστιβάδας. Τα αστικά κόμματα κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι με εντυπωσιακότερη την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 4% βρέθηκε στο 36% και την κυβέρνηση, για να γίνει ξανά χίλια κομμάτια μέσα στην πραγματικότητα της ήττας της πολιτικής στρατηγικής του για κατάργηση των μνημονίων μέσα στην ΕΕ και με ‘’διαπραγμάτευση’’, αλλά και λόγω της πραξικοπηματικής μετατροπής του «Όχι» σε «Ναι». Το ΚΚΕ από την ευκαιρία της μεγάλης δικαίωσης λόγω της διαχρονικής αντι-ΕΕ θέσης του, βρίσκεται απομονωμένο από τις ευρείες ριζοσπαστικές διαθέσεις και φαίνεται να πληρώνει ακριβά τη σχεδόν συστημική θέση του με το «Όχι στο Όχι» στο δημοψήφισμα και την άρνηση της άμεσης εξόδου από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Η συστημική ΔΗΜΑΡ βρέθηκε από την συμμετοχή στην κυβέρνηση και το 6% να κονιορτοποιείται. Αλλά και νεότευκτοι σχηματισμοί όπως το ΠΟΤΑΜΙ που ορκίζονται στο ‘’νέο’’, αποδεικνύονται ταχύτατα ως παλιατζούρα.
Θα κατανοήσουμε τη σημασία των εξελίξεων στο μέτωπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο βαθμό που λάβουμε υπόψη μας το σύνολο όλων αυτών των πολιτικών διεργασιών.
Το έδαφος που θέτει σε κρίση το σύνολο των πολιτικών κομμάτων και ρευμάτων, είναι ακριβώς η όξυνση και ο επιτακτικός χαρακτήρας της κοινωνικής διαπάλης. Πιο γυμνά από ποτέ στον πυρήνα της πολιτικής του κεφαλαίου είναι το ’’κοινωνικό ζήτημα’’, δηλαδή η συντριβή της εργατικής τάξης, η ριζική αλλαγή του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού υπέρ της αστικής πολιτικής.
Αν την κρίση στα αστικά και μικροαστικά κόμματα την πυροδοτεί η αδυναμία εξασφάλισης συναίνεσης και οικοδόμησης ‘’κοινωνικών συμβολαίων’’ υποταγής με στοιχειώδη ανταλλάγματα, ο κλυδωνισμός στα αριστερά, εργατικά και κομμουνιστικά ρεύματα είναι εξίσου ισχυρός αν και ανάστροφος: Δοκιμάζονται πάνω στην αναγκαιότητα μιας ανεξάρτητης εργατικής πολιτικής, που να μπορεί να κινηθεί ανταγωνιστικά, ηγεμονικά και νικηφόρα σε ένα δρόμο εξόδου και ανατροπής του καπιταλιστικού πλαισίου, σε ρήξη με το ίδιο το παρελθόν του κλασσικού ρεφορμισμού ή/και του αριστερίστικου βολέματος. Η επιλογή για αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και του προγράμματος ρήξης με το κεφάλαιο και την ΕΕ, είναι βαθύτερη κοινωνική αναγκαιότητα και αντιστοιχεί στην υπαρκτή ρηξιακή τάση μέσα στο εργατικό κίνημα, τη ριζοσπαστική νεολαία και το λαϊκό «Όχι». Αποτελεί δε -όχι άρνηση όπως πρόχειρα διατυπώνεται η κατηγορία- αλλά προϋπόθεση για μια μετωπική πολιτική αρχών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Στην πολιτική στιγμή που το ερώτημα «μέσα ή έξω από την ΕΕ» μπήκε μαζικά στην κοινωνία, μαζί με την καυτή πατάτα του «ρήξη ή όχι», είναι αναγκαία εκείνη η αριστερά που δε θα ακολουθήσει την τακτική της στρουθοκαμήλου και θα κοιτάξει τον ταξικό αντίπαλο στα μάτια.
Π.Δ
Για ένα πραγματικό μέτωπο ανατροπής
Από τον κύκλο των ερωτημάτων της νέας περιόδου δεν έμεινε αλώβητη και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ερωτήματα που εκτός των άλλων, πηγάζουν και απ’ το γεγονός ότι αντικειμενικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έρχεται να παίξει έναν αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο σε αυτή την περίοδο. Η αγωνιστική της στάση, η πλήρης ανεξαρτησία της από το σύστημα, η ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική φυσιογνωμία, η ενωτική τακτική και τέλος η συμβολή της στο «Όχι» του λαού είναι ό,τι πολυτιμότερο κουβαλάει στις αποσκευές της, στο ταξίδι της για την επόμενη μέρα.
Τα ερωτήματα που μπήκαν μπροστά της αμέσως μετά το δημοψήφισμα ήταν ισχυρά. Στις επιλογές που έγιναν συμπυκνώθηκαν βαθύτερες διαφορές και άλυτα προβλήματα που σταδιακά είχαν αναπτυχθεί και ωριμάσει το προηγούμενο χρονικό διάστημα, όπως φάνηκε και στην συζήτηση του Πανελλαδικού Συντονιστικού στις 30 Αυγούστου.
Το πρόβλημα εμφανίστηκε μπροστά μας με την μορφή της εκλογικής τακτικής. Ποια στάση θα έπρεπε να κρατήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι στην «νεότευκτη» Λαϊκή Ενότητα. Ή γενικότερα ποια στάση έπρεπε να κρατήσει η αντικαπιταλιστική / επαναστατική Αριστερά απέναντι στις αριστερές διασπάσεις του μεγάλου και βασικού ρεφορμιστικού ρεύματος -του ΣΥΡΙΖΑ- που μπήκε σε μια εκκωφαντική κρίση η οποία συνεχίζεται;
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ήδη από το δημοψήφισμα και μετά συνέβαλλε καθοριστικά στο να φτιαχτούν σε όλη την Ελλάδα οι «επιτροπές του Όχι» με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μαζική επιτροπή στην Αθήνα. Πήρε πρωτοβουλία για κοινή πολιτική παρέμβαση με κείμενο που τελικά υπέγραψαν τέσσερις οργανώσεις και συλλογικότητες της Αριστεράς. Και τέλος έκανε «ανοιχτό πολιτικό κάλεσμα» για πολιτική εκλογική συνεργασία προς τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς στις 20 Αυγούστου.
Όλο αυτό το «πλέγμα» των πρωτοβουλιών ήθελε να συμβάλλει ώστε να επιταχυνθεί η απόσχιση του αριστερού κόσμου από τον ΣΥΡΙΖΑ, να αναπτυχθούν συναγωνιστικές σχέσεις, δεσμοί και «χώροι» κοινής δράσης και διαλόγου, να επιδράσει στη συζήτηση για τα συμπεράσματα της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ, και στο μέτρο που αυτό θα ήταν δυνατόν, να υπάρξει και κοινή εκλογική παρέμβαση.
Φυσικά όλοι λέμε και αναγνωρίζουμε ότι για ένα επαναστατικό ρεύμα η όποια εκλογική τακτική δεν είναι αυτοσκοπός. Πρέπει να υποτάσσεται -με την σχετική της αυτοτέλεια- και να υπηρετεί τις πολιτικές επιδιώξεις και την συνολική τακτική στην περίοδο.
Ποιοι είναι λοιπόν οι βασικοί στόχοι για την περίοδο; Στηριγμένοι πάνω στην πείρα της εξάμηνης «διαπραγμάτευσης» και του δημοψηφίσματος, «πατώντας» πάνω στα ερωτήματα που μπήκαν μαζικά και στις πολιτικές απαντήσεις που σε ένα σημαντικό βαθμό δόθηκαν από πλατιά κομμάτια της κοινωνίας, επιδιώκουμε να συμβάλλουμε σε ένα επόμενο βήμα στην συγκρότηση των δυνάμεων που επιδιώκουν την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής (του «Όχι της ρήξης»). Αυτό σημαίνει βήματα τόσο στην κατεύθυνση του πόλου της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιΕΕ αριστεράς, όσο και την κατεύθυνση ενός πλατιού κοινωνικοπολιτικού μετώπου που παλεύει σε λογική ρήξης με το «μαύρο μέτωπο» κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ, τον πολιτικό και ταξικό αντίπαλο της περιόδου. Αυτόν τον στόχο έπρεπε να υπηρετεί και η εκλογική τακτική.
Τα συμπεράσματα και οι βασικές θέσεις της 6μηνης διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος είναι μάλλον προφανή. «Δεν γίνεται να καταργηθούν τα μνημόνια μέσα στο ευρώ και την ΕΕ». Να, ένα πρώτο ζήτημα που βοά στην λαϊκή συνείδηση και στάση. «Δεν υπάρχει πολιτική καλή και για τους εργάτες και για τους εργοδότες, και για τον λαό και για το μεγάλο κεφάλαιο και τους επιχειρηματικούς ομίλους». Να ένα δεύτερο συμπέρασμα που εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι το ζουν καθημερινά το πετσί τους. «Δεν φτάνει μια αριστερή κυβέρνηση για να αλλάξουν τα πράγματα χρειάζεται ρήξη με όλο το πλέγμα των κρατικών και ιμπεριαλιστικών μηχανισμών που αποτελούν την πραγματική εξουσία». «Δεν φτάνει πια ένα μέτωπο κατά του μνημονίου. Και ο ΣΥΡΙΖΑ μας είπε ότι για να εξασφαλιστεί η πλατύτητα θα ενωθούμε κατά του μνημονίου και όταν ήρθε η ώρα της αναμέτρησης με αυτούς που προωθούν το μνημόνιο επικαλέστηκε ότι δεν έχει εντολή ρήξης μαζί τους».
Αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι «ιδεολογικά». Είναι τα απόλυτα αναγκαία, απόλυτα κρίσιμα συμπεράσματα, που απορρέουν αβίαστα από την κατάσταση και που σε ένα σημαντικό βαθμό προσεγγίζονται από ένα πολύ ευρύτερο από την υπάρχουσα αντικαπιταλιστική αριστερά, κομμάτι αγωνιστών.
Όλη η κουβέντα με την ΛΑΕ με αφορμή τις εκλογές έδειξε ότι η πολιτική της πρόταση και η φυσιογνωμία που διαμορφώνει -οπωσδήποτε σε κίνηση και σε εξέλιξη- δεν κάνει την αναγκαία τομή σε σχέση με το πρόγραμμα και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που μας οδήγησε μέχρις εδώ. Πίσω στο «αντιμνημονιακό, πατριωτικό, δημοκρατικό μέτωπο», «έξοδος από το ευρώ -αν χρειαστεί- καιπαραμονή στην ΕΕ», αντιπαράθεση με τους «διαπλεκόμενους ολιγάρχες», παρά με το κεφάλαιο και την εκμετάλλευση, «ρεαλιστικό κοινωνικό πρόγραμμα» σε βαθμό …παρεξηγήσεως, επαναφορά του αριστερού κυβερνητισμού, συγκροτούν μια φυσιογνωμία η οποία περισσότερο καθηλώνει στα «προηγούμενα» τις πλούσιες ριζοσπαστικές αναζητήσεις της περιόδου παρά τις προωθεί.
Ποια είναι η βασική «συμμαχία» που έπρεπε να επιδιώξουμε; Είναι ακριβώς η «συμμαχία» με τις πλατιές πρωτοπόρες αναζητήσεις των εργαζόμενων και της νεολαίας, που τείνουν να «σπάσουν» το όριο της γραμμής του «καλού ΣΥΡΙΖΑ» και στρέφονται σε λογική αντικαπιταλιστικού και αντιΕΕ αγώνα. Εκεί, στις διεργασίες που εξελίσσονται «κάτω», πρέπει να είναι στραμμένο το βλέμμα και οι κινήσεις που γίνονται «πάνω». Αν οι συμμαχίες δεν συμβάλλουν στην συγκρότηση αυτής της πλατιάς πρωτοπόρας ζώνης, τότε δεν προωθούν την υπόθεσή μας.
Πρέπει κανείς να παλέψει πολύ για να πετύχει την ενότητα πάνω σε μια βάση ρήξης και ανατροπής με τις συνασπισμένες δυνάμεις του μαύρου μετώπου. Η εκ των προτέρων υποχώρηση στο περιεχόμενο και το όριο του δυνητικού σύμμαχου δεν αποτελεί «επίδραση», αλλά πολιτικοϊδεολογική προσχώρηση σε ένα άλλο ρεύμα. Βάζει τις βάσεις για την αφομοίωση και τελικά την διάλυση των όποιων ριζοσπαστικών στοιχείων μέσα στη κυρίαρχη ροή του ποταμιού. Αποτελεί μια τακτική τόσες πολλές φορές δοκιμασμένη και πάντα αποτυχημένη, που θα έπρεπε να έχει εκ των προτέρων απορριφτεί. Το δίλημμα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε δεν είναι αν «συμμαχούμε και με ρεφορμιστές ή αν επιδιώκουμε ένα ταυτοτικό πόλο των επαναστατών», όπως το έθεσαν ορισμένοι σύντροφοι από τις δυνάμεις που αποχώρησαν. Χρειαζόμαστε από τη μία ένα πολύ ισχυρό και διευρυμένο πόλο όλων των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής πάλης και της επαναστατικής προοπτικής. Χωρίς αυτή την συγκρότηση των πρωτοπόρων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων δεν θα είναι δυνατόν να ριζοσπαστικοποιούνται τα διαδοχικά κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που αναζητούν αριστερά. Και ταυτόχρονα παλεύουμε για ένα πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που συγκροτείται όχι σε λογική «αντιμνημονιακή» (όπως παλιότερα αντινεοφιλεύθερη) αλλά σε λογική σύγκρουσης με το κεφάλαιο, την ΕΕ, το ΔΝΤ. Που δεν αρνείται -πάλι- να θέσει το ερώτημα «ποιος-ποιον». Σε αυτή την προσπάθεια, φυσικά και επιδιώκουμε την συμμαχία με όλες εκείνες τις δυνάμεις που αν και έχουμε διαφορετική αντίληψη για την επανάσταση (άρα και ρεφορμιστικές) , συμφωνούμε ότι ο αντίπαλος είναι τα σύγχρονα τανκς του κεφαλαίου και η μπότα της ΕΕ και είναι αποφασισμένοι να τραβήξουν την μάχη και το «Όχι μέχρι το τέλος».
Και δεν θα είμαστε με εκείνες τις δυνάμεις που μας γυρίζουν πίσω στην διαχείριση, τον κυβερνητισμό και τον εξωραϊσμό της ΕΕ. Με την πολιτική και την ενωτική μας τακτική πρέπει να βοηθάμε να αναδεικνύεται και να βαθαίνει αυτή η διαφορά, όχι να κρύβεται και να συγκαλύπτεται κάτω από την γενική ηγεμονία ενός τουλάχιστον ανεπαρκούς πολιτικού προγράμματος. Η αριστερά δεν χωρίζεται σε «ταυτοτική» και «μετωπική». Η αριστερά χωρίζεται σε επαναστατική και ρεφορμιστική, σε ανατρεπτική και διαχειριστική. Αν καταργηθεί αυτή η θεμελιακή διάκριση τότε η «ενότητα» και το μέτωπο γίνονται στην πράξη αυτοσκοπός.
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά πρωτότυπη. Ο αριστερός κόσμος είναι σε τεράστια κίνηση και αναζήτηση. Όλες οι επιλογές μοιάζουν προσωρινές και υπό όρους. Οι περισσότεροι κοιτάνε την επόμενη μέρα. Η αποφασιστική ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι εκτός των άλλων και «διαβατήριο», για ένα νέο γύρο πρωτοβουλιών και οικοδόμησης προϋποθέσεων για ένα πραγματικό μέτωπο ανατροπής.
Α. Δ