Για να βαδίσουμε με την εποχή μας χρειάζεται να κατανοήσουμε βαθύτερα ότι πυρήνας όλων των προβλημάτων της είναι το «κοινωνικό ζήτημα», οι νέες μορφές εκμετάλλευσης, η σχέση μισθών – κερδών και οι σχέσεις ιδιοκτησίας.
του Κώστα Μάρκου
Στις δυο και κάτι εβδομάδες που πέρασαν από την αναγγελία του δημοψηφίσματος, επανεμφανίστηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας, μετά το εξεγερτικό δίχρονο 2010 – ’12, όλες οι βαθύτερες επαναστατικές και αντεπαναστατικές τάσεις της εποχής μας.
Από τη μια, η εργατική, λαϊκή και νεανική οξύτατη και ανυποχώρητη απαιτητικότητα για δουλειά, ψωμί, παιδεία, δημοκρατία και ελευθερία. Η ανάγκη να βγουν οι ευρύτερες εργαζόμενες μάζες από τον κολασμένο κύκλο όπου δεσπόζει η απόλυτη εξαθλίωση, λόγω της ιστορικής δομικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που με την κινεζική χρηματιστηριακή κρίση βρίσκεται μπροστά σε ένα δεύτερο κραχ.
Από την άλλη, η αστική, εξίσου οξύτατη και ανυποχώρητη ανάγκη για ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους, για σφετερισμό απλήρωτου και ολοένα και πιο μακρού εργάσιμου χρόνου, για κατάκτηση ή προάσπιση αγορών από τον ανελέητο ανταγωνισμό, για συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας, που συνοδεύονται από τον αντιδημοκρατικό ολοκληρωτισμό, τον πολιτιστικό μιντιακό εκβαρβαρισμό και τη βαθύτερη ένταξη και εξάρτηση από τον ευρωπαϊκό και διεθνή ιμπεριαλισμό.
Αυτές οι δυο τάσεις εμφανίστηκαν με όλα τα όπλα τους, σαν απειλή περισσότερο, παρά σαν πράξη: το «έθνος των εργαζόμενων», με την αποφασιστικότητα και το δημοκρατισμό της αίσθησης της πλειοψηφίας του, με την ενωτική μετωπική δυναμική που τροφοδοτείται από αυτή την αίσθηση. Με τον εργατικό λαϊκό πολιτισμό των ποιητών, των τραγουδιών, της ιστορίας και του δίκιου και, πάνω από όλα, με την παρέμβαση του «δρόμου», της μεγαλειώδους συγκέντρωσης.
Το «έθνος της αστικής τάξης» εμφανίστηκε έχοντας γνώση της μειοψηφίας του και για αυτό με το όπλο της οικονομικής δύναμης και της μιντιακής τρομοκρατίας, με τη δημιουργία του δικού του μετώπου αλλά και με τη διάσπαση του αντίπαλου πλειοψηφικού δυνάμει μετώπου, με τον πλαστικό πολιτισμό του ντι τζέι και, στις κρίσιμες στιγμές μετά το δημοψήφισμα, με το όπλο της αστυνομικής «άσκησης για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναταραχών», όπως διέταξε ο «Πινοτσέτ» του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Γ. Πανούσης.
Αυτές οι σκληρές αντιθέσεις της εποχής μας, έθεσαν σε σκληρή δοκιμασία την μισοαστική κυβέρνηση και ειδικά τον μικροαστικό ΣΥΡΙΖΑ. Η ιστορία εξέθεσε ανεπανόρθωτα τη στρατηγική ενός μεταρρυθμιστικού «σοσιαλισμού» χωρίς επανάσταση, την τακτική της αριστερής κατάκτησης της κυβέρνησης «χωρίς να κατακτήσουμε την εξουσία», χωρίς έστω «δυαδική εξουσία» και, κυρίως, χωρίς συνειδητό, οργανωμένο και ταξικό εργατικό λαϊκό κίνημα. Έτσι, η μικροαστική αυταπάτη να είσαι «και με τον εργάτη και με το κεφάλαιο», που μεταφράστηκε στο μετεκλογικό σύνθημα «ούτε ρήξη – ούτε υποταγή», η «γουίν – γουίν» κατάληξη της περίφημης «σκληρής διαπραγμάτευσης» μεταμορφώθηκαν σε μια πρώτη εξευτελιστική ήττα και σε μια πορεία κατάρρευσης ολόκληρου αυτού του σχεδίου, στις επόμενες μέρες και μήνες. Ο παροξυσμός όλων των αντιθέσεων είναι η αιτία της οβιδιακής μεταμόρφωσης του πρωθυπουργικού «Όχι» σε «Ναι», μέσα σε λίγες ώρες.
Σημαίνει αυτή η ήττα και κατάρρευση του «σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ», ήττα και κατάρρευση όλης της Αριστεράς, όπως είπε ο Μιχαλολιάκος στη Βουλή; Όχι και πάλι όχι. Πρόκειται για την ήττα και κατάρρευση ενός συγκεκριμένου αριστερού ρεφορμιστικού και διαχειριστικού σχεδίου, μιας συγκεκριμένης ελληνικής, συντηρητικής παραλλαγής του. Η λατινική, πιο ριζοσπαστική παραλλαγή αυτής της στρατηγικής και τακτικής από την οποία πρέπει φυσικά να διδαχτούμε, έδωσε κάποια, όχι αμελητέα, θετικά δείγματα γραφής, αλλά δοκιμάσθηκε σε άλλες τοπικές και ηπειρωτικές συνθήκες. Πάνω από όλα, πριν τη βαθύτατη, ιστορική και δομική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι σκληρές αντιθέσεις της εποχής μας εξέθεσαν και τη στρατηγική του ΚΚΕ, για έναν σοσιαλισμό όπου «η εργατική τάξη και ο λαός θα πάρουν την εξουσία για να την παραδώσουν στο κόμμα». Αυτή η συγκεκριμένη ελληνική παραλλαγή του ταξικού εκφυλισμού της σοβιετικής εξουσίας, μαζί με την ταύτιση της τακτικής με τη στρατηγική, οδήγησε στην απώλεια της ιστορικής συναίσθησης, σε υποτίμηση των αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, σε εχθρότητα με την πλατιά και ασταθή εργατική λαϊκή βάση του, σε αναγόρευση του «οπορτουνισμού» σε κύριο εχθρό κι ας δυναμώσει ο ταξικός αντίπαλος, όπως το 1989. Οδήγησε στο «λάθος», σε μια «ακύρωση» της δυνατότητας ενός μετώπου του «όχι σε όλα και μέχρι το τέλος», στην κάλπη και κυρίως στο εργοστάσιο, την επιχείρηση, τις γειτονιές και τις σχολές. Οδήγησε ταυτόχρονα σε μια φοβισμένη απόρριψη του διλήμματος «ναι ή ρήξη με το ευρώ».
Σημαίνει η κατάρρευση του «σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ» και η κρίση της στρατηγικής του ΚΚΕ «επιβεβαίωση» του μέχρι τώρα προγράμματος στρατηγικής και τακτικής της ελληνικής κομμουνιστικής, επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς; Όχι, δεν σημαίνει αυτόματα κάτι τέτοιο. Τίποτε δεν επιβεβαιώνεται εάν δεν «εγκριθεί» από ευρύτερες μάζες. Ο δρόμος, όμως, ανοίγει, οι χειροπιαστές δυνατότητες για την επαναστατική κομμουνιστική Αριστερά επανεμφανίζονται με καθαρότερη μορφή και σε ανώτερο επίπεδο. Τώρα μπορούμε και πρέπει να βαδίσουμε πιο σταθερά με το βηματισμό της νέας εποχής για το «κόμμα, μέτωπο και κίνημα» αυτής της εποχής.
Για να γίνει αυτό χρειάζεται ένας διαρκής στρατηγικός επανεξοπλισμός. Μόνο με μια «μοντέρνα» στρατηγική για την επανάσταση και τον κομμουνισμό μπορεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα να ανατρέψει την αστική μνημονιακή επέλαση και να επιβάλει κατακτήσεις στο άγριο κεφάλαιο της κρίσης. Ωστόσο, όσο κι αν το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» αγκαλιάζει την εποχή μας, θα ήταν αβάσταχτη κομματική ελαφρότητα να μεταφραστεί σε άμεση τακτική. Αυτό που θεωρητικά κατανοούν οι πρωτοπορίες, οι μάζες το κατακτούν με την εμπειρία τους. Οι μάζες οδηγούνται στην επανάσταση μέσα από τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδα της πάλης για «εργατικές αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις». Εδώ βρίσκεται η καρδιά της επαναστατικής τακτικής και η όποια αλήθεια περιέχει η γραμμή του «μεταβατικού προγράμματος αντικαπιταλιστικής ανατροπής».
Για να βαδίσουμε με την εποχή μας χρειάζεται να κατανοήσουμε βαθύτερα ότι πυρήνας όλων των προβλημάτων της είναι το «κοινωνικό ζήτημα», οι νέες μορφές εκμετάλλευσης, η σχέση μισθών – κερδών και οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τόσο το «δημοκρατικό» και «πολιτισμικό», όσο και το «εθνικό ζήτημα» συνδέονται όλο και περισσότερο με τη «λιτότητα». Η μάχη για την υπεράσπιση του δημοκρατικού δημοψηφίσματος και του «Όχι» δεν θα ήταν τόσο αποφασιστική εάν δεν συνδεόταν αντικειμενικά με την εξαθλίωση, με την ανεργία και τη φτώχεια. Και η πάλη για τη δημοκρατική λαϊκή κυριαρχία δεν θα συνδεόταν τόσο στενά με την εθνική ανεξαρτησία, εάν δεν εμφανιζόταν το ευρώ και η ΕΕ ως διαβατήριο για την αιώνια λιτότητα, την εκμετάλλευση και την αποπληρωμή του χρέους.
Λαϊκή συσπείρωση του «Όχι σε όλα»
Με τη χθεσινή ψηφοφορία στη Βουλή, άρχισε να κλείνει ο κύκλος της «αριστερής παρένθεσης». Εάν δεν ανατραπεί, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα μεταλλαχθεί σε αντιλαϊκή αριστεροφιλελεύθερη κυβέρνηση. Οι εξελίξεις θα είναι πυκνές. Η επαναστατική κομμουνιστική Αριστερά και όλες οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις και ρεύματα έχουν μπροστά τους δυο επείγοντα καθήκοντα. Το πρώτο είναι να εμπνεύσουν αισιοδοξία, δίνοντας βαθύτερη θεωρητική και πολιτική ερμηνεία για τις ψυχολογικά οδυνηρές μεταμορφώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο είναι η πλατιά, μετωπική, εργατική και λαϊκή συσπείρωση του «Όχι σε όλα» για να ανατρέψει το τρίτο μνημόνιο, για να οργανώσει τη λαϊκή αυτοάμυνα και αντεπίθεση στον επερχόμενο ρεβανσισμό του κεφαλαίου και της ΕΕ, πιθανόν και της Χρυσής Αυγής, πρώτα από όλα στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις, ειδικά με τη νέα βουτιά στην ύφεση. Σε αυτή τη συσπείρωση «χωρούν» όλες οι δυνάμεις της βάσης, του κόμματος και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που σπάνε ή τείνουν να σπάσουν την «κοματική πειθαρχία» στο ευρώ και την ΕΕ. «Χωρούν» χωρίς δεύτερη συζήτηση, όλες οι δυνάμεις του ΚΚΕ, παρά το τραγικό λάθος της ηγεσίας τους.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται, με σκέψη αλλά κυρίως με τόλμη, να γίνουν αποφασιστικά βήματα, τόσο στην υπόθεση ενός μαζικού μετώπου – πόλου της αντικαπιταλιστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς, όσο και στην υπόθεση της συσπείρωσης των δυνάμεων για ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας. Το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, η νΚΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΜΑΡΣ και όλες οι άλλες δυνάμεις της ανατροπής, στάθηκαν σωστά απέναντι στις προηγούμενες άμεσες προκλήσεις. Με ανεβασμένο κύρος, με αίσθηση των ιστορικών ευθυνών, χωρίς έπαρση, με αισιοδοξία και μαχόμενη αυτοκριτική, μπορούν όλες μαζί και κάθε μια χωριστά, να υπερβούν το στενό «κομματικό συμφέρον» και τον εαυτό τους προς τα πάνω. Για να σηκωθούμε όλοι, πρώτα από όλα οι εργαζόμενοι και η νεολαία, λίγο ψηλότερα.