Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Τουρκία την προηγούμενη Κυριακή, είναι η αντανάκλαση της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που εκφράστηκε και στο Γκεζί και τερμάτισε τις βεβαιότητες της προηγούμενης δεκαετίας.
του Άρη Χατζηστεφάνου
Πρώτη φορά τον είδαμε τόσο συναινετικό και ήρεμο» ήταν το σχόλιο των περισσότερων ρεπόρτερ που παρακολούθησαν την πρώτη ομιλία του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Η αμηχανία του Ερντογάν να διαχειριστεί την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, ύστερα από τουλάχιστον μια δεκαετία στην οποία συγκέντρωνε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το σχηματισμό κυβέρνησης (χάρη στο ληστρικό εκλογικό σύστημα), ήταν εμφανής από το βράδυ των εκλογών. Ο αέρας των 50 σουλτάνων, που χαρακτηρίζει τις ομιλίες του τα τελευταία χρόνια κόπηκε σε λίγες ώρες και βασική προτεραιότητα κάθε του κίνησης, ήταν να αποτρέψει μια δεύτερη εκλογική μάχη και να σχηματίσει το συντομότερο δυνατό κυβέρνηση σχηματισμού.
Η είσοδος του προοδευτικού κουρδικού κόμματος HDP στην εθνοσυνέλευση με πάνω από 13% και 80 έδρες, τίναξε στον αέρα τις πολιτικές ισορροπίες των τελευταίων 13 χρόνων αφήνοντας το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) με 41% και 258 έδρες (πτώση 9%), το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) με 25% και 132 έδρες και το εθνικιστικό ακροδεξιό MHP με 16,3% και 80 έδρες.
Με εξαίρεση την εμφάνιση του κουρδικού κόμματος ο εκλογικός χάρτης ακολούθησε σε γενικές γραμμές το μοτίβο που παρατηρείται από το 2002: Το AKP διατήρησε αλώβητη την πολιτική του βάση στα βάθη της Ανατολίας αλλά έχασε σημαντικά ποσοστά στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Το CHP διατήρησε τον έλεγχο της δυτικής Τουρκίας, από τη Θράκη μέχρι τις ακτές του Αιγαίου ενώ το MHP έκανε πιο αισθητή την παρουσία του σε μικρότερες πόλεις όπως τα Άδανα. Όσο για το HDP, αποτύπωσε όχι μόνο τα εθνικά χαρακτηριστικά της κουρδικής ψήφου, αλλά και τα ταξικά, καθώς κυριάρχησε στην εγκαταλελειμμένη από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο περιοχή της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Η διαφορά όμως ήρθε για το κουρδικό κόμμα στις μεγάλες πόλεις όπου απέσπασε ψήφους ακόμη και το CHP, το κόμμα που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Η σημαντική πτώση του κυβερνώντος κόμματος στα μεγάλα αστικά κέντρα εκφράζει την απογοήτευση των μεσαίων αλλά και κατώτερων στρωμάτων για την διόγκωση των ανισοτήτων, την αύξηση της ανεργίας και την εκτεταμένη διαφθορά. Το κόμμα του Ερντογάν δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει το ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο, που του προσέφερε η σχετική ευημερία της οικονομίας και το οποίο του επέτρεπε να κινείται σε όλο και πιο αυταρχικά μονοπάτια. Η αξιωματική αντιπολίτευση του CHP δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί αυτή την αλλαγή και είδε τα ποσοστά της να πέφτουν, παρά τις φιλολαϊκές υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού και ενίσχυση των φτωχότερων οικογενειών. Οι εθνικιστές του MHP παρά το γεγονός ότι συμπεριέλαβαν αρκετές ανάλογες υποσχέσεις στο πρόγραμμά τους, οφείλουν την εκλογική τους άνοδο αποκλειστικά στο ακροδεξιό ξέσπασμά τους εναντίον των Κούρδων.
Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν αναμενόμενο ότι το HDP θα κατάφερνε να συλλέξει ψήφους όχι μόνο από τα παραδοσιακά προπύργια των Κούρδων αλλά και από προοδευτικά τμήματα των μεγάλων αστικών κέντρων, που ασφυκτιούν από τον αυταρχισμό της τουρκικής κυβέρνησης και προσωπικά του Ερντογάν. Το στοίχημα που έπαιξαν, να κατεβάσουν κοινή λίστα και όχι ανεξάρτητους υποψηφίους, είχε τεράστιο ρίσκο καθώς θα μπορούσαν να μείνουν ολοκληρωτικά εκτός εθνοσυνέλευσης εάν δεν συγκέντρωναν το 10% – ο τολμών όμως νικά. Το κατώφλι του 10%, που ορίστηκε μετά το πραξικόπημα του 1980 για να αφήνει εκτός εθνοσυνέλευσης τα κόμματα της Αριστεράς και των Κούρδων, προσέφερε μέχρι σήμερα εξαιρετικά δυσανάλογη ισχύ στο πρώτο κόμμα ενώ σε ορισμένες εκλογές σήμαινε ότι πάνω από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων κατέληγαν να μην εκπροσωπούνται.
Οι εκλογές στην Τουρκία μπορεί να ακύρωσαν τη συνταγματική αναθεώρηση, με την οποία ο Ερντογάν απειλούσε να μετατρέψει τη χώρα σε απολυταρχικό καθεστώς αλλά δεν έδωσαν λύση στην πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια η Τουρκία. Εάν το CHP προχωρήσει στο σχηματισμό κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού με την παράταξη του Ερντογάν θα έχει ανοίξει οριστικά τον πολιτικό του λάκκο. Εξίσου ασταθής θα είναι όμως και μια κυβέρνηση συνασπισμού των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δεδομένου ότι προϋποθέτει την συγκατοίκηση του εθνικιστικού MHP και του κουρδικού HDP. Πολύ πιο «λογικό» είναι σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές το ενδεχόμενο συνεργασίας του AKP με το MHP, που θα σημάνει μια νέα μαύρη σελίδα για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα ενώ δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε νέες εντάσεις με γειτονικές χώρες της Τουρκίας.
Αν και αρκετά διεθνή μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν το εκλογικό αποτέλεσμα σαν το «τέλος της εποχής των προσωπικοτήτων» στην τουρκική πολιτική σκηνή, θα έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον να μελετηθούν οι ταξικές αλλαγές που συντελούνται στην τουρκική κοινωνία. Η παράταξη του Ερντογάν απέκτησε πολιτική παντοκρατορία για 13 χρόνια γιατί εξέφρασε την ανερχόμενη οικονομική δύναμη των μικρών και μεσαίων βιοτεχνών της Ανατολίας, χωρίς να θίξει τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενος την οικονομική (αν και εν πολλοίς κερδοσκοπική) άνθηση της τουρκικής οικονομίας μπορούσε να εφαρμόζει νεοφιλελεύθερες συνταγές, που θωράκιζαν σε βάθος χρόνου τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, χωρίς όμως οι επιπτώσεις να γίνονται άμεσα αισθητές στα πλατειά λαϊκά στρώματα. Αυτή η εποχή όμως ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι η αντανάκλαση της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που εκφράστηκε και στο Γκεζί και τερμάτισε τις βεβαιότητες της προηγούμενης δεκαετίας.
Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που προκύπτουν είναι εάν το HDP θα καταφέρει να διατηρήσει και να ενισχύσει τη νίκη που πέτυχε, ξεπερνώντας τα εθνικά χαρακτηριστικά ενός κουρδικού κόμματος.