της Εύης Πανδη
Στην τελική ευθεία πριν από τη συζήτηση και ψήφιση από τη Βουλή βρίσκεται το σχέδιο νόμου που έχει τον τίτλο «Εκδημοκρατισμός της διοίκησης – Καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και ηλεκτρονική διακυβέρνηση – Αποκατάσταση αδικιών και άλλες διατάξεις» ή αλλιώς το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου. Στην εκδοχή που έχει κατατεθεί στη Βουλή έχουν αφαιρεθεί οι ρυθμίσεις που αφορούσαν τη θέσπιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο Δημόσιο και τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων αορίστου χρόνου, οι οποίες περιέχονταν στην αρχική εκδοχή του νομοσχεδίου όπως είχε δοθεί στη δημόσια διαβούλευση. Από τις εναπομείνασες διατάξεις, υπάρχουν κάποιες που ενσωματώνουν και ικανοποιούν πλευρές των αιτημάτων και των αγώνων του κινήματος του προηγούμενου διαστήματος και καταργούν κραυγαλέα αντιδραστικές και αυταρχικές ρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων. Τέτοιες είναι η κατάργηση των διατάξεων του πειθαρχικού που καταργούσαν το τεκμήριο της αθωότητας, η τροποποίηση των διατάξεων για την επιστράτευση και οι επαναπροσλήψεις κάποιων κατηγοριών διαθέσιμων και απολυμένων.
Το νομοσχέδιο είναι δείγμα γραφής απόλυτα συμβατό με τη γενική κυβερνητική πολιτική: επιχειρεί να αμβλύνει τη σύγκρουση σε ορισμένα πεδία, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιεί εκ νέου και με αριστερή φρασεολογία τις στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις επιταγές της ΕΕ και του κεφαλαίου, όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις αφενός και τη μορφή και το χαρακτήρα του κράτους αφετέρου. Το κράτος-επιτελείο, το οποίο διατηρεί όσες λειτουργίες «δεν μπορούν να αναλάβουν οι ιδιώτες» και λειτουργεί το ίδιο με βάση ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και λογική κέρδους και αποδοτικότητας, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Αντιθέτως, με την επικύρωση του θεσμού της κινητικότητας και της λογικής της κάλυψης των κενών σε προσωπικό εκ των ενόντων, αλλά και το γεγονός ότι οι επαναπροσλήψεις των διαθέσιμων και απολυμένων συμψηφίζονται με το όριο των 15.000 νέων προσλήψεων για το τρέχον έτος, παραμένει η πραγματικότητα της διάλυσης και της κατάρρευσης των δημόσιων υπηρεσιών και δομών. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τους ευαίσθητους τομείς της υγείας, της πρόνοιας, της παιδείας και της κοινωνικής ασφάλισης, η μη αποφασιστική ενίσχυσή τους με προσωπικό και οικονομικούς πόρους και η επιλογή της παραμονής στο ασφυκτικό πλαίσιο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών σημαίνουν εμπέδωση του καθεστώτος διάλυσης.
Η απόσυρση της διάταξης για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων αορίστου χρόνου ενισχύει τη στρατηγική επιλογή του κατακερματισμού και της ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα. Το νομοσχέδιο ασχολείται με την κορυφή μόνο του παγόβουνου. Γιατί φυσικά δεν αποκαθίστανται όλες οι κατηγορίες εργαζόμενων του Δημοσίου που έχασαν τη δουλειά τους όταν έληξαν οι συμβάσεις τους. Στο ίδιο πλαίσιο, δεν παραλείπεται τυχαία οποιαδήποτε ρύθμιση για το ξεπάγωμα του μισθολογίου-βαθμολογίου και την αποκατάσταση των εισοδηματικών «αδικιών» που υφίστανται οι εργαζόμενοι του Δημοσίου. Το γεγονός άλλωστε της αφαίρεσης τελικά από το νομοσχέδιο της πρόβλεψης για συλλογικές διαπραγματεύσεις στο Δημόσιο αφήνει για άλλη μια φορά το ελεύθερο στον κεντρικό καθορισμό των μισθολογικών ρυθμίσεων χωρίς την ενοχλητική διαμεσολάβηση του συνδικαλιστικού κινήματος των δημοσίων υπαλλήλων. Και βέβαια δεν θίγεται ούτε στο ελάχιστο το κεφάλαιο της τεράστιας εκμετάλλευσης των εργαζόμενων στο Δημόσιο μέσω εργολαβικών εταιρειών, ούτε και η προφανής και κραυγαλέα αδικία των εργαζόμενων στο Δημόσιο μέσω προγραμμάτων ΟΑΕΔ («ωφελούμενοι»), που δουλεύουν πλήρες ωράριο με το μισό μισθό και χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα. Προφανώς κι αυτή η κυβέρνηση σχεδιάζει να καλύψει πραγματικά κενά σε προσωπικό με προσλήψεις ωφελουμένων και άλλων ελαστικά εργαζομένων, που θα εξαρτώνται από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, αλλάζοντας ριζικά το τοπίο των εργασιακών σχέσεων και στο Δημόσιο και μετατρέποντας την εργασία σε «επιδοτούμενη απασχόληση».
Η κυβέρνηση δεν τολμάει τομές ούτε ως προς τη λειτουργία του στενού πυρήνα του κράτους ούτε ως προς τον δημόσιο τομέα γενικά. Εξάλλου, τέτοιες τομές θα ήταν αναγκαίες αν έπρεπε να υπηρετηθεί μια άλλη ιεράρχηση αναγκών και στόχων που να στρατεύεται με τα λαϊκά και εργατικά συμφέροντα. Αλλιώς, όταν ο στόχος είναι η διαχείριση του υπάρχοντος, τα μέσα παραμένουν ίδια. Αυτές οι πολιτικές επιβάλλονται σε οποιαδήποτε κυβέρνηση επιλέγει να παραμένει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις αρχές, τις συνθήκες και τους ωμούς εκβιασμούς της. Η υποταγή του κινήματος και της λαϊκής και εργατικής διεκδικητικότητας και αγωνιστικότητας στις προτεραιότητες και τις επιλογές του κεφαλαίου, όπως αυτές εκφράζονται από την τρόικα (θεσμοί τώρα πια) και τα εγχώρια συμφέροντα, ο εγκλωβισμός στη λογική του μικρότερου κακού και των ελάχιστων προσδοκιών και απαιτήσεων οδηγεί νομοτελειακά στην επ’ αόριστον αναβολή της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών και της επίλυσης των τεράστιων κοινωνικών προβλημάτων και στην εμβάθυνση, επέκταση και εμπέδωση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που με καταιγιστικό τρόπο επιβάλλεται τα τελευταία χρόνια.