της Μαριάννας Τζιαντζή
Δεν ήταν μοιραίο 72 άνθρωποι να καούν ζωντανοί στην πυρκαγιά που ξέσπασε σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών στις Φιλιππίνες αυτή την εβδομάδα. Όπως δεν ήταν μοιραίο, λίγες μέρες πριν στον Ασπρόπυργο, έξι εργάτες στα Ελληνικά Πετρέλαια να υποστούν βαριά εγκαύματα από πυρκαγιά και κάποιοι απ’ αυτούς ακόμα να χαροπαλεύουν. Επιζήσαντες και συγγενείς των εργατών στις Φιλιππίνες δηλώνουν ότι στο εργοστάσιο, που έφτιαχνε σαγιονάρες και φτηνά πλαστικά παπούτσια, το μεροκάματο ήταν μικρότερο από το κατώτατο ενώ κανείς δεν είχε ακούσει
τίποτα για μέτρα προστασίας και διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς. Όταν ξέσπασε η φωτιά, οι εργάτες έτρεχαν ζαλισμένοι πάνω κάτω, μη έχοντας πού να πάνε. Στην ευρωπαϊκή Ελλάδα ο αριθμός του μόνιμου (και έμπειρου) προσωπικού στα ΕΛΠΕ είχε τα τελευταία χρόνια μειωθεί δραματικά, ενώ οι εργαζόμενοι, «εργολαβικοί» οι περισσότεροι, αναγκάζονταν να κάνουν εξουθενωτικές υπερωρίες.
Μια ανάπτυξη, ένα εργασιακό μέλλον τύπου Φιλιππίνων οραματίζονται για την Ελλάδα τα μνημονιακά κοράκια που ζητούν ακόμα μεγαλύτερη μείωση του «μισθολογικού κόστους», ακόμα πιο βίαιη κατεδάφιση των όποιων εργασιακών δικαιωμάτων έχουν απομείνει. Ένα μέλλον που έχει τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας. Στην κυριολεξία, αφού οι πυρκαγιές σε εργοστάσια είναι συχνότατο φαινόμενο στις Φιλιππίνες, ιδίως στις παραγκουπόλεις που είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες και άθλιες στον κόσμο.
Συγκλονιστική είναι μια φωτογραφία που τραβήχτηκε έξω από τα χαλάσματα του εργοστασίου, βόρεια της πρωτεύουσας Μανίλα. Κάποιοι άντρες έχουν γονατίσει κρατώντας κόκκινες αφίσες που ζητούν δικαιοσύνη για τους εργάτες που κάηκαν. Μπροστά τους, στην άσφαλτο, βρίσκονται αραδιασμένα καμιά δεκαριά ζευγάρια πολύχρωμες σαγιονάρες, σαν κι αυτές που φορούν οι ίδιοι, σαν κι αυτές που έφτιαχναν οι νεκροί. Ούτε λουλούδια, ούτε κεράκια, ούτε φαναράκια και γούνινα αρκουδάκια όπως συνηθίζεται να αφήνονται στους τόπους των μαζικών (ή και
των μεμονωμένων) θανάτων.
Το απόγευμα της 9ης Μαϊου 1936, οι εργάτες της Θεσσαλονίκης πήγαιναν και άφηναν από ένα κομμάτι ψωμί στα σημεία όπου είχαν σκοτωθεί οι σύντροφοί τους το πρωί εκείνης της μέρας, αλλά και την προηγούμενη, δείχνοντας ότι γι’ αυτό το ψωμί είχαν χύσει το αίμα τους. Τώρα, αντί για ψωμί και τριαντάφυλλα… σαγιονάρες. Σαγιονάρες του πόνου και της οργής.