του Λεωνίδα Βατικιώτη
Μια σημαντική, ποιοτική αλλαγή σημειώθηκε την εβδομάδα που πέρασε στις σχέσεις της κυβέρνησης με την κοινωνία: στρώματα που θίγονται από την νεοφιλελεύθερη πολιτική για πρώτη φορά με οργανωμένο και μαχητικό τρόπο στράφηκαν εναντίον της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Συγκεκριμένα, οι φαρμακοποιοί κι οι λιμενεργάτες, στρώματα που για δικούς του το καθένα λόγους είχε προσδεθεί στο παρελθόν στα κόμματα εξουσίας, από το 2010 όμως πρόσβλεπαν στην πτώση των μνημονιακών κυβερνήσεων ευελπιστώντας να ανακοπεί η λαίλαπα των απελευθερώσεων/ιδιωτικοποιήσεων που απειλούσε να ισοπεδώσει την κοινωνική τους θέση. Οι ελπίδες τους για τον ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη εβδομάδα μετατράπηκαν σε οργή με το την κυβέρνηση πλέον να κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση που ήταν κι οι προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες υπέγραφαν κι εφάρμοζαν αντιλαϊκούς νόμους.
Οι φαρμακοποιοί την προηγούμενη Τετάρτη προχώρησαν σε προειδοποιητική απεργία με αίτημα να μην προχωρήσει η κυβέρνηση στην απελευθέρωση της διάθεσης των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων εκτός φαρμακείων. Το αίτημά τους, προφανώς και δεν ταυτίζεται με τα λαϊκά αίτημα για την πτώση της τιμής των φαρμάκων, που θα πλήξει και τους έμπορους – μεσάζοντες, δηλαδή τους φαρμακοποιούς, και τους φαρμακοβιομήχανους. Είναι, ωστόσο, διεκδίκηση που στη συγκεκριμένη στιγμή αποτρέπει την άνοδο της τιμής τους που θα ακολουθήσει την απελευθέρωσή της διάθεσής τους (όπως προβλέπεται από 1/1/2016), δεδομένου του αιτήματος των φαρμακευτικών εταιρειών για απελευθέρωση των τιμών μήπως κι έτσι καταφέρουν να ισοσκελίσουν τις σωρευτικές απώλειες από την πτώση της τιμής των συνταγογραφούμενων φαρμάκων και τον τερματισμό της πολυφαρμακίας. Παραδείγματα που δείχνουν τις πολλαπλάσιες των ελληνικών τιμές με τις οποίες πουλιούνται τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα στην υπόλοιπη Ευρώπη επιβεβαιώνουν την βασιμότητα των προειδοποιήσεων των φαρμακοποιών. Στρέφονται επομένως κατά των φαρμακοβιομηχάνων. Επιπλέον, στρέφονται εναντίον της μνημονιακής κληρονομιάς που παρέλαβε η κυβέρνηση και την οποία δείχνει να σέβεται πιο πολύ από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Μια νίκη επομένως των φαρμακοποιών θα σηματοδοτήσει μια ρωγμή, μια αμφισβήτηση του μνημονιακού κατεστημένου, που πλην εξαιρέσεων διατηρείται αλώβητο.
Οι λιμενεργάτες, μπορεί να μην εντάσσονται σε εκείνα τα πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης που με τους ανυποχώρητους αγώνες τους από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ακόμη κατέκτησαν τα δικαιώματά τους, από την εποχή ωστόσο της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή αποτελούν την αιχμή του δόρατος της πάλης κατά της ιδιωτικοποίησης των λιμανιών. Πρώτα και κύρια του λιμανιού του Πειραιά. Μαχητικές συνδικαλιστικές ηγεσίες που τιμούν τον ρόλο τους, έχουν βρεθεί στην πρωτοπορία του κινήματος κατά των ιδιωτικοποιήσεων και της περιφρούρησης των εργατικών δικαιωμάτων. Στον Πειραιά το ποτήρι ξεχείλισε την Πέμπτη όταν η διορισμένη από την κυβέρνηση νέα διοίκηση του ταμείου ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας, και κατά κόσμον ΤΑΙΠΕΔ, δια του Στέργιου Πιτσιόρλα, απαγόρευσε με επιστολή που απέστειλε στο ΔΣ του ΟΛΠ να συζητήσει την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Εδώ είναι εμφανές ότι η νέα διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ κάνει «πασούλες» στους Κινέζους που θέλουν να αγοράσουν τον ΟΛΠ και μαζί με την ακίνητη περιουσία του δεν επιθυμούν την μεταβίβαση των σταθερών εργασιακών σχέσεων. Η διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ επομένως δουλεύει για τους Κινέζους (όπως οι προηγούμενες διοικήσεις δούλευαν την μια για τους Γάλλους και την άλλη για τους Γερμανούς) που κατά την προσφιλή τους τακτική τους θα αναθέσουν σε κάποιον «νονό» της ελληνικής πολιτικής ζωής και κατά προτίμηση Πειραιώτη να στήσει μια εταιρεία πρόσληψης προσωπικού μέσω της οποίας θα διορίζουν όσους χρειάζονται πληρώνοντας 400 και στην καλύτερη 750 ευρώ τον μήνα. Και με τις προσλήψεις μέσω του έλληνα «νονού», που έτσι αυτός θα διασφαλίζει την επανεκλογή του στη Βουλή, θα είναι όλα ελεγχόμενα στο χώρο εργασίας, κι η κυβέρνηση θα αποδεικνύει εν τοις πράγμασι πλέον ότι αποτελεί δύναμη συνέχειας κι όχι ρήξης, όπως διαβεβαίωνε προεκλογικά.
Μόνο που την εκλογική της επιτυχία την οφείλει στις προσδοκίες ρήξης που δημιούργησε στην κοινωνία και επιπλέον στη ρητή της δέσμευση για τερματισμό της λιτότητας. Κι αυτές οι προσδοκίες ακυρώνονται όχι μόνο με την τακτική της να επιτρέπει την ενεργοποίηση μνημονιακών νόμων για την απελευθέρωση των αγορών, που ζητά το κεφάλαιο, ή να ετοιμάζεται να ηγηθεί ενός νέου κύματος σαρωτικών ιδιωτικοποιήσεων που θα συρρικνώσουν περαιτέρω την δημόσια περιουσία, αλλά και στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απροθυμία της να δεχθεί ανεπιφύλακτα τα αιτήματα των δανειστών έχει μέχρι στιγμής αποτρέψει μια συμφωνία που θα απελευθέρωνε μεν την δόση των 7,2 δισ. ευρώ, από την άλλη όμως θα έφερνε μεγαλύτερη φτώχεια και ανεργία. Ταυτόχρονα, το τίμημα της πολιτικής της ατολμίας να τινάξει τις διαπραγματεύσεις στον αέρα, τερματίζοντάς τις μονομερώς κι ανακοινώνοντας παύση πληρωμών στο δημόσιο χρέος (και συγκεκριμένα στο 1,5 δισ. ευρώ του ΔΝΤ στο τέλος του μήνα, στα 3,9 δισ. ευρώ που περιμένουν να εισπράξουν τον Ιούλιο ΔΝΤ κι ΕΚΤ και στα 3,19 που περιμένει η ΕΚΤ τον Αύγουστο) φέρνει την μια υποχώρηση μετά την άλλη. Η κυβέρνηση δια της διολισθήσεως οδηγείται στο μέιλ Χαρδούβελη και το συμπέρασμα που εύκολα συνάγουν οι δανειστές είναι ότι οι εκβιασμοί τους αποδίδουν καθώς κάθε φορά η κυβέρνηση επιστρέφει με μια συμβιβαστική πρόταση ακόμη πιο αντιλαϊκή, με την ελπίδα οι πιστωτές να την λυπηθούν και να αποδεχθούν τα μέτρα που προτείνει. Εις μάτην, όμως…
Πολύ ενδεικτική είναι η πρόταση που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση αρχές της εβδομάδας στους θεσμούς, οι οποίοι έκριναν την προηγούμενη πρόταση των 47 σελίδων ως ανεπαρκή. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της πρότασης των θεσμών (1% του ΑΕΠ για το 2015 και 2% για το 2016) και της κυβερνητικής που περιλαμβανόταν στο κείμενο των 47 σελίδων (0,6% για το 2015 και 1,5% για το 2016) κατέθεσε μια πρόταση στο ενδιάμεσο των δύο: 0,75% για φέτος και 1,75% για τον επόμενο χρόνο. Μόνο που κάθε μια από αυτές τις αποκλίσεις, κι ας μην έγιναν δεκτές από τους πιστωτές, συνοδεύεται από ένα τεράστιο κοινωνικό κόστος: Οι θεσμοί για παράδειγμα εμμένουν στη θέση τους για πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ γιατί αυτό το 0,25% που πάει να τους στερήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί περίπου με τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις για το 2014 (470 εκ.). Τυχόν υποχώρηση από τη μεριά τους θα σήμαινε πιθανά ακύρωση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων εκ μέρους της κυβέρνησης και διαφυγόντα κέρδη έτσι για τις γερμανικές και γαλλικές πολυεθνικές για τις οποίες δουλεύει η Μέρκελ κι ο Ολάντ. Από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, το 0,15% που παραχώρησε στα πλεονάσματα, χωρίς να πείσει τους θεσμούς να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, ισοδυναμεί με 62.500 ετήσια επιδόματα ανεργίας! Η δυνατότητα που διατηρούσε η κυβέρνηση να απαλύνει το δράμα των ανέργων εκ των οποίων μόνο το 8,92% συνεχίζει να παίρνει επίδομα ανεργίας με βάση στοιχεία του μήνα Μαρτίου (107.623 δικαιούχοι σε σύνολο 1,2 εκ. ανέργων) ακυρώνεται μονομιάς με την πρότασή της! Εξ ίσου αντιλαϊκά και υφεσιακά είναι και τα υπόλοιπα μέτρα που πρότεινε η κυβέρνηση, με βάση δημοσιεύματα: Για παράδειγμα, η αύξηση της εισφοράς των συνταξιούχων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από 4% σε 6%. Πρακτικά, διπλασιασμός της! Επίσης, η πρόταση για αυξημένους συντελεστές ΦΠΑ 7% και 12% (από 6% και 11%), με παράλληλη μεταφορά πολλών προϊόντων από την ενδιάμεση στην υψηλότερη κλίμακα.
Το γεγονός ότι ακόμη και μετά απ’ αυτές τις υποχωρήσεις, που θα σημάνουν την ταχύτατη εξαΰλωση του πολιτικού κεφαλαίου του ΣΥΡΙΖΑ στα χνάρια του ΠΑΣΟΚ το 2009, το ΔΝΤ σηκώθηκε κι έφυγε από τις διαπραγματεύσεις, προκαλώντας ένα νέο κύκλο πανικού στην κυβέρνηση που έστειλε νέα αποστολή στις Βρυξέλλες το Σαββάτο, αποτελούμενη από τους Γ. Δραγασάκη, Ν. Παππά και Ευκλ. Τσακαλώτο, δείχνει την αποτυχία τη μέχρι σήμερα διαπραγματευτικής γραμμής. Αν στόχος της ήταν να περάσει ο χρόνος, τότε πέτυχε. Αν όμως στόχευε ακόμη και να ακυρώσει τα πιο επιθετικά σχέδια των δανειστών, κι όχι δηλαδή να αποτρέψει την λιτότητα όπως είχε δεσμευτεί προεκλογικά, τότε απέτυχε παταγωδώς. Κι όσο συνεχίζει να συζητάει με τους δανειστές τόσο θα κάνει επιπλέον υποχωρήσεις…