Ο καπιταλισμός στην εποχή μας θ’ ανατραπεί με σοσιαλιστική επανάσταση χωρίς προκαταρκτικό επαναστατικό στάδιο. Η προσέγγιση της επανάστασης απαιτεί αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μετάβασης και θα περάσει από διάφορες φάσεις. Συμπεράσματα από την κριτική εξέταση των θέσεων του κομμουνιστικού κινήματος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Δ. Γρηγορόπουλος απαντά στην απάντηση του Β. Λιόση στο προηγούμενο Πριν.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Καλοδεχούμενος και αναγκαίος ο γόνιμος διάλογος στη ριζοσπαστική Αριστερά αλλά και στην ευρύτερη. Ας αρχίσουμε απ’ την αξιολόγηση της επίμαχης φράσης: «Στον πόλεμο αυτόν που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη». Ως μοναδικό κριτήριο η μαρτυρία του ίδιου του Ζαχαριάδη ότι διαφορετικά δεν θα δημοσιευόταν η επιστολή δεν αποτελεί επαρκή ιστορική τεκμηρίωση, αν δεν διασταυρωθεί και με άλλα στοιχεία και τοποθετήσεις (βλ. Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο 1940-41, σ. 150-151).
Ανεξάρτητα πάντως απ’ την ιστορική διάσταση του θέματος (για ποιους λόγους και σε ποιες συνθήκες διατύπωσε ο Ν. Ζαχαριάδης την επίμαχη φράση) από πολιτική άποψη, που εύλογα αυτή κυρίως πρέπει να μας ενδιαφέρει, αυτή η φράση αντικειμενικά μπορεί να ερμηνευτεί και να αξιοποιηθεί σε αστική εθνικοενωτική βάση. Πράγμα μάλιστα που παραδέχεται και ο Βασίλης Λιόσης (ΒΛ): «Μέσα απ’ αυτό το γράμμα η μεν κυβέρνηση Μεταξά επιδίωκε την καλλιέργεια ενός κλίματος εθνικής ενότητας και τη νομιμοποίησή της στη λαϊκή συνείδηση». Αυτή την εθνικοενωτική γραμμή εξυπηρετούσε η φράση «στον πόλεμο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά κ.λπ.). Η αλήθεια είναι ότι η αστική εθνικοενωτική γραμμή συνυπάρχει και αντιφάσκει με τη σωστή αντιιμπεριαλιστική ταξική γραμμή που αποτυπώνεται στη φράση, ακόλουθη της προηγούμενης: «Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για τον σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι… μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση…». Αυτή την αντίφαση, την οποία με τον τρόπο του παραδέχεται και ο συναγωνιστής ΒΛ, επισημαίνω και στο πρώτο άρθρο μου. Αν πρόκειται για συμβιβασμό, θεμιτό κατά τον ΒΛ ή επιρροή της λανθασμένης εθνικοενωτικής αντιφασιστικής γραμμής του 7ου Συνεδρίου, ας το κρίνει η αυστηρή και δίκαιη (ελπίζουμε) ιστορική επιστήμη. Γι’ αυτό το γράμμα Ζαχαριάδη από πολιτική άποψη πρωτίστως πρέπει να μας απασχολεί, ν’ αποτελεί έναυσμα προβληματισμού για τη στρατηγική-τακτική εκείνης της περιόδου σε συνάρτηση με τη σύγχρονη. Ο ΒΛ υποστηρίζει ότι ο ορισμός του 7ου στηρίχτηκε στη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού: «Τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν τον προκαλεί γενικά το κεφάλαιο μα το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών που εποφθαλμιά το μοίρασμα αγορών κι εδαφών». Σύμφωνοι. Με γνώμονα λοιπόν την κυρίαρχη (μετασχηματισμός της βασικής) αντίθεση, δεν θα έπρεπε το 7ο Συνέδριο να χαρακτηρίσει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και όχι αντιφασιστικό με γνώμονα τη δευτερεύουσα αντίθεση (αστική δημοκρατία φασισμός) του αστικού πολιτικού εποικοδομήματος; Αυτή η πολιτική οδηγούσε στην ταξική συνεργασία σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο και στην ηγεμονία της αστικής τάξης. Η αναγκαστική συμμαχία της ΕΣΣΔ με τις ιμπεριαλιστικές αστικές δημοκρατίες θα έπρεπε να περιοριστεί στον στρατιωτικό τομέα και να μην επεκταθεί στον πολιτικό τομέα με λογική μεγαλοκρατικού συμφέροντος. Η πολιτικοποίηση της στρατιωτικής συμμαχίας οδήγησε στη μεταπολεμική δημιουργία σφαιρών επιρροής, ανεξαρτήτως, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, της δυναμικής των κινημάτων.
Η τεράστια ανάπτυξη του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος σε Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, την οποία ο ΒΛ θεωρεί έμπρακτη επιβεβαίωση του 7ου Συνεδρίου, και η κατάκτηση εν τοις πράγμασι της εργατικής ηγεμονίας δεν μετεξελίχτηκαν σε σοσιαλιστική επανάσταση, όπως όχι απλώς επέτρεπαν αλλά επέβαλλαν οι συνθήκες, ειδικά στην Ελλάδα. Γι’ αυτή την εξέλιξη τεράστια ευθύνη έχει η γραμμή του 7ου, που δεν προέβλεπε την άμεση μετεξέλιξη του λαϊκού μετώπου σ’ επαναστατικό μέτωπο, με αποχωρισμό απ’ το αστικό τμήμα του, παραπέμποντας την επανάσταση στις ελληνικές καλένδες. Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος της ΕΣΣΔ, που με μεγαλοκρατική λογική «παραχώρησε» Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα στη Δύση, εξασφαλίζοντας την καθοριστική επιρροή και τη λαϊκοδημοκρατικοποίηση σε χώρες ακόμη και χωρίς ισχυρό κίνημα, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη Ρουμανία. Δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η ηγεσία του κινήματος στις τρεις χώρες, γιατί δεν ανέλαβε την τολμηρή ιστορική πρωτοβουλία να υπερβεί τα «εσκαμμένα», όπως απεναντίας έπραξαν οι Τίτο, Χότζα και με μια έννοια και ο Μάο (αν και η επιρροή της ΕΣΣΔ συνέβαλε στην αποτροπή της επέμβασης των ΗΠΑ στον κινεζικό εμφύλιο). Η γραμμή του 7ου είναι ασφαλώς χαρακτηριστική έκφραση της σταδιολογίας. Μάλιστα, η πολιτική αυτή αναπαράχθηκε και μεταπολεμικά ως αντιμονοπωλιακή δημοκρατία, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη συμμαχία του ΚΚ Γαλλίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και ως «αντιφασιστική» συμμαχία του ιταλικού ΚΚ και των Χριστιανοδημοκρατών (ιστορικός συμβιβασμός). Αλλά και το ΚΚΕ στις αρχές του 1980 σύναψε άτυπη συμμαχία με το ΠΑΣΟΚ και το 1989 συγκυβέρνησε με τη ΝΔ. Αυτές οι επιλογές αμαύρωσαν την ιστορία και επέφεραν συντριπτικά πλήγματα στη δύναμή τους. Μόνο το ΚΚΕ επιβίωσε από αυτή την κρίση αλλά βαριά πληγωμένο.
Η σταδιολογία είναι παρέκκλιση και δεν ταυτίζεται με τα στάδια, φάσεις που υπαγορεύουν αντικειμενική ιστορική εξέλιξη. Για παράδειγμα, το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση ορίζει μετά την αντικαπιταλιστική επανάσταση ένα μακροχρόνιο στάδιο μετάβασης στον κομμουνισμό. Ειδοποιό διαφορά με τη σταδιολογία αποτελεί το γεγονός ότι αυτή εκ λάθους ή συνήθως από σκοπιμότητα ορίζει ανύπαρκτα στάδια ή διαστρεβλώνει το χαρακτήρα τους (βλ. διαφωνία μενσεβίκων μπολσεβίκων για την ηγεμονία στο αστικοδημοκρατικό στάδιο της επανάστασης), με αποτέλεσμα η επανάσταση να παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Η υπερωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων του καπιταλισμού παράλληλα με την υπεραντιδραστικοποίηση του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η διαλεκτική συνύφανση και ο επικαθορισμός των δευτερευουσών αντιθέσεων, οικονομικών, πολιτικών, εθνικών, κοινωνικών, πολιτιστικών απ’ τη βασική αντίθεση, συνηγορούν υπέρ της ανατροπής του καπιταλισμόύ με σοσιαλιστική επανάσταση χωρίς προκαταρκτικό επαναστατικό στάδιο. Αλλά η κίνηση και διαφοροποίηση της βασικής αντίθεσης, η όξυνση της μιας ή της άλλης δευτερεύουσας αντίθεσης, όπως και η ασυμμετρία υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων συνηγορούν επίσης υπέρ των αναπόφευκτων προηγούμενων μεταβατικών φάσεων της επανάστασης.
Είναι προφανές και δεν επιδέχεται παρανοήσεις ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί μεταβατική φάση (εξ ου και ο χαρακτηρισμός μεταβατικό πρόγραμμα) που οδηγεί και ολοκληρώνεται στην επανάσταση. Αυτή η στρατηγική είναι διαμετρικά αντίθετη με την οποιαδήποτε ρεφορμιστική σταδιολογία, έστω κι αν επικαλείται το σοσιαλισμό, αλλά και με τον δογματικό «στρατηγισμό» του ΚΚΕ, που απορρίπτει τη θεωρία των σταδίων αλλά και την επαναστατική τακτική, ήτοι τις μεταβατικές φάσεις-γέφυρες προς το σοσιαλισμό.