του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η πεισματική άρνηση της κυβέρνησης να καταδικάσει επισήμως τα μέχρι στιγμής προβλεπόμενα στην υπό διαπραγμάτευση Διατλαντική Συμφωνία για το Εμπόριο (TTIP), όταν αυτή συζητήθηκε στη Βουλή, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ιδίως όταν πρόκειται για υπό διαμόρφωση συμφωνία με τόσο προφανή αντιδραστικό χαρακτήρα, που κάνει ακόμη και τους εκπροσώπους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να «μουδιάζουν» απέναντί της. Προφανώς οι απαντήσεις δεν μπορούν παρά να αναζητηθούν στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία.
Να θυμίσουμε ότι η TTIP αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή καπιταλιστικής ολοκλήρωσης με ιστορικό υπόβαθρο. Έχουν επιχειρηθεί αντίστοιχα εγχειρήματα τουλάχιστον δυο φορές την τελευταία 15ετία και μια συνεχή τάση του κεφαλαίου, προκειμένου να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό για την απρόσκοπτη κερδοφορία του θεσμικό περιβάλλον σε παγκόσμιο επίπεδο. Η οικονομική κρίση έχει εμφανώς καταστήσει επιτακτική την εξέλιξη ώστε ένας ενιαίος εμπορικός χώρος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ να αποτελέσει το αντίβαρο των αντίστοιχων ολοκληρώσεων μεταξύ Κίνας και Ρωσίας καθώς και του «μπλοκ» των λεγόμενων «αναπτυσσόμενων» οικονομιών. Ήδη για το θέμα έχουν πραγματοποιηθεί –σε καθεστώς απόλυτης μυστικότητας– εννέα διαπραγματευτικοί γύροι χωρίς πάντως να έχει δοθεί επίσημο χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης. Διαφαίνεται όμως ότι αποτελεί βασική προτεραιότητα τουλάχιστον της αμερικανικής πλευράς η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Τα σημεία αιχμής της συμφωνίας αποτελούν η κατάργηση των προστατευτικών ρυθμίσεων για σειρά προϊόντα με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η απελευθέρωση της αγοράς των μεταλλαγμένων αγροτικών προϊόντων. Το κυριότερο σημείο όμως είναι φυσικά η θεσμοθέτηση της υποχρέωσης των κρατών μελών να παράσχουν σταθερό περιβάλλον για τις επενδύσεις των πολυεθνικών κι αυτό να θεωρείται πρωταρχικό καθήκον. Στο πλαίσιο αυτό ορίζεται η ρήτρα, η οποία επιτρέπει στις ιδιωτικές εταιρείες να μηνύουν ακόμα και χώρες σε διαιτητικά δικαστήρια, για να ακυρώσουν μέτρα κατά τη γνώμη τους προστατευτικά για τη δραστηριότητά τους. Θεμελιώνει δικαιώματα για αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων σε περιπτώσεις αλλαγής της νομοθεσίας. Η αύξηση του κατώτερου μισθού σε μία χώρα ή η εθνικοποίηση μέρους του συστήματος υγείας ή του τραπεζικού συστήματος θα οδηγεί σε ειδικά διεθνή δικαστήρια. Με αυτή τη λογική θα έχουμε μια ραγδαία απαξίωση της τιμής της εργατικής δύναμης, θα έχουμε χτύπημα των όποιων συλλογικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων έχουν εναπομείνει πλέον στο όνομα της θωράκισης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας.
Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να πάρει συγκεκριμένη θέση για το ζήτημα εγείρει σοβαρά ερωτηματικά. Ιδίως εφόσον που δεν πρόκειται για συμφωνία η οποία έχει καταλήξει, άρα δεν πρόκειται για άμεσο πολιτικό ζήτημα, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει έντονη πίεση και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εικόνα αυτή καταγράφηκε ξεκάθαρα και στη συζήτηση για το θέμα στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής την προηγούμενη εβδομάδα. Τουλάχιστον τέσσερεις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, (Δ. Μητρόπουλος, Κ. Λαπαβίτσας, Θ. Πετράκος, Δ. Κοδέλας) ακόμη και ο ίδιος ο αναπληρωτής υπουργός Υποδομών Δ. Τσιρώνης τάχθηκαν ευθέως υπέρ της πολιτικής καταδίκης της συμφωνίας με το σημερινό της περιεχόμενο, όσο τουλάχιστον είναι γνωστό. Αντίστοιχη έκκληση έγινε και από βουλευτές του ΚΚΕ και των ΑΝΕΛ. Παρ’ όλα αυτά ο υπουργός Οικονομίας και αρμόδιος για το θέμα Γιώργος Σταθάκης αρνήθηκε να πάρει συγκεκριμένη θέση επιστρατεύοντας κάθε δυνατή υπεκφυγή, όπως για παράδειγμα ότι οι διαπραγματεύσεις θα καθυστερήσουν ή ότι δεν είναι θέμα για το οποίο χρειάζεται να ληφθεί απόφαση. Ζήτησε να ολοκληρωθούν οι επαφές και στη συνέχεια να υπάρξει συζήτηση σε κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας «είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο οι συζητήσεις. Συμμερίζομαι κάποιες αμφιβολίες για το πότε και το αν θα καταλήξει. Σίγουρα δεν θα καταλήξει πριν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Από κει και πέρα –εφόσον συνεχιστεί αυτό το θέμα και με το ρυθμό που θα συνεχιστεί– είμαστε εδώ, για να συζητήσουμε και να πάρουμε και τη γνώμη και τη συμβολή όλων όσων έχουν ισχυρή γνώμη γι’ αυτό». Παράλληλα αναφέρθηκε στη θέση που έχει εκφράσει για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης η ελληνική κυβέρνηση, σημειώνοντας πως «ήταν πάρα πολύ σαφής, διατύπωσε ισχυρές επιφυλάξεις στα βασικά σημεία, δηλαδή τη διαδικασία, τη διαφάνεια, ποιος αποφασίζει, τη μεικτή συμφωνία την οποία επαναφέραμε (σ.σ.: προβλέπει κύρωση από τα εθνικά κοινοβούλια), καθώς και το περιεχόμενο, δηλαδή τι περιλαμβάνεται σε αυτή την εμπορική συμφωνία και τι δεν πρέπει να περιλαμβάνεται, καθώς και την πλήρη αντίθεσή μας φυσικά, εγείροντας τα θέματα του ευρωπαϊκού δικαίου και τα θέματα της προστασίας των επενδύσεων».
Αυτά παρότι νωρίτερα ο Γ. Τσιρώνης είχε υποστηρίξει ότι «πιο πολύ με ανησυχούν αυτές οι διαπραγματεύσεις παρά εκείνες για τη συμφωνία (σ.σ.: με τους δανειστές)» ενώ ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Συρμαλένιος έθεσε το ερώτημα «εάν έχει τεθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεωνμ και δεν αναφέρομαι στις διαπραγματεύσεις ΕΕ-ΗΠΑ, αλλά Ελλάδας και θεσμών, αυτό το ζήτημα από τους δανειστές». Προφανώς σε αυτό που… έμμεσα περιγράφουν αυτές οι τοποθετήσεις βρίσκεται και η ουσία. Στη σημερινή φάση των διαπραγματεύσεων και στον ειδικό ρόλο που έχει αποδώσει στις ΗΠΑ στην όλη διαδικασία η κυβέρνηση δεν έχει περιθώριο για… αμφισβητήσεις τέτοιου είδους θεμάτων.