Η πρώτη επιδίωξη του κεφαλαίου είναι να διατηρήσει, να σταθεροποιήσει και να νομιμοποιήσει –με τη βούλα και της αριστερής κυβέρνησης– τις κατακτήσεις της, έτσι ώστε να κλιμακώσει στη συνέχεια την επίθεση. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εγκαταλείπει τις διεκδικήσεις για αυξήσεις μισθών και αυτοπροβάλλεται ως η μόνη κυβέρνηση που μπορεί να πείσει για μεταρρυθμίσεις.
του Γιάννη Ελαφρού
Το νέο πεδίο συναίνεσης κυβέρνησης – βιομηχάνων
Ο,τι κι αν περίμενε κανείς, η πρώτη Ετήσια Συνέλευση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Βιομηχανιών (ΣΕΒ) με «πρώτη φορά Αριστερά» πραγματοποιήθηκε εντελώς κανονικά, χωρίς οι κεφαλαιοκράτες να είναι στα χαρακώματα για να αντιμετωπίσουν την έφοδο των μαρξιστών. Απεναντίας, οι παρεμβάσεις πρωθυπουργού, υπουργού Οικονομικών και προέδρου του ΣΕΒ την περασμένη Δευτέρα ήταν σε κλίμα συναινετικό, αποκαλυπτικές για τον ταξικό προσανατολισμό της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (που καθορίζει και το όριο στις διαπραγματεύσεις της με ΕΕ-ΔΝΤ) αλλά και για τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Το πρώτο στοιχείο που αποτελεί κοινό τόπο κυβέρνησης και ΣΕΒ είναι η απόλυτη, στρατηγική προσήλωση εντός του πλαισίου της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, της ΕΕ. «Κατ’ αρχήν δεν μας φταίει η Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πιο πετυχημένο μοντέλο συνεργασίας κρατών στον κόσμο» είπε στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας. Για να συμπληρώσει, φοβούμενος ίσως την ίδια του την υπερβολή: «Προφανώς η Ευρώπη δεν είναι τέλεια. Οι εθνικές επιδιώξεις και οι ανταγωνισμοί οξύνονται σε περιόδους κρίσεων». Μόνον ο Αλ. Τσίπρας μπορούσε να τον ξεπεράσει σε ευρωευχολόγιο: «Δεν χάνω την ακλόνητη πίστη μου πως σε μερικά χρόνια από σήμερα, ίσως και σε μερικούς μήνες, οι μέρες αυτές θα καταγραφούν ως μέρες που επανεπιβεβαιώθηκε η κοινή πίστη στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης, της ισότητας και της αλληλεγγύης». Το να λες τέτοια πράγματα την ώρα που οι στραγγαλιστές της ΕΕ σφίγγουν τη θηλιά απαιτώντας πλήρη υποταγή είναι σαν να πηγαίνεις σε κηδεία και να λες… «Και του χρόνου»!
Το δεύτερο στοιχείο είναι η επιδίωξη της ανάπτυξης. Βεβαίως ο Αλ. Τσίπρας είπε πως «η ανάπτυξη δεν είναι ουδέτερη έννοια ούτε κοινωνικός αυτοσκοπός. Τα κοινωνικά αποτελέσματα της ανάπτυξης δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένα και εξισωτικά», ενώ μίλησε για ανάπτυξη, η οποία οφείλει «να στηρίζεται αφενός στο σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων και στην οικονομική ενίσχυση της μισθωτής εργασίας, ώστε να στηριχθεί η εσωτερική ζήτηση… και αφετέρου, οφείλει να στηρίζεται στις επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου που υποστηρίζουν την καινοτομία». Βεβαίως ο ΣΕΒ δεν έχει λόγο να ανησυχεί από γενικόλογες εκκλήσεις, ειδικά όταν η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει πως δεν πρόκειται να επαναφέρει τις καταργημένες κλαδικές συμβάσεις.
Πολύ περισσότερο όταν, όπως φάνηκε από την ομιλία του Γ. Βαρουφάκη, βασικό εργαλείο της ανάπτυξης προβλέπεται ξανά ο ιδιωτικός τομέας. Η αναπτυξιακή τράπεζα που φιλοδοξεί να φτιάξει η συγκυβέρνηση και τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα δημιουργήσουν «ροή επενδύσεων βασικά προς τον ιδιωτικό τομέα». Και από πού θα βρεθούν τα κονδύλια αυτά; Μέσω της «αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας», με ένα «λελογισμένο μείγμα, από τη μια μεριά ιδιωτικοποιήσεων, παράλληλα όμως πρέπει να διατηρήσει το κράτος μερίδιο» είπε ο Γ. Βαρουφάκης. Δηλαδή, με τη δημόσια περιουσία θα επιχορηγηθεί το κεφάλαιο για να κάνει επενδύσεις. Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε!
«Κόκκινη γραμμή» για την κυβέρνηση είναι πλέον η μη περαιτέρω περικοπή μισθών και συντάξεων και όχι η αύξησή τους
Τα προηγούμενα χρόνια της άγριας επίθεσης του μαύρου μετώπου κεφαλαίου- ΕΕ-ΔΝΤ, για να ξεπεραστεί η καπιταλιστική κρίση σε βάρος της εργασίας με ένα μεγάλο κύμα σαρωτικών αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων (για «επανίδρυση του καπιταλισμού» είχε μιλήσει το 2008 ο Σαρκοζί), η κατάσταση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων στην Ελλάδα χειροτέρευσε ποιοτικά. Έκθεση του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη αναδεικνύει την Ελλάδα πρωταθλήτρια στην ευρωζώνη στην ανάπτυξη των ανισοτήτων. Το 2013 το πλουσιότερο 10% είχε 12,3 φορές περισσότερο εισόδημα από το φτωχότερο 10%, έναντι 10 φορές παραπάνω το 2007. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, και με εκφρασμένη και εκλογικά τη διάθεση των εργαζομένων να αμφισβητήσουν και να αναστρέψουν αυτή την κατάσταση, η πρώτη επιδίωξη του κεφαλαίου είναι να διατηρήσει, να σταθεροποιήσει και να νομιμοποιήσει –με την βούλα και της αριστερής κυβέρνησης– τις κατακτήσεις της, έτσι ώστε να κλιμακώσει στη συνέχεια την επίθεση.
Όπως το είπε τη Δευτέρα στον ΣΕΒ η Έμμα Μαρτσεγκάλια, πρόεδρος της Μπίζνες – Γιούροπ, της ένωσης των ΣΕΒ της ΕΕ: «Στα εργασιακά η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επιτευχθεί και να συγκλίνει περαιτέρω με τα ευρωπαϊκά πρότυπα». Για «τα υψηλότερα ευρωπαϊκά πρότυπα» είχαν μιλήσει και οι Γιουνκέρ-Τσίπρας στην κοινή τους δήλωση (6/5/15), αναφερόμενοι στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Βεβαίως η πρόεδρος των ευρωπαίων βιομηχάνων δεν δίστασε να ζητήσει «περαιτέρω εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων», αφού «ήδη οι μεταρρυθμίσεις που έχουμε δει στη αγορά εργασίας, όπως στο μοναδιαίο κόστος εργασίας, έχουν αρχίσει να αποδίδουν».
Ποιες είναι οι θέσεις του ΣΕΒ, όπως τις παρουσίασε ο κ. Φέσσας; «Θέλουμε μία αγορά εργασίας που η ευελιξία είναι εργαλείο ενίσχυσης της απασχόλησης. Όπου ομαδικές απολύσεις και λοκάουτ δεν θα είναι αυθαίρετα εργαλεία στα χέρια της εργοδοσίας. Όπου οι αυξήσεις στους μισθούς συνδέονται με την παραγωγικότητα. Όπου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι ελεύθερες, χωρίς τη συμμετοχή του κράτους, στα πλαίσια των θέσεων του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO). Όπου η συναινετική –και όχι η υποχρεωτική– διαιτησία ενισχύει την αξιοπιστία στις εργασιακές σχέσεις». Σύντομη αποκρυπτογράφηση: Βασική απαίτηση του κεφαλαίου η «ευελιξία», που διαλύει τη συνοχή της εργατικής τάξης και εξαφανίζει τα δικαιώματα. Μεγάλη επιτυχία σε αυτό τον τομέα, αφού στη μνημονιακή πενταετία απογειώθηκε η ελαστική, προσωρινή, μαύρη, ολιγόωρη εργασία-δουλεία ακόμα και η απλήρωτη, ενώ γενικεύθηκε η εργασία με κουπόνια. Το ζήτημα αυτό μένει στο απυρόβλητο από την κυβέρνηση. Δεν καιγόμαστε πολύ για πλήρη ασυδοσία σε απολύσεις και λοκάουτ, αλλά όχι αυξήσεις μισθών, παρά μόνο σε σύνδεση με την παραγωγικότητα (με την ανταγωνιστικότητα είχαν συνδέσει τις «μισθολογικές εξελίξεις» οι Τσίπρας- Γιουνκέρ). Συλλογικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του ILO, το ίδιο που ζητάει η κυβέρνηση Τσίπρα (όπως και η κυβέρνηση Σαμαρά νωρίτερα). Τέλος, «συναινετική και όχι υποχρεωτική διαιτησία» δηλαδή διαιτησία μόνον όταν θέλουν και οι εργοδότες, συνεπώς με τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων σχεδόν ποτέ.
Ο πρωθυπουργός μίλησε για συμφωνία που «δεν θα επιβάλλει νέα μέτρα περικοπών σε μισθούς και συντάξεις που εντείνουν τις ανισότητες και διαρρηγνύουν περαιτέρω την κοινωνική συνοχή». Τι δεν είπε; Καμιά αναφορά στην αύξηση του κατώτατου μισθού, στην αναπλήρωση των απωλειών, στην άνοδο των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Όλα αυτά παγώνουν. Η κυβέρνηση θέτει πλέον «κόκκινη γραμμή» τη μη περαιτέρω περικοπή μισθών και συντάξεων, τη μη χειροτέρευση! Πρόκειται δηλαδή για συνέχιση της λιτότητας («δίκαιη λιτότητα» ή «λιτό βίο»). Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση παρουσιάζεται στο κεφάλαιο σαν η μόνη λύση για να υπάρχει πολιτική και κοινωνική σταθερότητα: Είμαστε η «μόνη κυβέρνηση που μπορεί να πείσει την πλειοψηφία πως η λέξη μεταρρύθμιση δεν σηματοδοτεί περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων, κι άλλα βάρη για τους ανίσχυρους, περισσότερη ανισότητα και τη θανατική βολή του κοινωνικού κράτους» είπε ο Γ. Βαρουφάκης. «Η προηγούμενη κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη και ήταν απολύτως αδύνατο κοινωνικά και παράλογο οικονομικά να συνεχιστεί» τόνισε ο πρωθυπουργός. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο πρόεδρος του ΣΕΒ τόνισε, αναφερόμενος στις συζητήσεις κυβέρνησης-δανειστών: «Χρειάζεται άμεσα μια τέτοια συμφωνία. Όλοι μας θα τη στηρίξουμε».