του Παναγιώτη Μαυροειδή
το «έργο έχει ξεπεράσει τους σκηνοθέτες». Η αναμέτρηση για το ΝΑΙ ή ΌΧΙ μετατρέπεται στην πιο έντονη από ποτέ κοινωνική ταξική πόλωση.
Εκείνη τη στιγμή που ο πρωθυπουργός ανήγγειλε το δημοψήφισμα με το ερώτημα «Ναι ή όχι στην πρόταση των δανειστών», με πρόταση της κυβέρνησης προς το λαό να ψηφίσει υπέρ του όχι, αρκετός κόσμος στον ΣΥΡΙΖΑ αναθάρρησε: Να πού η ρήξη υπήρχε στην ατζέντα και –λογικά- υπάρχει ένα «σχέδιο β».
Η εξέλιξη των πραγμάτων διέψευσε αυτές τις προσδοκίες και αυτό έχει μεγάλες πολιτικές συνέπειες.
Πρώτα απ΄ όλα, στο επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής, o ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε τόσο διακηρυκτικά όσο και πρακτικά πολιτικά να δώσει ένα άρωμα ρήξης στην πρόταση για το δημοψήφισμα και ειδικότερα την παρότρυνση για το ΟΧΙ σε αυτό. Ας μην ξεχνάμε: Από την πρώτη στιγμή, μαζί με την αναγγελία του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση αιτήθηκε «μικρή» παράταση του προγράμματος, ενώ ξεκαθάρισε σαφώς ότι το επιζητούμενο ΟΧΙ δεν αποτελεί ρήξη αλλά διαπραγματευτικό χαρτί.
Φυσικά τα πράγματα πήραν άλλη δυναμική. Οι προτάσεις της κυβέρνησης πετάχτηκαν από τους εκπροσώπους της ευρωζώνης στον κάλαθο των αχρήστων, η προσφυγή στο δημοψήφισμα χαρακτηρίστηκε με αυτοκρατορική αλαζονεία …πρόκληση, το δε μισό ΟΧΙ στην πρόταση των δανειστών (η οποία όπως δήλωνε Ν. Παππάς απείχε ελάχιστα από αυτήν της κυβέρνησης, κατά τον Γιουνκέρ μάλιστα λιγότερο από 87 εκατ. ευρώ), ως κάλεσμα εξόδου από την ευρωζώνη.
Εκ των πραγμάτων η αντιπαράθεση αυτή σήκωσε τον πήχη. Οι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού κεφαλαίου έβαλαν στην ουσία πλώρη για ανοιχτή επέμβαση, για βίαιο και απροσχημάτιστο έλεγχο των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, ταπεινώνοντας την κυβέρνηση και κυρίως επιχειρώντας να τρομοκρατήσουν και να υποτάξουν τον ελληνικό λαό. Σε απίστευτα μικρό χρόνο δημιουργήθηκε μια ισχυρή κοινωνική ταξική πόλωση μέσα στην ελληνική κοινωνία, με τον κόσμο του κεφαλαίου, από τον ΣΕΒ μέχρι και τον τελευταίο εργοδότη, να τάσσεται αναφανδόν υπέρ του ΝΑΙ και να εκβιάζουν ανοιχτά τους εργαζόμενους.
Παρ’ όλα αυτά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δε συγχρονίστηκε στοιχειωδώς με αυτή την τάση, αλλά, αντίθετα, μέρα τη μέρα, έκανε βήματα προς της άλλη μεριά. Πολλοί περίμεναν ότι μετά την δήλωση της τρόικας ότι αποσύρουν από το τραπέζι τη συμφωνία που τίθεται σε κρίση στο δημοψήφισμα της Κυριακής, θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο. Δηλαδή ότι θα δήλωνε πως όλα ξεκινούν από μηδενική βάση, ότι το δικό του κείμενο-μνημόνιο των 47 σελίδων και των 8 δισ. αποτελεί παρελθόν και πως το μόνο που ισχύει είναι η λαϊκή εντολή των πρόσφατων εκλογών για κατάργηση των μνημονίων. Στην περίπτωση αυτή το ΌΧΙ θα είχε εξαφανίσει τον μεγαλύτερό του εχθρό, δηλαδή την απογοήτευση και το «κράτημα» ακόμη και στο κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, όταν γνωρίζει ότι την επομένη η συζήτηση από την πλευρά της κυβέρνησης θα είναι πάλι για κάποιο άγριο μνημόνιο. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έκανε αυτό, αλλά με υπογραφή του ίδιου του πρωθυπουργού έστειλε επιστολή αποδοχής της άθλιας πρότασης Γιουνκέρ, ζητώντας νέο πακέτο μνημόνιο δύο χρόνων με χειρότερους όρους από το υφιστάμενο, εκλιπαρώντας επιμέρους διαφοροποιήσεις και εξαιρέσεις, κυρίως σε ότι αφορά το ρυθμό εφαρμογής.
Η πολιτική στόχευση είναι κάτι από παραπάνω από σαφής: Η κυβέρνηση κονταίνει πολιτικά το ΟΧΙ, επιχειρεί να του αφαιρέσει προκαταβολικά και βίαια οποιαδήποτε ρηξιακή δυναμική, έτσι ώστε να έχει ελεύθερα τα χέρια της την επόμενη μέρα για ένα νέο γύρο διαπραγμάτευσης υποταγής. Ψαλιδίζει το ΟΧΙ τόσο απροσχημάτιστα, ωθώντας και ρισκάροντας ένα κατάμαυρο ΝΑΙ που θα μετέθετε την ευθύνη σε μια δήθεν ελεύθερη επιλογή του λαού που «δεν είχε διάθεση για ρήξη».
Απόρροια αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής στόχευσης είναι η πλήρης αδυναμία της κυβέρνησης να υπερασπίσει την ίδια την τακτική επιλογή της για το δημοψήφισμα. Από το αίσχος της εικόνας των συνταξιούχων στα ΑΤΜ να παίρνουν με το σταγονόμετρο τις συντάξεις έως τη μνημονιακή αθλιότητα «ενημέρωσης» που επικρατεί και στην ίδια την ΕΡΤ, δίνεται η εικόνα μιας κυβέρνησης που έχει χάσει τον έλεγχο.
Η πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποτελεί απότοκο της αποτυχίας και κατάρρευσης της πολιτικής στρατηγικής «ούτε ρήξη, ούτε υποταγή». Ο κόσμος συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο ότι απαιτείται ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Άλλωστε και αυτοί δεν χαρίστηκαν στον Αλ. Τσίπρα: Πέταξαν στα σκουπίδια την τελευταία του πρόταση και του ζήτησαν να αυτό-εξευτελιστεί με ακύρωση του δημοψηφίσματος ή με αλλαγή της στάσης του σε στήριξη του ΝΑΙ!
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απροσπέλαστα πολιτικά εμπόδια στο να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αναγκαίας ρήξης.
Πρώτο, είναι το γεγονός ότι κολυμπάει προγραμματικά στο ΝΑΙ, καθώς είναι σταθερά στη γραμμή του ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ, υπερασπίζοντας την ευρωζώνη με απίστευτο δογματισμό, που δεν έχουν ούτε οι βασικοί στυλοβάτες της. Και ευρωζώνη σημαίνει μνημόνια διαρκείας. Το στοιχείο αυτό, αποτελεί βασικό παράγοντα που καθορίζει το συνολικό του χαρακτήρα ως μικροαστική δύναμη αστικής διαχείρισης εντός του συστημικού πλαισίου.
Δεύτερο, ακόμη και αν σε ένα βαθμό και σε κάποιες στιγμές, ο ΣΥΡΙΖΑ αποκτά επαφή λόγω της εξαλλοσύνης της τρόικας με αντι-ΕΕ αισθήματα, τα εντάσσει και πάλι σε λογική διαλόγου και «διαπραγμάτευσης» και θεωρεί αδιανόητη μια λογική ρήξης και αναμέτρησης. Στοιχείο, δηλωτικό ενός αδιέξοδου μεταρρυθμισμού και αυταπατών για τομές χωρίς συνολική αντι-ΕΕ και αντικαπιταλιστική τομή.
Τρίτο, κάποια στιγμή θα ερχόταν η στιγμή της αλήθειας σε ότι αφορά την περιβόητη «πολυσυλλεκτικότητά» του κυβερνητικού κόμματος και πολύ περισσότερο της κυβέρνησης.
Η παρδαλή συνάθροιση ορφανών του Σημίτη και του ΓΑΠ δεν αποτελούσε ευφυή και ουδέτερη κίνηση για συλλογή ψήφων, αλλά παράγοντα επιπλέον πολιτικού ελέγχου, έτσι ώστε να παραμείνει αυστηρά η κυβέρνηση στα όρια του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι ΠΑΣΟΚογενείς του ΣΥΡΙΖΑ (Χρυσόγονος, Μητρόπουλος, Μάρδας, Σαγιάς κ.α), τάχτηκαν ανοιχτά κατά του δημοψηφίσματος και ειδικά ο πρώτος με γλοιώδη πολιτική δήλωση υποστήριξε την αναίρεση όλου του προεκλογικού προγράμματος του κόμματος, βλέποντας το φως το αληθινόν από τα ζεστά έδρανα της ευρωβουλής.
Διάφορα άλλα στελέχη «παρά τω προέδρω», πίεσαν ανοιχτά ή υπόγεια για κλείσιμο συμφωνίας με τους δανειστές (Δραγασάκης, Παπαδημούλης, Σταθάκης κ.α), όπως και ο επίσης ευρωβουλευτής Σ. Κούλογλου.
Σε ότι αφορά την στάση του βασικού πυρήνα της Αριστερής Πλατφόρμας, δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια διάθεση να αναλάβει στοιχειωδώς το βάρος μιας ριζοσπαστικής νοηματοδότησης του ΟΧΙ, εκτός από λίγες περιπτώσεις εργατικών στελεχών.
Από την άλλη, η κυβερνητική σύμπραξη με τους δεξιούς αντιμνημονιακούς ΑΝΕΛ, έβγαλε πάνω στην κρίση σοβαρότατα ζητήματα , καθώς ήδη τέσσερις βουλευτές κινούνται σε αποστασία με ρητή πολιτική διαφοροποίηση. Πονοκεφάλους δημιουργεί και η επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, που με χρησμούς τύπου Πυθίας, αφήνει μπηχτές κατά του «διχαστικού» δημοψηφίσματος και υπέρ του ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ.
Παρά όλα αυτά, το «έργο έχει ξεπεράσει τους σκηνοθέτες». Η αναμέτρηση για το ΝΑΙ ή ΌΧΙ μετατρέπεται στην πιο έντονη από ποτέ κοινωνική ταξική πόλωση. Είναι σαφές πως το ΝΑΙ έχει μια μεγάλη συνεκτικότητα, καθώς υπάρχει μια σαφής αστική ηγεμονία, αλλά και επειδή ακριβώς είναι η συμμαχία, το «κόμμα» της πραγματικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα και όχι απλά τα φερέφωνα των δανειστών. Στην αντίπερα όχθη, το εργατικό ΝΑΙ, με την έννοια της εργατικής πολιτικής ασφαλώς υπάρχει σε πολύ μικρό βαθμό, με καθοριστικές τις ευθύνες της διαχειριστικής συστημικής αριστεράς αλλά και το ιστορικό λάθος του ΚΚΕ να κρατήσει «άκυρη» στάση, με κύριο μάλιστα μέτωπο στο ΟΧΙ. Ο εργατόκοσμος παρ’ όλα αυτά με ταξική διαίσθηση πολώνεται στο ΟΧΙ και δίνει την μάχη και το αποτέλεσμα της Κυριακής μπορεί να είναι νικηφόρο.
Το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και το σύνολο των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν πάρει σε μεγάλο βαθμό πάνω τους την υπόθεση ενός εργατικού, λαϊκού, αντι-ΕΕ έγκυρου ΟΧΙ, κόντρα σε κάθε μνημόνιο. Το σπουδαιότερο είναι ότι έχει τεθεί το ζήτημα ενός ευρύτερου και βαθύτερου μετώπου ανατροπής του νέου γύρου κοινωνικής καταστροφής και εργατικής γενοκτονίας που ετοιμάζουν ευρωπαϊκό κεφάλαιο και αστική τάξη στην Ελλάδα. Σε αυτό το μέτωπο καλούνται να συμβάλλουν στην πράξη το σύνολο των δυνάμεων της κομμουνιστικής αριστεράς, με διαφοροποίηση από την διαχειριστική και ηττοπαθή λογική των ηγεσιών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.