του Λεωνίδα Βατικιώτη
Νέα δεδομένα δημιουργεί στην παγκόσμια οικονομία η κρίση που πλήττει τα κινέζικα χρηματιστήρια εδώ και λίγες ημέρες, οδηγώντας σε λιγότερο από έναν μήνα τις τιμές των μετοχών να χάσουν το ένα τρίτο της αξίας τους. Πρόκειται για κρίση πρωτοφανούς σφοδρότητας, όπως μαρτυρά η απόφαση από τις 7 Ιουλίου του 90% των 2.774 εισηγμένων εταιρειών να αναστείλουν την διαπραγμάτευση των μετοχών τους κι επίσης η εξαΰλωση αξίας ύψους 3,5 τρισ. δολ. Παρότι οι κινέζικες αρχές καταβάλλουν μια γιγαντιαία προσπάθεια για να ανακόψουν το κύμα πωλήσεων και ρευστοποίησης (με την ενεργοποίηση ακόμη και της κεντρικής τράπεζας που προβαίνει σε αγορές μετοχών) δεδομένου μάλιστα ότι διαθέτουν πολύ περισσότερα μέσα απ’ όσα έχουν άλλες καπιταλιστικές χώρες στα χέρια τους λόγω του ελέγχου που ασκεί το κράτος στην οικονομία, η πτώση των μετοχών δεν πρόκειται να ανακοπεί. Η «διόρθωση» θα συνεχιστεί, επειδή η φούσκα παραμένει ακόμη και τώρα σε δυσθεώρητα ύψη. Αρκεί να αναφερθεί πως οι τιμές των μετοχών, παρά την κατρακύλα, δεν έχουν πέσει παρά μόνο στα επίπεδα του Μαρτίου, ενώ παραμένουν ανατιμημένες σε ποσοστό 75% σε σχέση με ένα χρόνο πριν.
Οι συνέπειες ωστόσο ακόμη και τώρα, ακόμη κι αν δεν συνεχιστεί η πτώση, ενδέχεται να αποτελέσουν σημείο καμπής. Πρώτ’ απ’ όλα για την ίδια την Κίνα, που είναι η δεύτερη σε σημασία οικονομία παγκοσμίως. Η χρηματιστηριακή κρίση, πιθανότατα έκφραση υποκείμενης κρίσης όπως μαρτυρά η σοβαρή μείωση των ποσοστών μεγέθυνσης του ΑΕΠ (από 14,7% το 2007 σε 7,4% το 2014), αποκλείεται να μην πλήξει και την λεγόμενη πραγματική οικονομία της Κίνας που κατά τα ειωθότα αναζητούσε στη χρηματιστηριακή σφαίρα τα υπερκέρδη που στο παρελθόν πρόσφερε η ίδια η παραγωγή. Επομένως, η πτώση των τιμών των μετοχών αργά ή γρήγορα θα σηματοδοτήσει μια αναγκαστική προσγείωση στα κέρδη και τα μεγέθη του κινέζικου καπιταλισμού, παρότι μάλιστα η κεφαλαιοποίηση στην Κίνα ανέρχεται στο ένα τρίτο του ΑΕΠ, όταν ο κανόνας στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό θέλει την κεφαλαιοποίηση να είναι στο 100% του ΑΕΠ. Ανέπαφη δεν θα μείνει ούτε η οικονομική πολιτική της Κίνας, που θα δεχτεί επιπλέον πιέσεις στην κατεύθυνση της πλήρους φιλελευθεροποίησης.
Στην κινέζικη κοινωνία η χρηματιστηριακή κρίση προκαλεί μια αναδιανομή πλούτου από τα μεσαία στρώματα προς τα ανώτερα, λόγω του ότι το 80% των επενδυτών ήταν πολίτες, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου η μερίδα του λέοντος ελέγχεται από θεσμικούς επενδυτές κι επιχειρήσεις. Έτσι, ανακόπτεται απότομα η πορεία βελτίωσης της θέσης των μεσαίων στρωμάτων, την οποία ανέμενε όχι μόνο η κινέζικη αστική τάξη αλλά κι άλλες αστικές τάξεις.
Η διάψευση των ελπίδων γρήγορου πλουτισμού που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και οι απώλειες που ήδη μετρούν τα κινέζικα νοικοκυριά θα προκαλέσουν νέο πλήγμα στις κινέζικες εισαγωγές, επιταχύνοντας την πτώση που καταγράφτηκε τον Μάιο για έβδομο συνεχή μήνα, όταν οι εισαγωγές σε ετήσια βάση μειώθηκαν κατά 17,6%. Ο μεγάλος χαμένος αυτής της φτωχοποίησης θα είναι οι Ευρωπαίοι και δη οι Γερμανοί (κι όχι τόσο οι Αμερικανοί που εξακολουθούν να διατηρούν το προνόμιο της δικής τους αχανούς εσωτερικής αγοράς) οι οποίοι στα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα της Κίνας έβλεπαν εκείνη την καταναλωτική αγορά που στερούνται ολοένα και περισσότερο λόγω της επέκτασης της πολιτικής της λιτότητας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.