του Παναγιώτη Μαυροειδή
Τραγική ομολογία υποταγής μιας κυβερνητικής πολιτικής που πρέπει να ανατραπεί
Οταν το τελευταίο επιχείρημα της «διαπραγμάτευσης» της κυβέρνησης είναι «δώστε μας εσείς ρευστότητα, ώστε να πάρουμε αντεργατικά μέτρα εμείς», η πλήρης υποταγή και υπαγόρευση της πολιτικής από τα αφεντικά της ευρωζώνης ομολογείται ρητά. Αλλιώς: «Μονά κερδίζετε, ζυγά χάνουμε». Όλα βαδίζουν προς την υπογραφή μιας ντροπιαστικής συμφωνίας με αρνητικές συνέπειες ιστορικών διαστάσεων, τόσο οικονομικές όσο και πολιτικές. Όχι γιατί θα είναι το πρώτο και μοναδικό πακέτο αντεργατικών μέτρων στην Ελλάδα αλλά ακριβώς επειδή αυτή τη φορά θα έχει τη συνηγορία και τη σφραγίδα μιας «αριστερής» κυβέρνησης.
Υποτίθεται ότι η συμφωνία στο Γιούρογκρουπ της 20ής Φλεβάρη εξασφάλιζε χρόνο κινήσεων απέναντι στους κουτόφραγκους. Αυτός που κέρδισε όλο το χρόνο είναι οι δανειστές, η ευρωζώνη και το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση με την πλάτη πλέον στον τοίχο στηρίζεται στις ελάχιστες σταγόνες ρευστότητας που παρέχει η ΕΚΤ, ίσα ίσα για να προστατεύεται η τελευταία από μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
Η προώθηση της αρπαγής μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) επιβεβαιώνει ότι, τελικά, μια μνημονιακή αντιλαϊκή πολιτική αναπόφευκτα θα είναι και αυταρχική. Η μεγάλη ήττα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η καταφυγή στο επιχείρημα απέναντι στους πασίχαρους για την κατρακύλα αλαλάζοντες βουλευτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή: «Και εσείς τα ίδια δεν κάνατε; Δεν κυβερνούσατε με ΠΝΠ;» Ακόμη χειρότερα, η Αριστερή Πλατφόρμα αποτέλεσε τον μαχητικότερο υπερασπιστή της υπέρ χρέους και δόσεων κλοπής, βαφτίζοντάς την πράξη αντίστασης και προετοιμασία ρήξης!
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στηρίχτηκε σε πολιτικές υποθέσεις που διαψεύδονται τραγικά και επώδυνα. Ήταν μοιραίο αποτέλεσμα της βαθιάς πίστης για τον «προοδευτικό» χαρακτήρα της ΕΕ, που απλά αυτή τη στιγμή «καπελώνεται από δογματικούς νεοφιλελεύθερους τύπου Μέρκελ οι οποίοι φέρονται ασυλλόγιστα». Αλλά ήταν και λογική συνέπεια και κατάληξη ενός πολιτικού προγράμματος που διακήρυσσε πως θα βρει τρίτο δρόμο ανάμεσα στη ρήξη και την υποταγή, περιοριζόμενο τελικά σε ένα «νεοφιλευθερισμό με κοινωνική ευαισθησία» αλά Μπλερ και ΓΑΠ.
Με αυτή την έννοια, οι διστακτικές διαφωνίες αριστερών τάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν είναι καλοδεχούμενες και αναμενόμενες, αν δεν συνοδεύονται από αυτοκριτική και εμβάθυνση δεν πείθουν κανένα, δεν χαράσσουν καμία ουσιώδη εναλλακτική, απλώς βοηθούν στην ελεγχόμενη έκφραση της εσωκομματικής δυσφορίας.
Οι φορολογικές διακηρύξεις θα ακρωτηριαστούν ριζικά σε ό,τι αφορά τις φοροελαφρύνσεις προς τους χαμηλόμισθους, ενώ δεν θα επιβαρυνθεί περαιτέρω το μεγάλο κεφάλαιο. Τα έσοδα από έμμεσους φόρους θα αυξηθούν ακόμη κι αν αυτοί δεν ενσωματωθούν σε τυπική αύξηση στον ΦΠΑ.
Η πλειάδα ρυθμίσεων χρεών συνιστά πακέτο εισπρακτικών μέτρων. Θα έχει μόνο άμεσα αποτελέσματα, ελκύοντας τρομοκρατημένους μικροοφειλέτες και δίνοντας την ευκαιρία ξεπλύματος και χαρίσματος προστίμων σε απατεώνες ολκής από τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Η άνοδος του κατώτατου μισθού, εκτός της χρονικής μετάθεσης, θα συνοδευτεί από αντισταθμιστικά μέτρα που ζητούν οι εργοδότες (μείωση εργοδοτικών εισφορών και μετατροπή των επιδομάτων ανεργίας σε «επιδόματα εργασίας» μαζί με πληρωμή εισφορών από το κράτος), που θα δυναμιτίσουν κι άλλο την κατάσταση των Ταμείων.
Η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ έχει φύγει από τη συζήτηση, με πιθανότερο ενδεχόμενο τη διατήρησή του με κάποιες οριακές ελαφρύνσεις κυρίως για τους αγρότες και ελάχιστη μείωση των συνολικών εσόδων των 2,6 δισ. του 2014.
Το ζητούμενο δεν είναι να επισημάνει κανείς προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τι θα έπρεπε να κάνει. Δεν είναι το πρόβλημα στην έλλειψη φαεινών ιδεών αλλά στη συνολική κατεύθυνση και τα ταξικά πολιτικά όρια της κυβερνητικής πολιτικής, η οποία σε αντίθεση με την προσμονή και την εντολή των ψηφοφόρων κινείται σε πλαίσιο διαχείρισης της συνέχειας του κράτους, των πλεονασματικών προϋπολογισμών, του αρνητικού μνημονιακού κεκτημένου, των δεσμεύσεων απέναντι σε δανειστές και ευρωζώνη. Με λίγα λόγια, κινείται σε πλαίσιο αστικής συστημικής διαχείρισης, με σταγόνες κοινωνικής ευαισθησίας και πινελιές αριστερής φρασεολογίας.
Η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική Αριστερά αναζητά άλλη κατεύθυνση, ξεκινώντας από την εκτίμηση πως δεν υπάρχει τρίτος δρόμος ανάμεσα στη ρήξη και τη συνέχιση της άθλιας αντιλαϊκής πολιτικής που διασφαλίζει η παραμονή στην ΕΕ και η κυριαρχία του κεφαλαίου.
Πρόκειται για δύο αντίθετες ταξικά και πολιτικά κατευθύνσεις, με διεκδικήσεις μεσω της διαπάλης στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Αν αυτή η διαπάλη γίνει σε ένα πεδίο κινήματος και κοινής αγωνιστικής δράσης, η θετική της έκβαση μπορεί και πρέπει να αντιστρέψει τις εξελίξεις.
Η κυβέρνηση φαίνεται να παίρνει θάρρος από την κινηματική άπνοια της στιγμής και να την εκλαμβάνει ως στήριξη ή έστω ανοχή. Πράγματι αυτή τη στιγμή η απογοήτευση προηγείται της δυσαρέσκειας για την κυβέρνηση. Η τελευταία ωστόσο υποτιμάει την εκρηκτική κοινωνική και πολιτική κατάσταση που θα δημιουργήσει σύντομα η εξάντληση των χρημάτων στα εργατικά και λαϊκά πορτοφόλια σε συνθήκες όπου το ζήτημα των ζητημάτων, δηλαδή η ανεργία και η δημιουργία δουλειών, δεν αντιμετωπίζεται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε ρόλο «αριστερής» φτηνής κινδυνολογίας, αρέσκεται να μονολογεί: «Αν αποτύχουμε θα έρθει η Χρυσή Αυγή!» Στην ουσία θέλουν να πουν: «Στηρίξτε μας, διότι θα έρθει η Χρυσή Αυγή». Η αλήθεια είναι διαφορετική: Ο κόσμος πήγε μαζικά προς την Ακροδεξιά εκεί και τότε, όπως στη Γαλλία, όπου σύμπασα η Αριστερά ταυτίστηκε με μια νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική, δήθεν «αριστερή» και από «αριστερή κυβέρνηση». Τέτοιο πολιτικό έγκλημα στην Ελλάδα εμείς δεν πρόκειται να διαπράξουμε.
Αριστερή πολιτική, αντίθετα, σημαίνει κινηματική και πολιτική αντεπίθεση, εργατική αντιπολίτευση για την ήττα και την ανατροπή της κυβερνητικής γραμμής των νέων Μνημονίων και του ραγιαδισμού.