του Λεωνίδα Βατικιώτη
Θετικό θα είναι το μήνυμα που θα στείλει το συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στην αυριανή του συνεδρίαση για την υπό εξέλιξη πέμπτη αξιολόγηση του προγράμματος. Χωρίς να υπάρχουν μεγαλόστομες δηλώσεις που θα κηρύσσουν το αίσιο τέλος των διαπραγματεύσεων, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται διατεθειμένοι να ανταμείψουν την ελληνική πλευρά για τις θεαματικές υποχωρήσεις της ανάβοντας τουλάχιστον το πράσινο φως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για χαλάρωση των όρων χρηματοδότησης της οικονομίας, μέσω π.χ. της αύξησης του πλαφόν αγοράς εντόκων γραμματίων από τις τράπεζες, από τα 15 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα έμμεσης χρηματοδότησης του ελληνικού Δημοσίου. Κατά τ’ άλλα οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να συνεχιστούν, με τους δανειστές να πιέζουν διαρκώς την ελληνική πλευρά για περαιτέρω υποχωρήσεις.
Καθοριστικό ρόλο για να καμφθούν οι αντιδράσεις της ΕΕ διαδραμάτισαν οι αλλαγές στη σύνθεση της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, η προσωπική ανάμειξη του έλληνα πρωθυπουργού και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και οι σαφείς υποχωρήσεις που έκαναν στη διαπραγματευτική τακτική∙ μια στροφή που αποτυπώθηκε και στα σημεία της επικείμενης συμφωνίας, όπως μέχρι τώρα έχουν διαμορφωθεί.
Το σημείο που ξεχωρίζει για την αντιδραστικότητά του μεταξύ όσων συμφώνησε η ελληνική πλευρά με τους πιστωτές αφορά τη διαμόρφωση ενός ενιαίου συντελεστή ΦΠΑ στο 16%, 17% ή 18%, που θα αντικαταστήσει τους δύο υπαρκτούς συντελεστές 13% και 23%, με τον χαμηλότερο συντελεστή του 6,5% να παραμένει και τον ακόμη χαμηλότερο των νησιών όπου ίσχυαν οι τρεις κλίμακες με μια οριζόντια μείωση της τάξης του 30% να καταργείται. Ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής ανέκαθεν ήταν σήμα κατατεθέν των νεοφιλελεύθερων φορολογικών συστημάτων, ενώ αντίθετα η ύπαρξη πολλών συντελεστών ήταν γνώρισμα μιας προοδευτικής πολιτικής με επιμέρους και διακριτές στοχεύσεις, αναγνωρίζοντας τη διαφορετική φοροδοτική ικανότητα εισοδηματικών στρωμάτων και τάξεων. Τώρα η διαμόρφωση ενιαίου συντελεστή ΦΠΑ, που θα σημάνει τη μετάταξη πολλών βασικών προϊόντων (όπως τρόφιμα, μη αλκοολούχα ποτά, ηλεκτρική ενέργεια, εισιτήρια μέσων μαζικής μεταφοράς, κινηματογράφου και συναυλιών, εστιατόρια – καφενεία, κ.α.) από την κλίμακα του 13% στη νέα αυξημένη κλίμακα, θα επιβαρύνει δυσανάλογα τα λαϊκά νοικοκυριά, ο προϋπολογισμός των οποίων σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα απορροφάται από αυτά τα είδη. Από την άλλη, στην κατηγορία του 23% εντάσσονταν μέχρι στιγμής προϊόντα και υπηρεσίες που δεν ήταν πρώτης ανάγκης και τα οποία προτιμούνταν περισσότερο από μεσαία κι όχι λαϊκά ή εργατικά στρώματα. Π.χ. έπιπλα, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, καύσιμα, αλκοολούχα ποτά, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, ένδυση – υπόδηση, κ.ά. Η μείωση της έμμεσης φορολογικής επιβάρυνσης σε αυτά τα προϊόντα, αν δεν αφήσει τις τιμές πώλησης αμετακίνητες αυξάνοντας τα κέρδη εμπόρων και παραγωγών, το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει θα είναι να αυξήσει την κατανάλωση των υψηλών ή σχετικά υψηλών εισοδημάτων. Ο «αναπτυξιακός» χαρακτήρας του μέτρου έγκειται επομένως στην υποκίνηση της κατανάλωσης. Στην άλλη όψη του ωστόσο έχει τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων που στο εξής, με τον ενιαίο, αυξημένο ΦΠΑ, για τα ίδια προϊόντα θα πρέπει να αφιερώνουν περισσότερους πόρους.
Μαζί με τον ενιαίο συντελεστή ΦΠΑ η κυβέρνηση φέρεται να έχει συμφωνήσει σε αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα με την κατάργηση (για αρχή) των πρόωρων συντάξεων, διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και μέτρα απελευθέρωσης των αγορών με τα οποία συνεχίζει να αναπαράγει τις εμμονές των νεοφιλελεύθερων για τις κλειστές αγορές που αποτελούν, υποτίθεται, εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.
Δημιουργώντας τους όρους για την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης, προς όφελος των πιστωτών, ανοίγει αυτόματα η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, όπως περιγραφόταν στην απόφαση του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης του Νοεμβρίου του 2012 και πιο πρόσφατα τον Φεβρουάριο του 2015. Δεδομένης της απροθυμίας του ΔΝΤ να συνεχίσει να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα (πόσες παραβιάσεις του καταστατικού και των αρχών λειτουργίας του μπορεί να σηκώσει ένας διεθνής οργανισμός;) επί τάπητος έχει τεθεί το τελευταίο διάστημα η εξαγορά των 19 δισ. που οφείλει η Ελλάδα στον διεθνή οργανισμό όπως και των 27 δισ. που κατέχει η ΕΚΤ, υπό τη μορφή ομολόγων, μέσω ενός νέου δανείου. Μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να απαντά στο αγωνιώδες ερώτημα πού θα βρεθούν τα χρήματα να καλυφθούν οι δανειακές υποχρεώσεις του καλοκαιριού, δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία πως το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της υπερχρέωσης και της φτώχειας, καθώς το νέο δάνειο θα συνοδεύεται από μέτρα λιτότητας, όπως ακριβώς συνέβη το 2010 και το 2012.