του Λεωνίδα Βατικιώτη
Θέτοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλα τα θέματα ξεκίνησαν την Πέμπτη 30 Απριλίου και αναμένεται να ολοκληρωθούν σήμερα οι συζητήσεις στην ομάδα των Βρυξελλών. Βασικό γνώρισμα τού εν εξελίξει γύρου διαπραγματεύσεων είναι τα θετικά σχόλια στον διεθνή Τύπο και εκ μέρους παραγόντων της ΕΕ, για το «εποικοδομητικό πνεύμα» που επιδεικνύει η ελληνική πλευρά. Πίσω από τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη δεν βρίσκεται τίποτε άλλο παρά η ενθάρρυνση των υποχωρήσεων του Μεγάρου Μαξίμου, που περιλαμβάνουν την αλλαγή στη σύνθεση της διαπραγματευτικής ομάδας, με την αναβάθμιση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Γιώργου Χουλιαράκη και την παράλληλη περιθωριοποίηση του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και του γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων Νίκου Θεοχαράκη, που κρίθηκαν… πολύ σκληροί για να διαπραγματευθούν.
Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων βρίσκονται οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Στο ένα άκρο της διελκυστίνδας οι Ευρωπαίοι κατεβάζουν τον πήχη του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ σε μηδενικά επίπεδα κι ακόμη χαμηλότερα προβλέποντας έλλειμμα για το τρέχον έτος ενδεχομένως και 1%, κι αφού μάλιστα εισπραχθεί ο ΕΝΦΙΑ, επανέλθει η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα ασφαλιστικά ταμεία κι αναβληθεί η πληρωμή της 13ης σύνταξης για το αόριστο μέλλον. Κι έτσι ζητούν τη λήψη νέων μέτρων ύψους ακόμη και 3 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση από την άλλη μεριά προβλέπει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για την οικονομία φέτος, που δεν καθιστούν αναγκαία τα νέα μέτρα. Αποδέχεται ωστόσο την προώθηση της ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΔΕΣΦΑ, ΟΔΙΕ, Αστέρα Βουλιαγμένης ακόμη και του Ελληνικού με ορισμένες, περιθωριακής σημασίας τροποποιήσεις της νεοαποικιακής σύμβασης μεταξύ Λάτση και ΤΑΙΠΕΔ.
Αν υπάρξει μια καταρχήν έστω συμφωνία σήμερα, τότε δεν αποκλείεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να διευκολύνει την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, χαλαρώνοντας το καθεστώς ασφυξίας που έχει επιβάλει στην ελληνική οικονομία. Αυτό ακριβώς το καθεστώς ασφυξίας αποδείχτηκε άλλωστε και το μέσο εκβιασμού της κυβέρνησης που την οδήγησε στην υποχώρηση από τις αρχικές της θέσεις και τον διαφαινόμενο, ατιμωτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές.
Άμεσο αποτέλεσμα των πιέσεων της ΕΚΤ ήταν η βύθιση της ελληνικής οικονομίας στην ύφεση. Το κλίμα των τελευταίων μηνών περιγράφεται παραστατικά στην τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής: Αναμενόμενος αρνητικός ρυθμός μεγέθυνσης για το πρώτο τρίμηνο του 2015 που πλέον απειλεί κι όσες επιχειρήσεις άντεξαν τα προηγούμενα χρόνια, φυγή καταθέσεων από τις αρχές Νοέμβρη ύψους 26 δισ. ευρώ, αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο κατά 3,47 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2015, κ.α. Όσο αναμφισβήτητα είναι όμως αυτά τα στοιχεία, άλλο τόσο είναι κι η αιτία τους: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που χορηγώντας έκτακτη ρευστότητα με το σταγονόμετρο (μέσω του ELA) και απαγορεύοντας στην πράξη στις εμπορικές τράπεζες να παράσχουν την αναγκαία ρευστότητα στο Δημόσιο επιδεινώνει καθημερινά το οικονομικό περιβάλλον. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκαλούνται ακόμη και κύματα μαζικών αναλήψεων από τις τράπεζες, όπως συνέβη την Τρίτη 28 Απριλίου, όταν χιλιάδες συνταξιούχοι έσπευσαν στα ΑΤΜ να προλάβουν να σηκώσουν τις συντάξεις τους.
Ωστόσο οι καταστροφικές ευθύνες της ΕΚΤ, που παίρνει μια το ρόλο του πυρομανούς και μια του πυροσβέστη, αποκρύπτεται από την παραπάνω έκθεση, που φτάνει στο σημείο να κρίνει ότι «η χώρα θα χρειαστεί πρόσθετη βοήθεια (= νέα δανειακή σύμβαση) ύψους 20-30 δισ. ευρώ μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα του χρέους. Αλλά και η βοήθεια αυτή θα δοθεί υπό όρους οικονομικής πολιτικής, όπως προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας».
Η αλήθεια είναι πως παρότι οι αυξημένες υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους για τα επόμενα χρόνια προϋπήρχαν (2016: 13,11 δισ. ευρώ, 2017: 13,89 δισ. ευρώ, 2018: 11,26 δισ. ευρώ, 2019: 16,57 δισ. ευρώ, 2020: 13,41 δισ. ευρώ, 2021: 18,13 δισ. ευρώ, 2022: 33,36 δισ. ευρώ, 2023: 28,74 δισ. ευρώ, κ.ο.κ.), η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος τους τελευταίος μήνες, με ευθύνη των Ντράγκι – Σόιμπλε – Μέρκελ, δημιούργησαν τους όρους ώστε η βαθύτερη υπερχρέωση της χώρας να φαίνεται περισσότερο αναγκαία και δικαιολογημένη. Ακόμη κι ως σωτηρία! Κοινή συνισταμένη κι επιστέγασμα όλων των παραπάνω είναι ένα νέο Μνημόνιο, που θα συνοδεύεται από επαχθείς όρους οικονομικής πολιτικής (μείωση συντάξεων, νέα φορολογία, μείωση κοινωνικών δαπανών), οι οποίοι θα αυξήσουν τη φτώχεια στην κοινωνία.
Απέναντι σε αυτήν τη ζοφερή προοπτική η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε άμεση παύση πληρωμών του χρέους, επικαλούμενη την απροθυμία των δανειστών να καταβάλλουν τη δόση των 7,2 δισ. ευρώ, και σε διαγραφή του χρέους. Όλα τ’ άλλα διαιωνίζουν την εξαθλίωση…