Το σημαντικότερο συμπέρασμα των εκλογών ήταν ότι η ιταλική Δεξιά παραδίδεται σταδιακά στη φασίζουσα Ακροδεξιά της Λέγκας του Βορρά. Ο επικεφαλής της παράταξης Ματέο Σαλβίνι, που φιλοδοξεί να αποτελέσει τη Μαρίν Λεπέν της Ιταλίας, επιδόθηκε σε ένα κρεσέντο ξενοφοβίας και ρατσισμού την περίοδο πριν από τις εκλογές.
του Άρη Χατζηστεφάνου
Σαν μια Θάτσερ σε λάθος κόμμα και πιθανότατα σε λάθος χώρα παρουσίαζε τον ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι ο Εκόνομιστ, ύστερα από τις τοπικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 31 Μαΐου, ψαλιδίζοντας σημαντικά τη δύναμη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος. Το σχόλιο ήταν φυσικά «θετικό» από την πλευρά του βρετανικού περιοδικού και αφορούσε τη «φιλοεπειχειρηματική», όπως την χαρακτήριζε, στάση του Ρέντσι αλλά και την αυταρχική πειθαρχία που έχει επιβάλει στο κόμμα και την κυβέρνηση. Αυτές ακριβώς οι «αρετές» όμως, τις οποίες εντόπιζε ο Εκόνομιστ, φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να ενοχλούν του ιταλούς ψηφοφόρους.
Παρά το γεγονός ότι το Δημοκρατικό Κόμμα διατήρησε την πρώτη θέση στις περιφερειακές εκλογές, είδε το συνολικό ποσοστό του να κατρακυλά στο 31% – από το 40% των ψήφων που είχε συγκεντρώσει στις ευρωεκλογές. Έχοντας χάσει σχεδόν μισό εκατομμύριο ψήφους και κερδίζοντας με δυσκολία ακόμη και ορισμένα παραδοσιακά προπύργια της παράταξής του, ο Ρέντσι βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με το φάντασμα της Δεξιάς του Μπερλουσκόνι αλλά και με τη μεταφασιστική Ακροδεξιά της Λέγκας του Βορρά.
Ενδεικτικό των νέων τάσεων ήταν το αποτέλεσμα σε συγκεκριμένες επαρχίες, όπως αυτή της Λιγουρίας (όπου βρίσκεται και το λιμάνι της Γένοβας), η οποία βιώνει άμεσα τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού που επιφέρει η αντιλαϊκή πολιτική του Ρέντσι. Τα τεράστια ποσοστά ανεργίας των νέων και η ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου μισθωτών και συνταξιούχων έσπρωξαν τους ψηφοφόρους, που παραδοσιακά στήριζαν κομμουνιστές υποψηφίους, μακριά από το Δημοκρατικό Κόμμα. Το αποτέλεσμα ήταν η περιοχή να περάσει στα χέρια του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, που συγκέντρωσε το 34% των ψήφων.
Το βασικό μήνυμα προς την κυβέρνηση πάντως στάλθηκε μέσω της τεράστιας αποχής από τις κάλπες. Σχεδόν ένας στους δυο ψηφοφόρους δεν προσήλθε στις κάλπες ρίχνοντας τη συμμετοχή στο 53,9%, από το 64,13% που είχε σημειωθεί στις αντίστοιχες περιφερειακές εκλογές του 2010.
Το λαϊκιστικό κόμμα του Μπέπε Γκρίλο βρέθηκε στη δεύτερη θέση, ενώ σε περιφέρειες όπως η Λιγουρία, η Απουλία και η Καμπανία αποτέλεσε το κόμμα με τη μεγαλύτερη άνοδο.
Ίσως το σημαντικότερο συμπέρασμα των εκλογών όμως ήταν ότι η ιταλική Δεξιά παραδίδεται σταδιακά στη φασίζουσα ακροδεξιά της Λέγκας του Βορρά. Ο επικεφαλής της παράταξης Ματέο Σαλβίνι, που φιλοδοξεί να αποτελέσει τη Μαρίν Λεπέν της Ιταλίας, επιδόθηκε σε ένα κρεσέντο ξενοφοβίας και ρατσισμού την περίοδο πριν από τις εκλογές. Ζητώντας μεταξύ άλλων να ισοπεδωθούν καταυλισμοί τωνΡομά και προτείνοντας ουσιαστικά ανοιχτό πόλεμο με τους παράτυπους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ο Σαλβίνι ωθεί τις απόψεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στα άκρα διεκδικώντας να αποσπάσει για την παράταξή του τους ψηφοφόρους του ιταλού πρώην πρωθυπουργού. Σε αυτό το πνεύμα εντάσσονται και οι συνεχείς επιθέσεις που εξαπολύει εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα του ενιαίου νομίσματος. Ο Μπερλουσκόνι (και σε μικρότερο βαθμό ο Μπέπε Γκρίλο) είχε καταφέρει να εκφράσει τη δυσφορία μεγάλου τμήματος της ιταλικής αστικής τάξης απέναντι στην οικονομική παντοκρατορία του Βερολίνου αλλά και στις στρεβλώσεις που προκαλεί στην ιταλική οικονομία η λειτουργία της ευρωζώνης. Καθώς η ιταλική Αριστερά δεν κατάφερε να εκφράσει την αντίστοιχη οργή των πολιτών για τις επιπτώσεις του ευρώ στην καθημερινότητά τους, η Ακροδεξιά έρχεται να καλύψει το κενό ενός γνήσιου ευρωσκεπτικισμού συνδέοντάς τον δυστυχώς με εθνικιστικές και ρατσιστικές κορόνες.
Έτσι η Λέγκα του Βορρά σημείωσε σημαντική αύξηση σε αρκετές περιφέρειες, ενώ στο παραδοσιακό της προπύργιο του Βένετο εξασφάλισε περίπου μια στις δυο ψήφους.
Η μόνη αντίρροπη δύναμη στη μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά σημειώθηκε στη Λιγουρία όπου το ψηφοδέλτιο του Δικτύου στα Αριστερά συγκέντρωσε περίπου το 10% των ψήφων. Με επικεφαλής τον Πίπο Σιβάτι, ο οποίος προέρχεται από την Κομμουνιστική Επανίδρυση και διατηρεί ισχυρές διασυνδέσεις με συνδικάτα, το Δίκτυο στα Αριστερά παρουσιάζεται από διεθνή μέσα ενημέρωσης (και συχνά και από τα ίδια του τα μέλη) σαν ο «ΣΥΡΙΖΑ της Ιταλίας». Ουσιαστικά τα μέλη του, τα οποία στην πλειονότητά τους προέρχονται από το Δημοκρατικό Κόμμα, επιχειρούν να διαχωρίσουν τη θέση τους καθώς ο Ρέντσι κλιμακώνει την επίθεσή του στα λαϊκά στρώματα.
Παρά το σαφές μήνυμα που έλαβε από τις κάλπες, ο Ρέντσι αναμένεται να συνεχίσει ακάθεκτος την πολιτική λιτότητας, ενώ θα σκληρύνει τη στάση του και στο μεταναστευτικό, καθώς η Ιταλία θα αποτελέσει την πρώτη γραμμή των πολεμικών επιχειρήσεων που ετοιμάζει η ΕΕ απέναντι στη Λιβύη, με πρόσχημα τον έλεγχο των λαθρεμπόρων.
Παρά το γεγονός ότι το πρώτο τρίμηνο του 2015 η Ιταλία εξήλθε, έστω και οριακά, από την πλέον μακροχρόνια ύφεση που έχει γνωρίσει η χώρα, ενώ σημειώθηκε και μικρή μείωση της ανεργίας, τα μεγέθη αυτά αποτελούν ασπιρίνη στην ημικρανία που αντιμετωπίζει η μεγάλη πλειονότητα των Ιταλών πολιτών. Το συνεχές ψαλίδισμα των δαπανών για την παιδεία και την υγεία και το ξαναγράψιμο της εργατικής νομοθεσίας, με όρους που παραπέμπει στις συνθήκες προηγούμενων αιώνων, θα συνεχιστούν τους επόμενους μήνες ψαλιδίζοντας περαιτέρω και την κομματική κυριαρχία του Δημοκρατικού Κόμματος αλλά και του ίδιου του Ρέντσι μέσα σε αυτό. Με τα μέχρι στιγμής στοιχεία όμως, η σοβαρότερη αντίσταση σε αυτή την πορεία θα είναι η ψευδεπίγραφη «φιλολαϊκή» πολιτική της άκρας Δεξιάς που θα αναζητήσει νέους αποδιοπομπαίους τράγους στους μετανάστες και τους πρόσφυγες.