του Θανάση Σκαμνάκη
Αυτό μπορούμε και να το εκλάβουμε ως μοίρα. Ή και ως συμβολισμό της ζωής. Ψηφίσαμε «Όχι», πανηγυρίσαμε την Κυριακή το βράδυ μια νίκη που δεν μας χαρίστηκε – και που δεν είχαμε ποτέ πανηγυρίσει – κι από την άλλη μέρα το πρωί έπρεπε να ξαναβγούμε στους δρόμους με την ψυχή στο στόμα, για να υπερασπίσουμε το νόημα εκείνου που παλέψαμε, ψηφίσαμε αλλά δεν επιβλήθηκε. Δεν είναι που βγήκαν στα γνωστά κουτιά της δυστυχίας οι ποικίλοι εκφωνητές τρόμου να δώσουν δικό τους νόημα στο δικό μας μαρτύριο, είναι που οι πληρεξούσιοι εκπρόσωποι άρχισαν να ξαναβάζουν σε προκρούστειες κλίνες ευρωπαϊσμού το αίμα των ανθρώπων. Κι ακόμη χειρότερα, πως οι ιππότες της αποκάλυψης καβάλησαν τα άλογά τους και επιδράμουν στην επικράτεια και τις συνειδήσεις. Κραδαίνουν σπαθιά και απειλές, κάνουν θόρυβο νυχτερινού εφιάλτη, ασχημονούν πάνω σε ανυπεράσπιστα σώματα, διεκδικούν τη δικαιοσύνη του φόβου τους.
Εμείς συνεχίζουμε το τραγούδι από κει που το άφησε ο Μίκης Θεοδωράκης πριν το διακόψει ο Ρουβάς και οι κυρίες με τα βαρειά βραχιόλια στα Ηρώδεια. Στο νόημα της γεμάτης πλατείας. Τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα, όλο και πιο δύσκολα. Σε κάθε εκδοχή είναι δύσκολα. Και σε κάθε εκδοχή θα είμαστε πάλι στα κάγκελα, διεκδικώντας, παλεύοντας, απαιτώντας, από χειρότερες ή καλύτερες θέσεις, αλλά σε ασφαλώς καλύτερη κατάσταση.
Η καλύτερη κατάσταση δεν είναι μόνο τι ξεπεράσαμε εμείς αυτές τις ελάχιστες μέρες ενός χρόνου που διαρκεί πολύ, απλουστεύσεις, φοβίες, ηρωικές μοναχικές υπερηφάνειες και άλλα παρόμοια. Το κύριο είναι ότι δόθηκε συγκεκριμένη υπόσταση σε αυτό που όλοι επικαλούνται, αλλά συνήθως δεν ξέρουν σε τι ακριβώς συνίσταται. Την έννοια και την πραγματικότητα λαός. Απτός, συγκεκριμένος, καθημερινός. Ελαττωματικός και δύσπιστος, παραπληροφορημένος και μπερδεμένος, μεταμοντέρνα υπόσταση και κομματιασμένος, φοβισμένος και χειραγωγούμενος. Δεν μας ακούει. Δεν είναι ένας λαός που μας αξίζει. Γι’ αυτό κι εμείς δεν τον υποληπτόμαστε. Τον επικαλούμαστε ως ντοκουμέντο αλλά όχι ως ύλη. Τον λοιδορούμε που δεν μπορεί να αποφασίσει ό,τι κι εμείς. Δεν συμμεριζόμαστε τις απορίες του.
Αυτό λοιπόν το αντιφατικό και χύμα πράγμα, πήρε μια λάθος φωνή και την έκανε δικό του τραγούδι. Μας ξάφνιασε γιατί δεν ξέρουμε. Βγήκε στο Σύνταγμα τη μια μέρα και στην κάλπη την άλλη. Κι ακόμα κι όταν ψήφιζε «Ναι», ο λαός όχι οι άλλοι, έσερνε μαζί του την αγωνία και την προσδοκία του και την αχαμνάδα του και το θυμό του και το μίσος του και την ήττα του και τους αιώνες που βαραίνουν πάνω του και τις χαμένες γενιές κι όσα χαρούμενα δεν ήρθαν κι όσες υποσχέσεις δεν πραγματοποιήθηκαν κι όσες ευχές δεν ευοδώθηκαν κι όσους αγώνες έμειναν στη μέση. Κι είναι λαός κι αυτό.
Όπως κι αυτός που αντιστάθηκε και σήμερα φοβάται και διστάζει και κάνει πίσω. Και ζητάει μια συμφωνία όπως νάναι κι ας ψήφισε εχθές να τους γαμήσουμε. Και δεν έχει άλλη υπομονή, λέει, γιατί πίστεψε και δεν επιβεβαιώθηκε και ούτω καθεξής.
Αυτό είναι λαός. Και κάποια φορά πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε τα συγκεκριμένα κι όχι τις ιδέες στο κεφάλι μας.