του Λεωνίδα Βατικιώτη
Το πρώτο σοκ της προηγούμενης εβδομάδας προήλθε από τους δανειστές. Οι προτάσεις που περιλαμβάνονταν στο πεντασέλιδο κείμενό τους δικαίως έκαναν ακόμη και τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ να φρίξουν, καθώς ανέτρεπαν κάθε κεκτημένο των διαπραγματεύσεων: από την υποβολή συμπληρωματικού προϋπολογισμού που θα περιλαμβάνει στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 1, 2, 3 και 3,5% του ΑΕΠ για τα έτη 2015, 2016, 2017 και 2018, μέχρι τον ΦΠΑ του 23%, όπου θα ενταχθούν όλα σχεδόν τα είδη πλην τροφίμων, φαρμάκων και ξενοδοχείων που θα φορολογούνται με 11% και την επαναφορά των δύο εργαλειοθηκών του ΟΟΣΑ, όλες οι προτάσεις τους πρόδιδαν διάθεση ρεβανσισμού και παντελούς αδιαφορίας για το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου. Νέα πολιτικά ήθη επίσης εγκαινίασε κι η παντελώς εξωθεσμική πενταμερής που συνεδρίασε στο Βερολίνο, παρουσία Μέρκελ, Ολάντ, Λαγκάρντ, Ντράγκι και Γιουνκέρ, παραπέμποντας στο πάλαι ποτέ διευθυντήριο.
Αν όμως δεν έκαναν τις απανωτές εκπλήξεις οι δανειστές τότε σίγουρα το σοκ της εβδομάδας θα είχε προέλθει από την ελληνική κυβέρνηση και τις προτάσεις που κατέθεσε στους δανειστές, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, που θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν προτείνει κι όλες οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις!
Στο πρόγραμμα των 47 σελίδων που περιέχει μέτρα προς εφαρμογή από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2016, μεταξύ άλλων θετικών όπως φόρος πολυτελείας ή έσοδα από τηλεοπτικές άδειες, περιλαμβάνονται: Πρώτο, πρωτογενή πλεονάσματα, που απέχουν ελάχιστα από τις προτάσεις των δανειστών, δηλαδή 0,6% για το 2015, 1,5% για το 2016, 2,5% για το 2017, και 3,5% για κάθε χρόνο μέχρι το 2022 αρχής γενομένης από το 2018. Δεύτερο, μονιμοποίηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Τρίτο, μαζικό ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας απ’ το οποίο αναμένεται να εισπραχθούν το τρέχον και το επόμενο έτος 3,18 δισ. ευρώ. Τέταρτον, «ανεξαρτητοποίηση» της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, κατ’ εντολή των πιστωτών ώστε να υπάγεται κατευθείαν στους «θεσμούς». Πέμπτο, περαιτέρω συγχώνευση των ασφαλιστικών ταμείων σε τρία. Εξέλιξη που προοιωνίζεται περικοπές παροχών. Έκτο, την επαναφορά της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος από το 2017 «και σε κάθε περίπτωση μέχρι να εγκαθιδρυθεί το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα στη χώρα» (σελ. 13). Επομένως μόνο για δύο χρόνια, το 2015 και το 2016, προτίθεται η κυβέρνηση να μην εφαρμόσει τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος. Έβδομο, σταδιακή ακύρωση των ευνοϊκών διατάξεων για πρόωρη συνταξιοδότηση, μέσω της προσθήκης ενός εξαμήνου το χρόνο στις σχετικές προβλέψεις. Όγδοο, απελευθέρωση επαγγελμάτων στη βάση των οδηγιών που περιλαμβάνονται στις δύο εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ. Ένατον, αξιολόγηση του προσωπικού στο Δημόσιο. Δέκατον, απελευθέρωση, δηλαδή ιδιωτικοποίηση της αγοράς φυσικού αερίου και επίσης επανεξέταση κι επανασχεδιασμό της υφιστάμενης αγοράς παροχής ηλεκτρισμού.
Υπάρχουν ωστόσο και χειρότερα, όπως οι προτάσεις για το δημόσιο χρέος. Το κείμενο εργασίας που εξέδωσε η κυβέρνηση, με τη μορφή άτυπης ενημέρωσης (νον πέιπερ) και υπό τον τίτλο Τελειώνοντας την ελληνική κρίση – Διαχείριση του χρέους και μεγέθυνση μέσω επενδύσεων σηματοδοτεί την οριστική ακύρωση κάθε προοπτικής διαγραφής του δημόσιου χρέους, ακόμη και του 5% που έλεγε ο Γ. Σταθάκης.
Πρόκειται για ένα ευφάνταστο σενάριο που ξεχειλίζει από ευσεβείς πόθους, συγκρινόμενο στους αυθαίρετους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει με τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους που περιείχε η έκθεση του ΔΝΤ του Μαΐου του 2014 κι η οποία κατέληγε ότι το 2022 το δημόσιο χρέος μπορεί να έχει μειωθεί στο 117,2%. Η τωρινή ανάλυση βιωσιμότητας είναι ακόμη πιο φιλόδοξη: καταλήγει ότι το δημόσιο χρέος μπορεί να μειωθεί στο 93% του ΑΕΠ το 2020 και στο 60% μέχρι το 2030, χωρίς μάλιστα να έχει διαγραφεί ούτε 1 ευρώ δημόσιου χρέους!
Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το χρέος μπορεί να μειωθεί τόσο γρήγορα περιλαμβάνουν τρεις πολιτικές. Με βάση την πρώτη, η Ελλάδα παίρνει νέο δάνειο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), χωρίς να συνοδεύεται από όρους, με το οποίο αγοράζει τα ομόλογα αξίας 27 δισ. ευρώ που διατηρεί στο χαρτοφυλάκιό της η ΕΚΤ. Το όφελος απ’ αυτή τη μεταβίβαση είναι πως μεταθέτει στο μακρινό μέλλον την αποπληρωμή του νέου δανείου, μετατρέπει δηλαδή ένα βραχυχρόνιο δανεισμό σε μακροχρόνιο κι επίσης πληρούνται πλέον οι όροι για να ενταχθεί η Ελλάδα στο Πρόγραμμα Νομισματικής Χαλάρωσης του Ντράγκι, καθώς τα ελληνικά ομόλογα που θα διατηρεί στο χαρτοφυλάκιό της η ΕΚΤ θα είναι κάτω του ορίου του 1/3 όσων κυκλοφορούν. Η δεύτερη πολιτική περιλαμβάνει την αξιοποίηση των κερδών της ΕΚΤ, γύρω στα 9 δισ. ευρώ, λόγω της αγοράς των ομολόγων σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την ονομαστική τους, για να ξεχρεωθεί μέρος των οφειλόμενων στο ΔΝΤ, που ανέρχονται στα 19,96 δισ. ευρώ. Το υπόλοιπο χρέος στο ΔΝΤ (γύρω στα 11 δισ. ευρώ) αποπληρώνεται μέσω της επιστροφής στις αγορές και με τις δόσεις του ΔΝΤ. Η τρίτη πολιτική περιλαμβάνει την επιμήκυνση και την αναδιάρθρωση των χρεών στους ευρωπαίους της πρώτης (διμερή δάνεια) και δεύτερης (ΕΤΧΣ) δανειακής σύμβασης, μέσω της έκδοσης διηνεκών ομολόγων (με επιτόκιο 2%-2,5%) και άλλων ομολόγων με ρήτρα ανάπτυξης. Να σημειωθεί πως και το 2012 στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους με το PSI εκδόθηκαν ομόλογα με ρήτρα ανάπτυξης. Δεν αποτελεί επομένως ριζοσπαστική πρόταση. Υποστηρικτικά στις παραπάνω προτάσεις προτείνεται να λειτουργήσουν δύο ακόμη, που περιλαμβάνουν καταρχήν ένα ειδικό επενδυτικό πρόγραμμα για την Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κι επίσης «όχημα» αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που παραπέμπει σε «κακή τράπεζα», χωρίς όμως να περιγράφεται έτσι. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω προτάσεων είναι πως «δεν προκαλούν κόστος στους πιστωτές της Ελλάδας», όπως αναφέρεται στο τέλος κάθε πρότασης. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δηλαδή αναγνωρίζεται κι η κυβέρνηση το αποπληρώνει «πλήρως και εγκαίρως». Ενώ, για μια ακόμη φορά, η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης επαφίεται στους δανειστές, στους οποίους μάλιστα τώρα προτείνονται μερικοί «έξυπνοι» τρόποι διαχείρισης του χρέους, τους οποίους ενδεχομένως να μην είχαν σκεφτεί… Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ακόμη κι αν κάποια απ’ αυτά τα μέτρα γίνουν δεκτά και υλοποιηθούν στη συζητούμενη αναδιάρθρωση, ως σύνολο θα απορριφθούν γιατί στόχος των δανειστών δεν είναι η επίλυση της δημοσιονομικής κρίσης, αλλά η διαιώνισή της, έτσι ώστε να υπάρχουν πάντα εκείνες οι αφορμές που θα επιτρέπουν τις πολιτικές παρεμβάσεις για να υποδεικνύουν τη δέουσα οικονομική πολιτική: από ιδιωτικοποιήσεις μέχρι μειώσεις μισθών. Μάρτυρας το επίτευγμά τους να αυξήσουν το δημόσιο χρέος όσο διαρκεί η «διάσωση» κατά 20 δισ. ευρώ και πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες. Δεν τους έλειπαν επομένως οι «έξυπνοι τρόποι» για να μειωθεί το χρέος.
Το γεγονός, από την άλλη, πως για ακόμη φορά η περίφημη «χρηματοοικονομική μηχανική» καταλήγει να κρεμόμαστε από τους δανειστές για να δοθεί μία κάποια λύση επαναφέρει την ανάγκη των μονομερών ενεργειών, της αναγγελίας παύσης πληρωμών του δημόσιου χρέους και τη διαγραφή του δηλαδή, και όχι απλώς τη μετάθεση των πληρωμών για λίγες εβδομάδες αργότερα…