του Παναγιώτη Σωτήρη
Το αδιέξοδο στη στάση της ελληνικής κυβέρνησης είναι προφανές. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει κάνει απαράδεκτες υποχωρήσεις, έχει αποδεχθεί την μνημονιακή λογική, τη λιτότητα και τους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και την αύξηση των έμμεσων φόρων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Από την άλλη, όλα αυτά δεν είναι αρκετά για την Τρόικα, που απαιτεί την πλήρη ταπείνωση και βάζει ακόμη πιο εκβιαστικούς όρους. Όμως, μικρή σημασία έχει εάν θα ολοκληρωθούν τώρα οι διαπραγματεύσεις με μια ακόμη ταπεινωτική υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης ή εάν θα χρειαστεί να περάσουμε, κατά το παράδειγμα της Κύπρου, από τη φάση του «ατυχήματος», για να εκβιαστεί η κυβέρνηση να υπογράψει. Το πρόβλημα είναι ότι πλήρως εγκλωβισμένη στη λογικά ενός καταναγκαστικού ευρωπαϊσμού η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί ακόμη και να σκεφτεί τη λογική της ρήξης με το ευρώ και τις ευρωπαϊκές συνθήκες, σπρώχνοντας αντικειμενικά τα πράγματα προς τη συμμόρφωση.
Για τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΜΑΡΣ η πρόκληση δεν είναι απλώς να καταγγείλουν την κυβέρνηση και τη δεξιά στροφή της για να «διαλυθούν οι αυταπάτες του κόσμου για το ΣΥΡΙΖΑ», γιατί αυτό παραβλέπει ότι αυτό που ζητούν τα λαϊκά στρώματα είναι απαντήσεις για το εάν μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς και να υπάρξει η αναγκαία «τεχνική της ρήξης». Κάτι τέτοιο είναι ριζικά αντίθετο σε μια πρακτική όπως αυτή του ΚΚΕ, που σήμερα κάνει κριτική στην κυβέρνηση από τη σκοπιά της δική του ηττοπαθούς απαξίωσης του εργατικού και λαϊκού ξεσηκωμού των προηγούμενων ετών και της λογικής ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει».
Η πραγματική πρόκληση είναι να προβληθεί τώρα πειστικά εκείνη η κατεύθυνση που δείχνει ότι η ρήξη είναι εφικτή και ότι δεν κλείνει το «παράθυρο ιστορικής ευκαιρίας» που ο ίδιος ο λαϊκός ξεσηκωμός άνοιξε: με στάση πληρωμών στο χρέος, με απαίτηση για «μονομερείς ενέργειες» που να κατοχυρώνουν τα λαϊκά συμφέροντα, με δημόσιο κοινωνικό έλεγχο της κεντρικής τράπεζας και του τραπεζικού συστήματος, με έξοδο από την ευρωζώνη και ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, με στρατηγική αποδέσμευσης από ΕΕ και ΝΑΤΟ, με πάλη για την παραγωγική ανασυγκρότηση με βάση την εμπειρία και τους πειραματισμούς και του ίδιου του κινήματος. Με μια τέτοια κατεύθυνση, όντως σήμερα μια κυβέρνηση, που θα εκπροσωπούσε τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα και θα στηριζόταν σε ένα ρωμαλέο και αυτόνομο εργατικό και λαϊκό κίνημα, θα μπορούσε, απέναντι στους εκβιασμούς των δανειστών, να ανακτήσει την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία και να ξεκινήσει μια πορεία μετασχηματισμού σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Αυτό απαιτεί να ανοίξουμε τη συζήτηση για την επαναστατική στρατηγική σήμερα, για τα ζητήματα του κράτους, της εξουσίας και της ηγεμονίας. Όσο δεν αποτελεί απάντηση ο καταναγκαστικός ευρωπαϊσμός και κυβερνητισμός που συμπυκνώνει την αστική και μικροαστική ηγεμονία μέσα στη ρεφορμιστική Αριστερά, άλλο τόσο δεν δίνει προοπτική ο φοβικός αριστερισμός που στο όνομα ενός φαντασιακού «Οκτώβρη» αρνείται να ξεφύγει από τα όρια ενός αντικαπιταλιστικού βερμπαλισμού που δεν μετασχηματίζεται σε γραμμή μαζών.
Όμως, αυτό απαιτεί και μια άλλη κατάσταση μέσα στη ριζοσπαστική κι αντικαπιταλιστική Αριστερά. Δεν μπορούμε πια να μετράμε την πολιτική μας απήχηση σε στρατολογήσεις φοιτητών, ψήφους σε συλλόγους, εισιτήρια σε φεστιβάλ, αλλά στο εάν κατορθώνουμε να αλλάζουμε πραγματικά συσχετισμούς. Ούτε ωφελεί να ξεχνούμε την αυτοκριτική και να μην κοιτάζουμε κατάματα το γεγονός ότι η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά παρά την τεράστια συνεισφορά της στους αγώνες βρίσκεται σε στρατηγική κρίση.
Απέναντι στη λογική των μετώπων γύρω από ιστορικές ταυτότητες, την οργανωτική σκλήρυνση, τη λογική των μηχανισμών, χρειάζεται να ξαναδούμε το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο ως διαδικασία ανοιχτή, βαθιά δημοκρατική, πειραματική, ως τη συνάντηση ανάμεσα σε κοινωνικές δυναμικές και πολιτικές κατευθύνσεις, ως την «καταστατική διαδικασία» για την επανίδρυση της Αριστεράς ως δύναμης ρήξης και ανατροπής. Γι’ αυτό το λόγο και η πορεία προς το αναγκαίο μέτωπο της Αριστεράς του άλλου δρόμου, δεν μπορεί να περιοριστεί στον αυτονόητο μετασχηματισμό της συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ σε κοινό μέτωπο, αλλά πρέπει να προσπαθήσει να συμπεριλάβει το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων που η συγκυρία απελευθερώνει, συμπεριλαμβανομένων και των φωνών που αντιδρούν στη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και τη σεχταριστική αναδίπλωση του ΚΚΕ. Με έμφαση όχι στην τυπική «γεωμετρία» αλλά στην πολιτική ουσία και τη συμφωνία στο αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα.
Η σημερινή συγκυρία που συνδυάζει την οργή για τους δανειστές, την υποχωρητικότητα της κυβέρνησης, την απογοήτευση και την ελπίδα, αλλά και την ανάγκη μαζικής κινητοποίησης απέναντι στη μνημονιακή πολιτική, σημαίνει ότι μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να συναντηθεί με πραγματικές αναζητήσεις και αγωνίες. Αρκεί και εμείς να αποφασίσουμε ότι θέλουμε να σταματήσουμε να χάνουμε ιστορικές ευκαιρίες.