Θα πρέπει να είναι κοινός τόπος ότι στην πολιτική των λαϊκών μετώπων υπάρχουν δύο αναμφισβήτητα δεδομένα. Το πρώτο είναι ότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις της νικηφόρας μαζικότητας, το δεύτερο ότι αυτή η νικηφόρα δυνατότητα εξ ορισμού εμποδιζόταν.
του Κώστα Παλούκη
Το ΕΑΜ ως πρότυπη μετωπική πολιτική – Ο Mεσοπόλεμος αντιμετωπίζεται σαν παιδική ηλικία του κινήματος
του Κώστα Παλούκη
Η περίοδος του μεσοπολέμου αντιμετωπίζεται από την ελληνική Αριστερά και την αριστερή ιστοριογραφία συνήθως σαν μια προϊστορική εποχή του κυρίως ιστορικού χρόνου, δηλαδή της κατοχής και της ΕΑΜικής αντίστασης. Κατ’ αναλογία το ΕΑΜ θεωρείται η κύρια και πρότυπη για τους έλληνες κομμουνιστές μετωπική πολιτική, ενώ τα πολιτικά μέτωπα του μεσοπολέμου χρεοκοπημένα και ιστορικά αποτυχημένα.
Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του ΚΚΕ της δεκαετίας του 1940 αντιμετωπίζουν την προηγούμενη δράση τους ως την δική τους ατομική προϊστορία από την παιδική αριστερίστικη ηλικία στην ώριμη ενηλικίωση. Γι’ αυτό σε αυτήν την περίοδο συνήθως χαρίζουν τις εισαγωγές των αναμνήσεών τους, σαν ένα αναγκαίο προσημείωμα. Αυτήν την οπτική κληροδότησαν στις επόμενες γενιές και σύντομα αυτή η αναπαράσταση μετατράπηκε σε έναν κοινό τόπο. Τα πρώτα βιβλία για την ιστορία του ΚΚΕ αναπαρήγαγαν ακριβώς αυτήν την αναπαράσταση ανεξάρτητα από κομματική προέλευση. Προφανώς αυτή η σχέση είναι λογική. Η Αριστερά για πρώτη φορά την εποχή της αντίστασης συνδέθηκε με ευρύτατα εργατικά, αγροτικά και γενικότερα λαϊκά στρώματα, δημιούργησε δημοκρατικούς θεσμούς αυτοδιοίκησης του λαού μέσα στην κοινωνία. Κυρίως όμως συγκρότησε ένοπλο στρατό, αντιπαρατέθηκε με τους κατακτητές και απελευθέρωσε την χώρα, διατηρώντας ανοιχτό το ερώτημα της κατάληψης της εξουσίας, άσχετα εάν εντέλει επέλεξε την παραχώρησή της ουσιαστικά στους αστούς και Βρετανούς, προσδοκώντας το δικαίωμα της διεκδίκησής της μέσα από τη νομιμότητα. Στη συνέχεια συγκρούστηκε ένοπλα δύο φορές με την ελληνική αστική τάξη, την πρώτη στα αστικά κέντρα και την δεύτερη στα βουνά, και ηττήθηκε.
Αυτό το τεράστιο μνημονικό “βουνό” της δεκαετίας του 1940, φορτωμένο με τραύματα, ερωτήματα, αποσιωπήσεις, φόβο, αυτολογοκρισία και ενοχές, έκρυψε με την σκιά του τις προηγούμενες εποχές. Η ΕΑΜογενής αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσ., μ-λ ρεύματα) είχε να διαχειριστεί τη μεγάλη ήττα και να ξανασηκωθεί όρθια. Τα μάτια λοιπόν δεν μπορούσαν να ξεφύγουν ποτέ από τη μεγάλη εκείνη εποχή και αναζητούσαν εκεί τις απαντήσεις στα ερωτήματα του εκάστοτε παρόντος. Τα μόνα τμήματα της αριστεράς τα οποία αναζητούσαν απαντήσεις στις προηγούμενες εποχές ήταν οι τροτσκιστές. Για εκείνους η μεγάλη εποχή ήταν ο μεσοπόλεμος, αφού οι στρατηγικές επιλογές των τροτσκιστών κατά την περίοδο της αντίστασης και των αρχειομαρξιστών κατά την περίοδο του εμφυλίου οδήγησε τους πρώτους στο περιθώριο των εξελίξεων και τους δεύτερους στην ενσωμάτωση στο αντικομμουνιστικό μεταπολεμικό καθεστώς.
Οι εκρηκτικές δυνατότητες και οι αδυναμίες του λαϊκού μετώπου
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε με λεπτομέρεια εδώ τις τεράστιες διαφορές που ορίζουν την κομμουνιστική Αριστερά του μεσοπολέμου από εκείνη του πολέμου. Θα υπογραμμίσουμε όμως μερικές καθοριστικές πλευρές οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να τίθενται από το 1934. Ο φασισμός διαβαθμίζεται σε σχέση με την αστική δημοκρατία ως χειρότερος εχθρός. Το ΚΚΕ διεκδικεί την ηγεμονία από τα αστικοτσιφλικάδικα κόμματα και θέτει το ζήτημα της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας από τον ελληνικό φασισμό, της εθνικής ανεξαρτησίας – ελευθερίας της χώρας απέναντι στην διπλή εξάρτηση από ντόπιο και ξένο κεφάλαιο και της ακεραιότητάς της σε μια ενδεχόμενη επίθεση από τον ξένο φασισμό. Σε αυτήν την κατεύθυνση υιοθετεί το σχέδιο ενός πλατιού δημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου και προτάσσει το όραμα μιας λαϊκής δημοκρατίας. Το ΚΚΕ από διεθνιστικό αντι-εθνικό και αντικοινοβουλευτικό κόμμα, αυτοπροβάλλεται ως εκείνο που υποστηρίζει τον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό και υιοθετεί έναν πατριωτικό λόγο.
Πράγματι, τομή σε αυτές τις διεργασίες είναι το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς καθώς επιβάλλει τις νέες κατευθύνσεις. Αυτή η αλλαγή συνιστά μια μεγάλη ρήξη με το μπολσεβίκικο λενινιστικό παρελθόν και με τις παρακαταθήκες που άφησε η επανάσταση του 1917. Αντανακλά στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ σοβαρές και σημαντικές ανακατατάξεις. Η γενιά της επανάστασης αισθανόταν ότι το αυταρχικό μοντέλο που είχε εγκαθιδρυθεί έπρεπε να τελειώσει και διεκδικούσε την ανατροπή του Στάλιν στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης των αιτημάτων του Οκτώβρη. Αυτό ακριβώς σηματοδοτούσε η υπόσχεση για ένα πιο δημοκρατικό σύνταγμα. Η ηγεσία όμως του σοβιετικού κράτους αντιλαμβανόταν ότι μια τέτοια διεργασία θα οδηγούσε στην ανατροπή της. Προτάσσοντας λοιπόν με όρους εθνικισμού την εξωτερική και εσωτερική απειλή του νέου κράτους δημιούργησε την εσωτερική συναίνεση και ουσιαστικά εξόντωσε με την κατηγορία του τροτσκισμού όλη εκείνη τη μεγάλη ιστορική γενιά της επανάστασης. Είναι φανερό ότι με αυτήν την εξόντωση βαθαίνει ουσιαστικά η αντεπανάσταση και αποκόβεται κάθε πραγματικό σχέδιο οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Κάθε άλλη τοποθέτηση σε αυτό το ζήτημα θα πρέπει να αναμετρηθεί με μια σειρά ερωτήματα που μόνο με θεωρητικό συνδικαλισμό και πολύ ιδεολογικό φανατισμό μπορεί να ξεπεράσει για να καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα.
Το σοβιετικό κράτος εισέρχεται στην διεθνή σκακιέρα όχι ως κράτος απειλή, αλλά ως επίσημος και ισότιμος διεθνής συνομιλητής με ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα. Αυτές οι διεργασίες χαιρετίζονται στο εξωτερικό από κυβερνήσεις και αστικές εφημερίδες, παρά τις προβεβλημένες κριτικές για τις δίκες. Μάλλον καλύτερα οι προσεγγίσεις απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη είχαν αντιφατικό χαρακτήρα. Σε διάφορες συντηρητικές εφημερίδες της Αγγλίας, της φασιστικής Ιταλίας, μπορούσε κανείς να διαβάσει ενθουσιώδη άρθρα για τον νέο εθνικό μπολσεβικισμό του Στάλιν και τη μεγάλη ρήξη με τον τροτσκισμό, δηλαδή τον επαναστατικό κομμουνισμό. Την ίδια στιγμή αστικές δημοκρατικές εφημερίδες στον αγγλόφωνο κυρίως κόσμο καταγγέλλουν ως συντηρητική και αυταρχική αυτήν την στροφή και φυσικά τις διώξεις εναντίον των τροτσκιστών. Η σύγκρουση στην Ισπανία ανάμεσα στο POUM και το Ισπανικό ΚΚ λειτουργούν καθοριστικά σε αυτές τις αναπαραστάσεις. Αυτή η εθνική στροφή της ΕΣΣΔ επιτρέπει στην ηγεσία της μια ευέλικτη πολιτικά και ιδεολογικά διπλωματία, που μπορεί να δικαιολογεί συμμαχίες τη μια φορά με την δημοκρατική Γαλλία και την άλλη με την φασιστική Γερμανία.
Πράγματι, αυτή η στροφή σημαίνει για τα κομμουνιστικά κόμματα σε διεθνές επίπεδο μια νέα ιστορική φάση ανάπτυξης και μαζικοποίησης, μετά από τη μακρά περίοδο του σοσιαλφασισμού και τις καταστροφικές συνέπειες σε Γερμανία και άλλες άλλες χώρες. Και αυτή η αίσθηση της επιτυχίας ήταν τόσο σημαντική ώστε διέλυσε κάθε διαφωνία και κριτική επιτρέποντας και νομιμοποιώντας όλες αυτές τις αλλαγές. Το ΚΚ Γαλλίας γίνεται ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων, το ΚΚ Ισπανίας και μια σειρά άλλων ΚΚ, ανάμεσα στα οποία και το ελληνικό. Παράλληλα όμως, η ευέλικτη διπλωματική πολιτική της ΕΣΣΔ προκάλεσε τεράστιες αντιφάσεις, αντιθέσεις και συγχύσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Συγκεκριμένα, το σύμφωνο Μολώτφο-Ρίμπετροφ άνοιξε μια νέα προοπτική διαβαθμίζοντας τους φασισμούς σε καλούς και κακούς ανάλογα με τη σχέση που οι χώρες είχαν με την ΕΣΣΔ σε διεθνές επίπεδο .
Χωρίς να λάβει κανείς υπόψη του αυτές τις διεργασίες δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει την τεράστια σύγχυση μέσα στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα της εποχής. Από αυτην την άποψη, το πρόσφατο κείμενο της ΚΕ του ΚΚΕ συμβάλλει θετικά στον διάλογο, ανεξάρτητα από τις αξιολογήσεις του συγγραφέα, γιατί με μία σχετική νηφαλιότητα παρουσιάζει όλο αυτό το μπέρδεμα και θίγει πολλά ζητήματα που στο παρελθόν ήταν “ταμπού”. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην σχολιάσει πως εν τέλει το ενδιαφέρον είναι η νομιμοποίηση της σημερινής γραμμής επιλέγοντας το “παρελθόν” που του ταιριάζει. “Ξαναφτιάχνει” δηλαδή την συλλογική κομματική μνήμη επαναξιολογώντας τις σκοτεινές ή τις ξεχασμένες πλευρές της ιστορίας του.
Το ΚΚΕ είχε να αναχθεί στον βασικό και κύριο πολιτικό εχθρό του βασιλομεταξικού καθεστώτος. Την ίδια στιγμή ουσιαστικά διαλύεται και ένα μέρος του, το μεγαλύτερο, ακολουθεί το χαφιέδικο τμήμα του είτε συνειδητά ως όργανα της ασφάλειας είτε πιστεύοντας πως με αυτόν τον τρόπο εκφράζει καλύτερα την πολιτική του γραμμή. Το καθεστώς ελέγχει το μηχανισμό του κόμματος και τον καθοδηγεί. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να εξηγήσουμε πολιτικά το συνειδητό πέρασμα στο άλλο στρατόπεδο, αλλά και το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτις της βάσης αποδεχόταν και υιοθετούσε τις κατευθύνσεις τις χαφιέδικης ηγεσίας. Το βιβλίο προσπαθεί να αγγίξει αυτό το ζήτημα δικαιώνοντας την τίμια κεντρική επιτροπή, ενώ παρουσιάζει τμήμα της βάσης να ανησυχεί και να προβληματίζεται.
Κατά την άποψή μου, τρεις είναι οι σημαντικοί παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Ο πρώτος είναι οι απογοητεύσεις των μελών του ΚΚΕ, ο δεύτερος είναι η δυνατότητα ιδεολογικών συγκλίσεων που προσφέρει το βασιλομεταξικό καθεστώς σε ένα κόμμα με χαρακτηριστικά εθνικού μπολσεβικισμού με κοινό εχθρό έναν παλιό διεθνιστικό κομμουνισμό και ο τρίτος η υλική διάσταση των κοινωνικών κατακτήσεων που το βασιλομεταξικό καθεστώς προσφέρει. Συνολικά, η προσπάθεια αυτή του καθεστώτος δεν είναι άσχετη την δική του πορεία φασιστικοποίησης και αναζήτησης βαθιών πολιτικών ερεισμάτων μέσα στα εργατικά στρώματα. Δηλαδή την επιδίωξη να μεταμορφωθεί από ένα φασιστόμορφο σε ένα φασιστικό καθεστώς με μαζική υποστήριξη. Από την άλλη υπάρχουν όλες οι δυνατές προϋποθέσεις τόσο στην κοινωνία όσο και στην ιδεολογία αφού ο “νέος μαρξισμός” μετά το σύμφωνο Ρίμπετροφ Μολώτοφ μπορεί να διαβαθμίζει τους φασισμούς σε καλούς και κακούς. Δημιουργείται δηλαδή ένα νἐο “κριτήριο”για τον φασισμό που μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά σε εποχές σύγχυσης.
Το γράμμα του Ζαχαριάδη πράγματι δίνει ιδεολογική νομιμότητα στην γενικότερη πολιτική εξέλιξη του ΚΚΕ σφραγίζοντας την λογική της εθνικής ενότητας με όρους υποταγής στην βρετανόφιλη ελληνική αστική τάξη, αλλά και ταυτόχρονα δίνει τις κατευθύνσεις για πως ο ίδιος ο λαός θα δώσει τον αντιφασιστικό αγώνα. Είναι λοιπόν μια μεγάλη τομή γιατί ουσιαστικά αφήνει πίσω εντελώς κάθε στοιχείο του μεσοπολεμικού κομμουνισμού και γίνεται η βάση για τη νέα μεγάλη εποχή του πατριωτικού λαϊκού αντιστασιακού αγώνα που οδήγησε στην Ελλάδα στην ελευθερία και τον ελληνικό λαό έξω από την πόρτα της εξουσίας. Την ίδια στιγμή παραμένει ένα αντιφατικό ντοκουμέντο και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. Το 1945 ο Τσόρτσιλ περιγράφοντας την εξέγερση του Δεκέμβρη δικαιολογούσε την βρετανική επέμβαση κατηγορώντας τους έλληνες κομμουνιστές ότι δεν είναι αυθεντικοί κομμουνιστές, όπως ο Στάλιν, αλλά τροτσκιστές, και χαρακτήριζε την ίδια την εξέγερση ως τροτσκιστική. Για τον ίδιο οι έλληνες κομμουνιστές εγκατέλειψαν την πολιτική της συναίνεσης και της υποταγής και υιοθέτησαν την λογική της προλεταριακής επανάστασης και της ανατροπής της αστικής τάξης. Δηλαδή επέστρεψαν στον παλιό “κακό κομμουνισμό” του Οκτώβρη. Αυτά τα λόγια αναπαρήγαγαν όλες οι ελληνικές αστικές εφημερίδες επιζητώντας την άνευ όρων υποταγή των δυνάμεων του ΚΚΕ. Προφανώς και αυτό δεν ίσχυε. Το ΚΚΕ και μαζί του όλο το αντιστασικαό κίνημα έχασε γιατί ακριβώς ακολουθούσε τη λογική της συναίνεσης και της υποταγής διεκδικώντας με τα όπλα απλά κάποιους καλύτερους όρους για την συναίνεση, έναν δρόμο “νομιμότητας” και τήρησης των συμφωνίων.
Πράγματι, λοιπόν στην πολιτική των λαϊκών μετώπων υπάρχουν δύο αναμφισβήτητα δεδομένα. Το πρώτο είναι ότι δημιούργησε της προϋποθέσεις της νικηφόρας μαζικότητας, το δεύτερο είναι ότι αυτή η νικηφόρα δυνατότητα εξ ορισμού εμποδιζόταν. Όποιος λοιπόν δεν βλέπει το πρώτο ή το δεύτερο κάνει μια ιδεολογική επιλογή και τίποτε παραπάνω. Το ζήτημα δεν είναι να πετάξουμε το κομμουνιστικό κίνημα μετά το 1917 στα σκουπίδια και να αναζητούμε την αυθεντική αλήθεια αποκλειστικά και μόνο στις δέκα ημέρες που άλλαξαν τον κόσμο. Ούτε να ψάχνουμε την σωστή εργατική πολιτική στις χρεωκοπημένες λογικές της Ενωτικής ΓΣΕΕ και της υπερεπαναστατικής σεχταριστικής ανεξάρτητης ηγεσίας που απομόνωσε το κομμουνιστικό κίνημα. Ούτε από την άλλη μπορούμε να αποθεώνουμε μια μετωπική πολιτική που ενείχε εν τοις όροις την ήττα, γιατί επιδιώκουμε να αποκρύψουμε τις αντεπαναστατικές συνθήκες στην Ρωσία που καθόρισαν διεθνώς την ήττα.
Αν και κάθε νέα εποχή έχει τις δικές τις ιδιαίτερες συνθήκες, ωστόσο δεν μπορούμε να αποκόψουμε τη ματιά από το παρελθόν, γιατί δεν είμαστε σε θέση να σχεδιάσουμε παρά μόνο με ότι έχουμε ως δεδομένο. Και το παρελθόν είναι το μόνο δεδομένο με το οποίο μπορούμε να αναμετριόμαστε. Συνεπώς, το ερώτημα είναι να αναζητήσουμε στο παρόν με βάση τον ορθό λόγο, με βάση τα σημερινά δεδομένα μια σύγχρονη επαναστατική τακτική που δεν θα είναι συνάμα ούτε σεχταριστική ούτε ρεφορμιστική. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να στοιχηθούμε πίσω από τη μία ή την άλλη γραμμή του παρεθόντος, ούτε όμως και να το πετάξουμε όλο στα σκουπίδια. Με αυτό το κριτήριο της μαρξιστικής κριτικής θα πρέπει να εξετάζουμε το παρελθόν, εάν θέλουμε πραγματικά να αντλήσουμε εμπειρία από αυτό.