Το νέο «εθνικό μοντέλο ανάπτυξης» ΣΕΒ και τραπεζών (με παραγωγή γενόσιμων φαρμάκων, ιχθυοκαλλιέργειες, διαμετακομιστικούς κόμβους, διαχείριση αποβλήτων, κ.ά.) έχει ακρογωνιαίους λίθους τη φιλική πολιτική προς την επιχειρηματικότητα, τη μερική απασχόληση, την ευέλικτη εργασία, την κινητικότητα στην αγορά εργασίας, κ.λπ. Διαιώνιση, με άλλα λόγια, των εργασιακών Νταχάου…
του Μιχάλη Γιαννόπουλου
Συμβολή σε εξαγωγές και παραγωγικότητα
Σύμφωνα με την αστική στατιστική, στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας περιλαμβάνονται τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγονται από τον πρωτογενή (αγροτική παραγωγή), τον δευτερογενή και τον τριτογενή (υπηρεσίες) τομέα. Ο δευτερογενής τομέας περιλαμβάνει τους κλάδους της μεταποίησης, των ορυχείων, της ενέργειας και των κατασκευών (αλλά δεν περιλαμβάνει βιομηχανικούς κλάδους όπως π.χ. μεταφορές, τηλεπικοινωνίες κ.ά.). Απ’ αυτούς τους κλάδους η μεταποίηση (κάθε είδους βιομηχανία) αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας κάθε χώρας. Στο παρόν κείμενο ασχολούμαστε με αυτήν.
Η μεταποιητική βιομηχανία συμβάλλει καθοριστικά στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων όλης της κοινωνίας. Εκτός από τη συμβολή της στο ΑΕΠ και στην απασχόληση επιδρά καθοριστικά και συνδυαστικά και στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Επίσης η μεταποίηση μπορεί να αξιοποιήσει τους φυσικούς πόρους της χώρας, την αγροτική παραγωγή, και να αναπτύξει την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία.
Υπολογίζεται, στις αναπτυγμένες οικονομίες, ότι από τη συνολική συμβολή του τριτογενούς τομέα στο συνολικό ΑΕΠ, ποσοστό άνω του 25% οφείλεται στη μεταποίηση.
Επιπλέον κάθε θέση εργασίας στον μεταποιητικό τομέα δημιουργεί 0,5-2 θέσεις απασχόλησης σε άλλους τομείς.
Η μεταποίηση συνεισφέρει με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα στην οικονομία και μπορεί να την αυξάνει συνεχώς. Αντίθετα, στον τομέα των υπηρεσιών, που συμμετέχει στο ΑΕΠ με ποσοστό μεγαλύτερο από 75% και καλύπτει πάνω από τα 2/3 της συνολικής απασχόλησης, η παραγωγικότητα είναι πολύ μικρότερη και, το κυριότερο, έχει περιορισμένα όρια αύξησης. Κάθε σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας που επιτυγχάνεται στις υπηρεσίες είναι αποτέλεσμα χρήσης εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί στη μεταποίηση (π.χ. η ευρεία χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών).
Έτσι ο τομέας των υπηρεσιών παρά την επέκταση της σύνθετης υπεραξίας παράγει ένα συνεχώς διευρυνόμενο μέρος απόλυτης υπεραξίας, όπου η αύξηση της παραγωγικότητας επιτυγχάνεται με την εντατικοποίηση ή την παράταση της εργάσιμης ημέρας ή με συνδυασμό και των δύο.
Η συμβολή της μεταποίησης στις εξαγωγές είναι καθοριστική. Τα εμπορεύματα που παράγει η μεταποιητική βιομηχανία μπορούν να πουληθούν στο εξωτερικό, σε αντίθεση με τις υπηρεσίες -πλην εξαιρέσεων π.χ. χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες- που παράγονται και καταναλώνονται ταυτόχρονα στο ίδιο μέρος.
Στη μεταποίηση ήδη από τη δεκαετία του 1980, καθώς μορφοποιείται ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, τίθεται σε κίνηση μια διαδικασία αναπροσαρμογής και αναδιαρθρώσεων ευρύτερης επίδρασης.
Το ζήτημα περιπλέκεται με το μετασχηματισμό της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία τα πιο αδύναμα κράτη-έθνη και τα πλέον αδύναμα κεφάλαια λειτουργούν ουσιαστικά σαν στεφάνη γύρω από τον ισχυρό πυρήνα.
Μειώθηκε πανευρωπαϊκά η συνεισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης
Το 1980 ο δευτερογενής τομέας συνολικά αποτελούσε το 28,5% περίπου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) της οικονομίας. Το 2009 κατρακύλησε στο 18%. Η συμμετοχή της μεταποίησης ειδικά στο ελληνικό ΑΕΠ έπεσε κάτω από το 10% του ΑΕΠ το 2008, έναντι 20% το 1980. Το 2009 η μεταποιητική βιομηχανία συνεισέφερε το 10,3% στη συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) της οικονομίας και το 10,6% στην απασχόληση. Αν πάρουμε τον μέσο όρο της περιόδου 1980-2009, η Ελλάδα ήταν στην τελευταία θέση από όλες τις χώρες της ΕΕ15 στη συνεισφορά της μεταποίησης στην ΑΠΑ της οικονομίας (12,9%) και στη συνολική απασχόληση (11,5%).
Όσον αφορά τη συνεισφορά των κλάδων υψηλής και μέσης προς υψηλή τεχνολογίας στη συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) της μεταποίησης, η Ελλάδα με 17,5%, βρίσκεται επίσης τελευταία στην κατάταξη των χωρών της ΕΕ15 την ίδια περίοδο (μέσος όρος). Στην πρώτη θέση της σχετικής κατάταξης βρίσκεται η Γερμανία με 53,6%.
Μια ακόμα τελευταία θέση που καταλαμβάνει η χώρα στην ΕΕ15 είναι στις δαπάνες για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη. Χαρακτηριστικά για την περίοδο 1998-2007 η Ελλάδα διέθετε κατά μέσο όρο ανά έτος το 0,5% του ΑΕΠ. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι και οι χώρες που παρουσιάζουν εξίσου χαμηλές δαπάνες (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ιρλανδία) είναι αυτές έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση.
Όσον αφορά το ποσοστό των δαπανών για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, των μεταποιητικών επιχειρήσεων, είναι το 0,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης, ενώ για τις 10 από τις χώρες της ΕΕ15 τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται από 6% έως 12% περίπου. Δεν είναι τυχαίο ότι και σε αυτή την κατηγορία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία και Ιταλία, πλασάρονται στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης.
Αντίστοιχα χαμηλές είναι οι επιδόσεις στην καινοτομία όπου, πάλι όχι τυχαία, οι παραπάνω τέσσερεις χώρες μαζί με την Ελλάδα καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ15 και στις χώρες με κατοχυρωμένα διπλώματα ευρεσιτεχνίας,.
Παρόμοια είναι η εικόνα των επιδόσεων της μεταποιητικής βιομηχανίας όσον αφορά τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Το 2009 η Ελλάδα κατείχε και σε αυτή την κατάταξη των χωρών της ΕΕ15 την τελευταία θέση. Οι επενδύσεις στη μεταποίηση αντιστοιχούσαν στο 5,8% των συνολικών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.
Ανάλογη είναι και η εικόνα όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών μεταποίησης ως ποσοστό της ακαθάριστης αξίας Η Ελλάδα και σε αυτή την κατάταξη καταλαμβάνει την τελευταία θέση. Εξάγεται μόνο το 18,4 του συνόλου της (ΑΑΠ) της μεταποίησης στην περίοδο 1980-2009 (μέσος όρος), τελευταία στις χώρες της ΕΕ15 στις οποίες το αντίστοιχο ποσοστό είναι άνω του 40%.
Η καθήλωση του βιομηχανικού τομέα και η οριστική μεταστροφή του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων από θετικό σε αρνητικό, από την πρώτη κιόλας περίοδο της ένταξης στην ΕΟΚ, επιδείνωσε το εμπορικό ισοζύγιο.
Στην Ελλάδα το εμπορικό ισοζύγιο ιστορικά ήταν πάντα ελλειμματικό. Ωστόσο το 1980 οι εξαγωγές κάλυπταν σχεδόν το 50% των εισαγωγών.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την ένταξη οι εξαγωγές, σαν ποσοστό των εισαγωγών, κατρακύλησαν στο 30% το 2009.
Η σταδιακή επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου σε συνδυασμό με την αρνητική επίδραση της υψηλής ισοτιμίας του ευρώ (μειωμένα έσοδα από τουρισμό) και την κάμψη των υπόλοιπων μεγεθών που παραδοσιακά ήταν παράγοντες εξισορρόπησης (ναυτιλία), οδήγησαν στα γνωστά ελλείμματα.
Ενώ κατά μέσο όρο τη δεκαετία 1980 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν 1,1% του ΑΕΠ, τη δεκαετία 1990 ανέβηκε στο 2,7%, για να εκτοξευθεί στο 9,1% του ΑΕΠ την περίοδο 2000-2008.
Πολλοί, όχι μόνο από το χώρο του νεοφιλελευθερισμού αλλά και από τη φιλοευρωπαϊκή Αριστερά, ισχυρίζονται ότι η συρρίκνωση της βιομηχανίας και των λοιπών μεγεθών θα μπορούσε να συμβεί και εκτός ΕΕ εξαιτίας των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης και ότι τέλος πάντων και οι υπόλοιπες χώρες κινήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση.
Για την ελληνική οικονομία. η επίδραση της παγκοσμιοποίησης πολλαπλασίασε τις αρνητικές συνέπειες της ένταξης στην ΕΟΚ. Το διεθνές άνοιγμα των αγορών και η κατάρρευση των φραγμών, που στα τέλη του 20ού αιώνα πήρε φρενήρεις ρυθμούς, είχε πρώτα απ’ όλα συνέπειες στο εσωτερικό της ΕΟΚ. Η μετεξέλιξή της σε ΕΕ (Μάαστριχτ 1993) και λίγο αργότερα η σύσταση της ΟΝΕ (1999) είναι σημεία-σταθμοί σ’ αυτή την πορεία. Ο οξύς παγκόσμιος ανταγωνισμός μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της ΕΕ, με αποτέλεσμα τα ισχυρότερα κεφάλαια γύρω από τα γερμανικά μονοπώλια να εκτοπίζουν τα λιγότερο ισχυρά με επιταχυνόμενο ρυθμό. Αυτό είχε σαν συνέπεια να υποβαθμιστούν οι λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έγινε σε μια περίοδο που προμηνύονταν η καταιγίδα της παγκοσμιοποίησης. Η υπαγωγή της χώρας στο ασφυκτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο αφαίρεσε κάθε δυνατότητα αντίδρασης και προσαρμογής στις νέες συνθήκες εντεινόμενου ανταγωνισμού που επέφερε η παγκοσμιοποίηση. Αυτός ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους που οι επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης επέδρασαν σε τέτοια έκταση και βάθος στην ελληνική οικονομία.
Είναι σαν να λέμε ότι ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού, ενώ πλησιάζουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, υποχρεώνει την οικογένεια που κατοικεί στο σπίτι να έχει ανοιχτά όλα τα παράθυρα και τις πόρτες χωρίς να υπάρχει δυνατότητα προφύλαξης. Το μόνο φυσικά που απομένει είναι να δει κανείς το πόσοι θα καταφέρουν να επιβιώσουν.
Πώς μπορεί να αναστραφεί η εξέλιξη των πραγμάτων που επέφερε στη χώρα τις συνέπειες ενός πολέμου, καταστροφή μεγάλου μέρους παραγωγικών δυνάμεων, σύνθλιψη των ζωών των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων και όσων άλλων επλήγησαν από την κρίση, διεύρυνση ανισοτήτων, ενίσχυση του αυταρχικού κράτους;
Ας δούμε ορισμένες αποσπασματικές, αλλά ενδεικτικές, απαντήσεις των πλευρών που επιμένουν ευρωπαϊκά:
Η ευρωπαϊκή επιτροπή, το 2012, αναγνώρισε ως θεμελιώδες πρόβλημα την υποβάθμιση της βιομηχανίας στην ΕΕ και έθεσε στόχο το μερίδιο της βιομηχανίας στο ΑΕΠ από 16% να φτάσει στο 20% το 2020.
Ας δούμε πώς βαδίζει η υλοποίηση του σχεδίου. Τον Ιανουάριο του 2014 ο αρμόδιος επίτροπος για τη βιομηχανία απεύθυνε επείγουσα έκκληση για δράση για την προώθηση του στόχου. Αφορμή για την έκκληση ήταν το γεγονός ότι, έως το καλοκαίρι του 2013, όχι μόνο δεν είχαν γίνει θετικά βήματα αλλά υπήρξε και οπισθοχώρηση. Αντί η συνεισφορά του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ της ΕΕ από το 16% να κινηθεί προς το 20% μειώθηκε ακόμα περισσότερο, στο 15,1%! Είναι προφανές ότι και αυτός ο στόχος θα έχει την τύχη που είχε η στρατηγική της Λισαβόνας του 2000. Τότε είχε τεθεί ο στόχος «να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) η πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο και να επιτευχθεί ο στόχος της πλήρους απασχόλησης πριν από το έτος 2010»! Τελικά το σχέδιο ναυάγησε με αποτέλεσμα να αποτελέσει αντικείμενο ειρωνικών σχολίων, προερχομένων κυρίως από την άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Με τη χορηγία του ΣΕΒ και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών δημοσιεύτηκε το 2011 η έκθεση της ΜακΚίνσευ & Κόμπανι Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά: Προσδιορίζοντας το νέο Εθνικό Μοντέλο Ανάπτυξης. Στην έκθεση αυτή εκτός των παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας προτείνονται έξι νέοι κλάδοι, οι ονομαζόμενοι «Αναδυόμενοι Αστέρες». Εξ αυτών οι τέσσερεις (παραγωγή γενόσιμων φαρμάκων, ιχθυοκαλλιέργειες, διαμετακομιστικοί κόμβοι, διαχείριση αποβλήτων) υπάρχουν ήδη. Οι υπόλοιποι δύο είναι φροντίδα για την τρίτη ηλικία και τους χρόνια ασθενείς και ιατρικός τουρισμός!
Αυτό είναι το νέο εθνικό μοντέλο ανάπτυξης του ΣΕΒ και των τραπεζών με τα γνωστά εργαλεία: Φιλική πολιτική προς την επιχειρηματικότητα, μερική απασχόληση, ευέλικτη εργασία, κινητικότητα στην αγορά εργασίας κ.λπ.
Η μελέτη του τμήματος Βιομηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ του 2014 μοιάζει να έχει εκδοθεί με την «ευγενική χορηγία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα πάντα τοποθετούνται εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Αν και γίνονται σωστές διαπιστώσεις, στο τέλος όλα καταλήγουν στις γνωστές λύσεις, στα εργαλεία της ΕΕ (ευρωπαϊκά προγράμματα, ενδιάμεσοι φορείς διαχείρισης, ΕΣΠΑ κ.λπ.) δηλαδή στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής πορείας με διορθώσεις και μάταιες προσδοκίες μιας ανθρωπινότερης ΕΕ.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης πρόσφατα δήλωσε: «Και τι κακό έχουν τα γκαρσόνια; Τι λέμε; Ότι δεν θα γίνουμε γκαρσόνια;». Γιατί όχι γκαρσόνια, γιατί όχι μισθός 300 ευρώ, γιατί όχι χωρίς σύνταξη, γιατί όχι χωρίς περίθαλψη κ.ο.κ.
Οι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου δεν διστάζουν πλέον, ανοιχτά και δημόσια, να προπαγανδίζουν ευθέως το ζοφερό μέλλον που επιφυλάσσεται στις επόμενες γενιές.
Στόχος η αύξηση της απασχόλησης
Μόνο σε έναν άλλο δρόμο, εκτός ΟΝΕ-ΕΕ και σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, μπορεί να εξασφαλιστεί η δυνατότητα ενός διαφορετικού τύπου ανάπτυξης που θα αντιστρέψει την πορεία και θα αυξήσει την απασχόληση, θα οδηγήσει στην ανάπτυξη του δευτερογενή τομέα, θα ανορθώσει την αγροτική παραγωγή καθιστώντας τη χώρα αυτοδύναμη σε είδη διατροφής και θα προσδώσει ουσιαστικό ανθρώπινο περιεχόμενο στις υπηρεσίες. Σε ένα δρόμο που θα αλλάζουν παράλληλα ποιοτικά και η παραγωγή και οι παραγωγικές δυνάμεις και οι παραγωγικές σχέσεις.
Ας δούμε εν συντομία ορισμένες από τις κυριότερες απαραίτητες συγκεκριμένες προϋποθέσεις γι’ αυτόν: Στρατηγικός ρόλος του δημόσιου τομέα στις επενδύσεις, την παιδεία, την έρευνα, την τεχνολογία, την καινοτομία, κ.λπ.· κρατικές τράπεζες ως μοχλός άσκησης νομισματικής πολιτικής και χρηματοδότησης· έλεγχος διακίνησης κεφαλαίων· αποκλειστικός έλεγχος της ισοτιμίας του νομίσματος· αξιοποίηση προς όφελος της χώρας των φυσικών της πλεονεκτημάτων (ορυκτός πλούτος, διαμετακομιστικοί κόμβοι, κ.λπ.)· αξιοποίηση των λεγόμενων «στρατηγικών πλεονεκτημάτων»· οριστική διαγραφή του χρέους και πάνω απ’ όλα
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, μπορούν να εξασφαλιστούν και οι πόροι που απαιτούνται για τη λειτουργία μιας αυτοδύναμης οικονομίας.
Οι αναγκαίοι πόροι που απαιτούνται για την αυτοδύναμη ανάπτυξη μπορούν να εξευρεθούν κυρίως από εσωτερικό δανεισμό (κεντρική τράπεζα) και εφόσον μπορούν να εξασφαλιστούν επωφελείς όροι και από εξωτερικό δανεισμό. Η έλλειψη Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) δεν θα έχει σημαντική επίπτωση, γιατί ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια ήταν κάτω του 1% του ΑΕΠ και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κατευθύνονταν στις υπηρεσίες και ειδικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις και συνθήκες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν εντός της στρατηγικής του κεφαλαίου και ειδικά εντός του πλαισίου ΕΕ-ΟΝΕ. Αντίθετα για τις περισσότερες υπάρχει ρητή απαγόρευση.
Αλλά και η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ τορπιλίζει οποιαδήποτε δυνατότητα ανεξαρτησίας στη λήψη οικονομικών αποφάσεων και ελεύθερης επιλογής διεθνών οικονομικών συνεργασιών. Είναι χαρακτηριστική και βρίσκεται σε εξέλιξη η παρέμβαση των Αμερικανών (φυσικών προϊσταμένων του ΝΑΤΟ) να ματαιώσουν την πιθανότητα ενός ελληνικού αγωγού για ρωσικό φυσικό αέριο. Η απεμπλοκή συνεπώς από κάθε ιμπεριαλιστικό συνασπισμό και από το συνολικό πλέγμα εξαρτήσεων είναι ο αναγκαίος όρος για να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις μιας αυτοδύναμης ανάπτυξης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αναφερόμαστε σε μία αυτοδύναμη και όχι σε μια αυτάρκη οικονομία. Κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατο ακόμα και για πολύ μεγάλου μεγέθους οικονομίες.
Αυτοδύναμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη
Η ελληνική αστική τάξη είναι προσδεμένη ολοσχερώς στους πάσης φύσεως ευρωπαϊκούς μηχανισμούς συμφερόντων. Στην καλύτερη περίπτωση προσπαθεί να διαπραγματευτεί ευνοϊκότερους όρους για να βελτιώσει τη θέση της.
Η αλλαγή πορείας δεν είναι οικονομικά ουδέτερη πράξη, έχει βαθύ ταξικό χαρακτήρα και πρόσημο.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε να καταρρέουν με πάταγο τα ιδεολογήματα και οι ανιστόρητες προσδοκίες για δήθεν υπέρβαση των εθνικών κρατών από υπερεθνικούς οργανισμούς που συνόδευαν την έλευση της παγκοσμιοποίησης. Στην πραγματικότητα οι επιθυμίες για αμοιβαία επωφελείς διεθνείς συνεργασίες, για «σύγκλιση των οικονομιών», αλλά και οι τρόποι «καλής συμπεριφοράς» στο εσωτερικό των ολοκληρώσεων (βλέπε ΕΕ), πήγαν περίπατο μπροστά στην ένταση του ανταγωνισμού. Αντί λοιπόν της υπέρβασης των εθνικών ανταγωνισμών έχουμε αναζωπύρωση των παλιών και δημιουργία νέων.
Η συμμετοχή σε μια τέτοια αρένα οξύτατου ανταγωνισμού, με τους όρους της παγκοσμιοποίησης, όπου τα ισχυρότερα κεφάλαια επιβάλλουν την ισχύ και την εξουσία τους, η εργατική τάξη της χώρας δεν έχει ουσιαστικά ελπίδες να διεκδικήσει τη βελτίωση της θέσης της.
Η επιλογή του δρόμου της ανεξάρτητης αυτοδύναμης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης σε εργατική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση δεν είναι συνεπώς μια αυθαίρετη σύλληψη, αλλά επιβάλλεται από την κατάσταση των πραγμάτων.
Είναι η κατάσταση των πραγμάτων που μας υπενθυμίζει εμφατικά ότι οι αγώνες του εργατικού κινήματος στην εποχή μας, από τη διεκδίκηση άμεσων μέτρων για την επιβίωση μέχρι την επαναστατική κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δεν μπορεί παρά να έχουν εθνική βάση και ισχυρά διεθνή ερείσματα, να κινείται προς μια άλλη, εργατική διεθνοποίηση με σοσιαλιστική κομμουνιστική προοπτική.
Παραδοσιακά τα κόμματα της Αριστεράς ενέτασσαν τα θέματα εθνικής ανεξαρτησίας στα υποκεφάλαια του προγράμματος των διεθνών σχέσεων. Σήμερα η διεκδίκηση ενός ανεξάρτητου δρόμου για αυτοδύναμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη πρέπει να καταλάβει κεντρική θέση στο πρόγραμμα της επαναστατικής Αριστεράς. Συμβαδίζει και δεν συγκρούεται με το διεθνισμό. Η απεξάρτηση από ΕΕ-ΟΝΕ, ΝΑΤΟ και από την πληθώρα διεθνών άλλων μηχανισμών, όπως ΔΝΤ, ΕΚΤ, EFSF, ESM, ΚΑΠ, Σένγκεν, διάφορες ανεξάρτητες αρχές που παρεμβαίνουν άμεσα στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, θα μεταβάλει καθοριστικά το συσχετισμό δυνάμεων.
Με δεδομένο πως μόνο οι εργαζόμενες τάξεις και τα υπόλοιπα πληττόμενα στρώματα έχουν συμφέρον για τη ριζική αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης. Είναι δηλαδή πρώτα απ’ όλα υπόθεση του οργανωμένου εργατικού-λαϊκού κινήματος να αγωνιστεί για την επιβολή άλλης πορείας.
Σκοπός αυτού του κινήματος δεν είναι να λύσει τα προβλήματα ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά να δημιουργήσει έναν τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων, ώστε να γίνεται πιο αποτελεσματικός ο αγώνας για την απόσπαση κατακτήσεων που θα βελτιώνουν τη ζωή των εργαζομένων και θα μειώνουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης ανοίγοντας τους αναγκαίους επαναστατικούς ορίζοντες.
Ο δρόμος της ανεξάρτητης αυτοδύναμης οικονομικής-κοινωνικής ανάπτυξης μπορεί να επιβληθεί στις σημερινές συνθήκες μόνο με την πάλη του εργατικού – λαϊκού κινήματος και να πραγματωθεί στο σύνολό του μόνο από την εξουσία-κυβέρνηση των δημιουργούμενων εργατολαϊκών οργάνων άσκησης εργατικής πολιτικής του οργανωμένου λαού. Σ’ αυτό τον αγώνα εκτός από τους εργαζόμενους έχουν συμφέρον να συστρατευτούν και άλλα πληττόμενα στρώματα μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού τους.