Πενήντα χρόνια συμπληρώνοντα από το θάνατο και εκατό από τη γέννηση του ιερού τέρατος του ελαφρού τραγουδιού. Έχει σημασία να θυμηθούμε τη ζωή και το έργο του όχι απλώς για να τιμήσουμε τη μνήμη του αλλά και για να αναρωτηθούμε τι μπορεί να είναι λαΪκή τέχνη σήμερα.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Mεθαύριο συμπληρώνονται 50 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Γούναρη, ενώ το 2015 κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννησή του.
Σήμερα που ο Σάκης Ρουβάς τραγουδά «Αction εστί» (σύμφωνα με το λογοπαίγνιο ενός φίλου), οφείλουμε να αναφερθούμε έναν καλλιτέχνη που όχι μόνο αγαπήθηκε πολύ, αλλά και πολλά από τα 500 περίπου τραγούδια που ηχογράφησε άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου. Όχι απλώς για να τιμήσουμε τη μνήμη του, αλλά για να αναρωτηθούμε τι μπορεί να είναι «λαϊκή τέχνη» σήμερα.
Ο Σύλλογος των «Φίλων του Λαϊκού Τραγουδιού» κυκλοφόρησε ένα προσεγμένο και καλαίσθητο ημερολόγιο του 2015 αφιερωμένο στον Νίκο Γούναρη, με πλούσιο φωτογραφικό και πληροφοριακό υλικό για τον Νίκο Γούναρη. Αν και τα τραγούδια του εξακολουθούν να παίζονται στο ραδιόφωνο και να δέχονται επισκέψεις στο YouTube, αλλά και να ερμηνεύονται ξανά από νεότερες ηλικίες, μέχρι στιγμής δεν έχει εκδοθεί καμία βιογραφία του Γούναρη που δικαίως θεωρείται ιερό τέρας του ελαφρού τραγουδιού (το έτερο «τέρας» αναμφισβήτητα ήταν η Σοφία Βέμπο).
Παιδί της φτώχειας και της ανάγκης ο Γούναρης. Πηγαίο, αυτοδίδακτο ταλέντο, έπαιζε εκπληκτική κιθάρα, ήταν ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός. Με μαγική σκηνική παρουσία –και ας είχε ξύλινο πόδι! (Το 1946 τού το ακρωτηρίασαν στο γόνατο.) Επικοινωνούσε με αμεσότητα όχι μόνο με τα πλήθη που πλήρωναν για τα τον ακούσουν στο Άλσος, την Αίγλη και στα νυχτερινά κέντρα όπου εμφανιζόταν, αλλά και γι’ αυτούς που στήνονταν έξω από τη μάντρα του θερινού μαγαζιού, αφού έβγαινε με την κιθάρα του στο πεζοδρόμιο κι έλεγε λίγα τραγούδια και για τη γαλαρία.
Γεννημένος το 1915 στο Μεταξουργείο, έβγαλε το πρώτο του μεροκάματο στα εφτά του χρόνια όταν τραγουδούσε σε λαϊκές ταβέρνες μαζί με τον πατέρα του που ήταν τσαγκάρης κι έπαιζε κιθάρα. Δώδεκα χρονών, ένα κάρο πατά το πόδι του και του το λιώνει τα δάχτυλα. Έκτοτε κούτσαινε ελαφρά, όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να αλωνίζει στην πίστα.
Στην εποχή του Γούναρη τα μουσικά είδη ήταν αυστηρά διαχωρισμένα: από τη μια το ελαφρό τραγούδι, το «ευρωπαϊκό», και από την άλλη το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Με τη διαφορά ότι ο Γούναρης είχε την εκτίμηση της άλλης πλευράς: «Αυτό το παιδί είναι δικό μας», έγραψε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ενώ άλλοι μιλούν για το σεβασμό που έτρεφε ο Στέλιος Καζαντζίδης για τον Γούναρη. Όχι επειδή ήταν ένα χρυσό λαρύγγι, αλλά επειδή, σύμφωνα με πάμπολλες μαρτυρίες, ήταν ένας χρυσός άνθρωπος με ανεξάντλητο κέφι και χιούμορ. Λένε ότι είχε «τρύπιες τσέπες», αφού ήταν ικανός να βγάλει το παλτό του και να τον δώσει σε κάποιον που κρύωνε. Ασφαλώς, η καλοσύνη από μόνη της δεν καθιστά κάποιον καλό τραγουδιστή, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσωπικότητα έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ο λαός, ο βαθύς λαός, λάτρεψε τον Γούναρη καθώς τον ένιωθε «δικό του» και όχι απέναντι, παρόλο που ο ίδιος δεν τραγούδησε για τις φάμπρικες, την ξενιτιά, τα «μουντζουρωμένα χέρια». Τα τραγούδια του Γούναρη εκφράζουν τη μεταπολεμική αισιοδοξία για μια καλύτερη ζωή. Τι κι αν την ίδια εποχή κυριαρχούσε η βαριά σκιά του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς: ο λαός ήθελε να ανασάνει, να ζήσει, να ξεχάσει, να γυρίσει σελίδα. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες έρχονταν στην πόλη και στα τραγούδια του Γούναρη έβρισκαν τις μνήμες του χωριού («Μια κότα στρουμπουλή»), αλλά και την υπόσχεση μιας νέας, καλύτερης ζωής.
Ο Γούναρης δεν ήταν λαϊκός τραγουδιστής αλλά γεννήθηκε λαϊκός άνθρωπος και παρέμεινε τέτοιος. Αντίθετα, σήμερα το μουσικό στερέωμα έχει γεμίσει από πρώην παιδιά του λαού που έπιασαν την καλή και τώρα μοιάζουν με καρικατούρα του παλιού εαυτού τους. Και όλοι προσπαθούν να φαίνονται όσο γίνεται πιο νέοι, όμως στην εποχή του Γούναρη η κοιλίτσα (και όχι οι γραμμωμένοι κοιλιακοί) ήταν σημάδι αρχοντιάς.
Ας σημειωθεί ότι στα χρόνια της Κατοχής ο Γούναρης συμμετείχε στην Αντίσταση, θέτοντας πολλές φορές τη ζωή του σε κίνδυνο, ενώ τότε συνέθεσε το «Χαϊδάρι», ένα τραγούδι σήμερα ξεχασμένο από πολλούς, για τους «άτιμους τους Γερμανούς»….
Το είδος που με τόση έμπνευση κι ευγένεια υπηρέτησε ο Γούναρης είναι νεκρό. Ωστόσο, κάτι από τους χυμούς του, από τα μεγάλα ταλέντα που από διαφορετικές θέσεις το υπηρέτησαν (π.χ., ο Σουγιούλ, ο Σακελλάριος) ποτίζει και το σημερινό δέντρο του ελληνικού τραγουδιού, που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν αμιγώς ελληνικό, αλλά δεχόταν επιρροές από Ανατολή και Δύση.
Αξίζει να προσεγγίσουμε το φαινόμενο Γούναρης πέρα από το δίπολο «μ’ αρέσει/δεν μ’ αρέσει», πέρα από την εξιδανίκευση, τη νοσταλγία ή, ακόμα χειρότερο, το σνομπισμό, τους εύκολους αφορισμούς, όπως «γλυκανάλατος» ή «βάρδος της φυγής».