του Λεωνίδα Βατικιώτη
Εντολές σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που παραπέμπουν σε παραγγελίας πίτσας, του στιλ «έχουμε ανάγκη για χαμηλότερα επιτόκια Libor, μπορείς να το στείλεις πιο κάτω;», και κυνικές ομολογίες του τύπου «ούτε η Μητέρα Τερέζα δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στη χειραγώγηση του επιτοκίου Libor» συνθέτουν τον καμβά των συνεχιζόμενων αποκαλύψεων για τη χειραγώγηση του επιτοκίου αναφοράς Libor (London interbank Offered Rate). Μεταξύ των τραπεζών πρωταγωνιστριών στη χειραγώγηση του επιτοκίου ήταν η UBS, η Ντόιτσε Μπανκ, η JP Morgan, η Σίτι και άλλα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που τώρα στέκονται στη σειρά να πληρώσουν τα εξωφρενικά πρόστιμα τα οποία τους επιβλήθηκαν. Ενδεικτικά, η Ντόιτσε Μπανκ δέχθηκε να καταβάλει πρόστιμο ύψους 2,5 δισ. δολ.! Ποσό που όσο ιλιγγιώδες κι αν φαίνεται δεν είναι παρά σταγόνα στον ωκεανό όπου κολυμπά καθημερινά η συγκεκριμένη «βιομηχανία». Ειδικότερα, το ύψος του επιτοκίου Libor, όπως διαμορφώνεται καθημερινά μεταξύ των τραπεζών ως τις 11 το πρωί από το Λονδίνο (απ’ όπου πραγματοποιείται το 30% όλων των πράξεων αγοραπωλησίας ξένου συναλλάγματος και το 20% του παγκόσμιου διατραπεζικού δανεισμού) για να ανακοινωθεί στη συνέχεια αποτελεί το επιτόκιο αναφοράς σε συμβόλαια που κατά συντηρητικές εκτιμήσεις η αξία τους αγγίζει τα 350 τρισ. δολ.
Η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, με τις αξίες που εγγράφονται στο ενεργητικό του να αποτελούν αναπόσπαστο αλλά και φθίνον τμήμα της παραγωγής αξιών (δεν είναι επομένως μόνο σχέση αντίθεσης αλλά και ενότητας), δεν είναι παρά η άλλη όψη της τρέχουσας κρίσης. Μια κρίση που έχει λάβει μορφή νομισματική, τραπεζική, χρηματιστηριακή, μέσων συναλλαγής, δημοσιονομική, κ.ά., στις περισσότερες ωστόσο χώρες της Ευρώπης τουλάχιστον αρχικά εμφανίστηκε ως κρίση πτώσης του ποσοστού κέρδους, χωρίς προφανώς να είναι κι απαραίτητο. Σε αυτό το πλαίσιο η μαρξιστική ερμηνεία της τρέχουσας κρίσης δεν μπορεί να αναζητά τις αιτίες της αποκλειστικά και μόνο στην πτώση του ποσοστού κέρδους, εξαφανίζοντας από το οπτικό πεδίο το ντόμινο που η πτώση ενεργοποίησε κι αφήνοντας στη συνέχεια όλα τα… λουλούδια της κρίσης να ανθίσουν.
Καίρια θέση σε αυτή την αλληλουχία γεγονότων έχει η κρίση όπως εμφανίζεται και οξύνεται από την κυκλική άνοδο του επιτοκίου (ως μορφή ανταμοιβής του τοκοφόρου κεφαλαίου) συμπιέζοντας το ποσοστό κέρδους και επηρεάζοντας τη συσσώρευση, όπως το κάνει για παράδειγμα η αυξημένη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Η όλο και συχνότερη δε καταφυγή στα δανειακά κεφάλαια, ίδιον χαρακτηριστικό του σύγχρονου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αυξάνει το βαθμό ευαισθησίας του κεφαλαίου στην αυξομείωση του επιτοκίου. Η χρηματιστικοποίηση επομένως, όπως εν συντομία έχει χαρακτηριστεί η τρέχουσα φάση υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα κι η οποία αποκαλύπτεται ως τέτοια πίσω για παράδειγμα από την ακμάζουσα βιομηχανία των παραγώγων αξίας 630,15 τρισ. δολ. (τον Δεκέμβρη του 2014, με βάση τη Διεθνή Τράπεζα Διακανονισμών) δεν αναιρεί ούτε στρέφεται αναγκαστικά, εναντίον της μαρξιστικής ανάλυσης περί πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Την αλληλοσυμπληρώνει αν εξεταστεί υπό το πρίσμα ανάλυσης του κεφαλαίου ως όλον, χωρίς δηλαδή το σύνηθες δέος που προκαλεί ο «ιμπεριαλισμός» του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Σε αυτό το φόντο η βροχή προστίμων στις μεγαλύτερες τράπεζες για τη χειραγώγηση του Libor είναι οι παράπλευρες απώλειες σε μια μάχη, της εξόδου από την κρίση, που ακόμη δεν έχει κριθεί…