Με το άνοιγμα της ΕΡΤ, η δημοκρατία νίκησε, σύμφωνα με την επίσημη θριαμβευτική εκδοχή αλλά και με πολλούς καλοπροαίρετους πολίτες που είδαν με χαρά την επαναλειτουργία της. Στην πραγματικότητα, νίκησε το αυτονόητο, τερματίστηκε μια βίαιη αυθαιρεσία της μνημονιακής κυβέρνησης του καλοκαιριού του 2013.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Σε ένα κείμενό του, γραμμένο γύρω στα 1980, δηλαδή πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ο Γιώργος Ιωάννου αναφέρεται στην αστυφιλία και συγκρίνει τη ζωή στην επαρχία με τη ζωή στην πρωτεύουσα. Ο τίτλος είναι Η κατασκότεινη έλξη (Κοιτάσματα, εκδόσεις Ορέστης, 1981). Υποστηρίζει ο συγγραφέας ότι στην επαρχία υπάρχουν «σίγουρες και ήσυχες δουλειές, κυκλωμένες απ’ την ομορφιά και την καθαριότητα», ότι εδώ μπορεί κανείς «να κάνει γερά λεφτά» και ότι οι οικονομικοί λόγοι που υπαγόρευαν την αστυφιλία τώρα έχουν ατονήσει. Επιπλέον, οι ταβέρνες της επαρχίας «δεν συγκρίνονται με τις αθηναϊκές σε φαγητό και σε κέφι».
Όσον αφορά τον πολιτισμό, την έλλειψη ψυχαγωγίας, τα θέατρα, τα σινεμά, τα κέντρα, ο Γ. Ιωάννου γράφει, ότι ίσως «ο λαϊκός άνθρωπος συχνότερα βλέπει θέατρο στην επαρχία, παρά στην Αθήνα» (εννοώντας τους περιοδεύοντες θιάσους του καλοκαιριού). Και προσθέτει το εξής εκπληκτικό: «Αφήνω πια τα θεατρικά έργα της τηλεόρασης, που τα παρακολουθούν σχεδόν όλοι».
Το πιο εντυπωσιακό στην παραπάνω φράση είναι οι λέξεις «σχεδόν όλοι». Ο συγγραφέας αναφέρεται στις θεατρικές παραστάσεις που ανέβαιναν ειδικά για το κρατικό κανάλι, καθώς δεν είχε ακόμα έρθει η ιδιωτική τηλεόραση. Αν δούμε σήμερα κάποιες από τις βιντεοσκοπημένες εκείνες παραστάσεις (τις περισσότερες τις έχει δώσει σε cd το περιοδικό Ραδιοτηλεόραση), θα παρατηρήσουμε ότι η τηλεοπτική σκηνοθεσία, ο φωτισμός, ο ήχος, η ευκρίνεια της εικόνας βρίσκονται σε πρωτόγονη κατάσταση σε σύγκριση με ό,τι επικρατεί στα τηλεοπτικά σόου των ημερών μας. Και ωστόσο, πολλοί άνθρωποι τότε έβλεπαν θέατρο έστω και στο γυαλί, έβλεπαν και άκουγαν τους σημαντικότερους έλληνες ηθοποιούς της εποχής τους.
Ίσως το έκαναν γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Όμως αυτή η σχεδόν υποχρεωτική μορφή ψυχαγωγίας έπαιξε σπουδαίο μορφωτικό και διαπαιδαγωγητικό ρόλο, παρ’ όλο που η τότε ΕΙΡΤ δεν ήταν ούτε όαση δημοκρατίας ούτε εργαστήριο καλλιτεχνικού πειραματισμού και αναζήτησης. Το ίδιο, και σε πολύ πιο έντονο βαθμό, ισχύει για το Θέατρο της Δευτέρας ή και της Τετάρτης, τις ραδιοφωνικές παραστάσεις που μεταδίδονταν και πριν από τη δικτατορία. Πολλοί καταξιωμένοι σύγχρονοι ηθοποιοί έχουν παραδεχτεί σε συνεντεύξεις τους ότι εκείνες οι εκπομπές ήταν το κύριο ερέθισμα που τους έσπρωξε στο δρόμο της τέχνης.
Ωστόσο και αυτοί οι θύλακοι πολιτισμού ήταν σταγόνες σε έναν ωκεανό μετριότητας έως και σαχλαμάρας. Σήμερα που στα περισσότερα ιδιωτικά κανάλια επικρατεί η στιλπνή, η τεχνολογικά προηγμένη σαχλαμάρα και η πολυφωνική αντιδραστική προπαγάνδα, είναι αμφίβολο αν οι καλές, όσον αφορά τον πολιτισμό, προθέσεις της νέας ΕΡΤ θα έχουν έστω και ένα μικρό ποσοστό από την απήχηση που θα είχαν στην προ ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά και στην προ ίντερνετ και προ φέισμπουκ εποχή.
Με το άνοιγμα της ΕΡΤ, η δημοκρατία νίκησε, σύμφωνα με την επίσημη θριαμβευτική εκδοχή αλλά και με πολλούς καλοπροαίρετους πολίτες που είδαν με χαρά την επαναλειτουργία της. Στην πραγματικότητα, νίκησε το αυτονόητο, τερματίστηκε μια βίαιη αυθαιρεσία της μνημονιακής κυβέρνησης του καλοκαιριού του 2013. Όμως για να νικήσει ή, έστω, να σηκώσει κεφάλι ο πολιτισμός, θα πρέπει να νικήσουν όλοι εκείνοι που η ανεργία και η φτώχεια τούς έχουν αναγκάσει να σκύψουν το κεφάλι. Αναρωτιέται κανείς πώς θα είδαν το πάρτι στον περίβολο της ΕΡΤ, π.χ. οι 800 απολυμένοι της βιομηχανίας Κατσέλη, που είδαν το εργοστάσιο να κλείνει τις μέρες που έπεσε το μαύρο. Πολλοί απ’ αυτούς πήγαιναν τότε στην Αγία Παρασκευή, μόνοι ή μαζί με τα παιδιά τους, περιμένοντας ότι οι κοινοί αγώνες θα είχαν κάποιο αποτέλεσμα…
Πριν καλά καλά αρχίσει η ΕΡΤ να εκπέμπει, η μνημονιακή αντιπολίτευση έσπευσε να τη χαρακτηρίσει φορέα της κυβερνητικής προπαγάνδας. Όμως, το κύριο πρόβλημα δεν είναι μια έμμεσα ή απροκάλυπτα φιλοκυβερνητική ΕΡΤ, αλλά μια πληκτική ΕΡΤ. Στα χρόνια του Γιώργου Ιωάννου, η κρατική τηλεόραση ήταν ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωναν μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα, ήταν ένα κοινό πεδίο αναφοράς με αναγνωρίσιμα σήματα (π.χ., «πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή»).
Η εργατική τάξη παραμένει διασπασμένη: ανάμεσα σε ανέργους και σε εκείνους που δουλεύουν ή ψιλοδουλεύουν, ανάμεσα σε εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανάμεσα σε ασφαλισμένους και σε αμειβόμενους με μαύρα, ανάμεσα σ’ αυτούς που πρόλαβαν και πήραν σύνταξη και ανάμεσα σ’ εκείνους που προβλέπουν ότι δεν θα πάρουν ποτέ. Αυτή η πολυδιάσπαση έχει αντίκρισμα και στο πεδίο του γούστου, στο πεδίο του πολιτισμού. Πώς μπορεί σήμερα μια κρατική ραδιοτηλεόραση να παίξει έναν ενοποιητικό ρόλο που θα ενισχύει την περηφάνια, την αυτοεκτίμηση, την αλληλεγγύη των εργαζομένων; Πώς θα πέσει το υπαρκτό πέπλο της καχυποψίας ακόμα και της εχθρότητας με την οποία πολλοί εξακολουθούν να βλέπουν τους τάχα «βολεμένους» της κρατικής ΕΡΤ;