του Παναγιώτη Μαυροειδή
Δεδομένη η κυβερνητική κατεύθυνση σε αντιλαϊκή συμφωνία
Από «πρόοδο» σε «αδιέξοδο» και από «ρήξη» σε αγκαλιές με τον Γιουνκέρ, δημιουργείται η αίσθηση ότι η «διαπραγμάτευση» θα έχει άγνωστη κατάληξη, γέννημα μιας βουβής «στασιμότητας». Δεν υπάρχει ωστόσο νεκρός ή αδρανής πολιτικός χρόνος. Οι «εταίροι» όλο και τραβούν την κυβέρνηση στη σπηλιά του σκότους τους, έως εκείνη τη στιγμή που θα είναι γυμνή, ξυπόλητη και φυσικά απολύτως …στεγνή από χρήματα. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πλησιάζει στο χείλος του γκρεμού για να τον δείξει στην εσω-κομματική και ευρύτερη λαϊκή κριτική: «Βλέπεις το έρεβος του τρομακτικού κενού; Προτείνεις μήπως να πηδήξουμε μέσα;». Συμπέρασμα: «Ματαιότητα και φοβερός κίνδυνος. Ας υπογράψουμε να τελειώνουμε. Άλλωστε η κυβέρνηση έκανε ότι μπορούσε».
Δεν είναι όλα ανοιχτά στις διαπραγματεύσεις. Η συζήτηση κινείται πάνω από μία ορισμένη αφετηρία: «Ότι έγινε έγινε. Τα εγκλήματα της κλοπής του λαϊκού εισοδήματος και των δικαιωμάτων, παραγράφονται. Τώρα συζητάμε για την έκταση της νέας και επιπλέον λιτότητας». Η συζήτηση για το ύψος του πλεονάσματος συμπυκνώνει ακριβώς αυτό.
Ζαλίστηκε ο κόσμος με τις εναλλακτικές και τους συνδυασμούς των συντελεστών ΦΠΑ. Υπάρχει όμως η βασική συμφωνία: Τα έσοδα από τον ΦΠΑ θα αυξηθούν. Δηλαδή μέσω ενός οριζόντιου, απόλυτα ταξικού αντιλαϊκού φόρου, που συνεισφέρει το 50% (περίπου 24-25 δις) των συνολικών εσόδων και είναι τέσσερις φορές υψηλότερα από τη φορολογία προσώπων και οκτώ φορές από τη φορολογία επιχειρήσεων. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη δήλωση αέναης φορο-αποφυγής προς όσους μπορούν να ξοδέψουν σε ένα σαββατοκύριακο στην Αράχοβα ή στις Άλπεις το ετήσιο εισόδημα ενός εργαζόμενου στα ΕΛΠΕ;
Με τη λογική και την ψυχή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αν οι τοκογλύφοι του ευρωπαϊκού κεφαλαίου καθώς και οι άρχοντες του χρήματος στην Ελλάδα, δεν πληρώσουν μία, πως αλλιώς θα βγει ο λογαριασμός;
Ο εγκλωβισμός των αριστερών τάσεων του κυβερνητικού κόμματος στο σύνθημα «ούτε βήμα πίσω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ», όσο και αν ακούγεται ως μια χρήσιμη άμυνα για την υπεράσπιση κάποιων αναγκαίων μέτρων και προεκλογικών υποσχέσεων προς τα λαϊκά στρώματα, είναι από πολιτική άποψη λαθεμένος. Η εφαρμογή εκείνων των θετικών έστω και επιμέρους πλευρών αυτού του προγράμματος, προϋποθέτει την ανατροπή του πυρήνα του καθώς και της πολιτικής στρατηγικής ΣΥΡΙΖΑ, που αναζητεί λαϊκή ανακούφιση και προκοπή μέσα στο λάκκο των λεόντων της ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ, με την ελληνική αστική τάξη ακλόνητη στη δεσποτική της κυριαρχία.
Όταν ένα πλοίο έχει προορισμό τα παράλια της Αττικής, αλλά έχει σαλπάρει προς την Κρήτη, μόνο να απομακρύνεται μπορεί από αυτά. Και το να φωνάζουν όλοι εν χορώ, όντας πάνω σε αυτό, μακριά από το τιμόνι και με δεδομένη την κατεύθυνση της πορείας του, «στηρίζουμε τον καπετάνιο, αλλά θέλουμε να φτάσουμε στον Πειραιά», δεν ωφελεί ιδιαίτερα. Η επιστροφή στη δυνατότητα μιας λαϊκής διεξόδου, είναι υπόθεση μιας σκληρής αναμέτρησης που υπερβαίνει αυταπάτες και τακτικισμούς εντός του καταστρώματος.
Το «αδιέξοδο» για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι αποτέλεσμα μιας σκληρής αλλά άνισης «διαπραγμάτευσης», αλλά καθορίζεται από τρεις πολύ συγκεκριμένους παράγοντες.
Πρώτον, από ένα ανέφικτο πολιτικό πρόγραμμα φιλολαϊκής διαχείρισης εντός του συστημικού πλαισίου.
Δεύτερον, με μέσα και εργαλεία εφαρμογής μια κυβέρνηση συνέχειας ενός κράτους υπηρέτη της ολιγαρχίας, αλλά και την ίδια την αντιδραστική ΕΕ με τις δήθεν κοινές ευρωπαϊκές λύσεις και πολιτικές.
Τρίτον, από την αντικατάσταση της ζωογόνου και πρωταγωνιστικής παρουσίας του λαϊκού παράγοντα με την αποθέωση της μυστικής διπλωματίας στους διαδρόμους των παλατιών των επιτελείων.
Είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής αυτής της αντιλαϊκής πορείας.
Απαιτείται ένα άλλο πολιτικό πρόγραμμα εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων (αύξηση βασικού μισθού και των μισθών γενικά τώρα, πλήρης κάλυψη όλων των ανέργων, εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων και δημόσιες επενδύσεις και άλλα μέτρα για αύξηση απασχόλησης κ.α.) αλλά και πολιτικών στοχεύσεων-κόμβων όπως η παύση πληρωμών, η διαγραφή χρέους και η έξοδος από ευρωζώνη και ΕΕ.
Η εφαρμογή του δεν είναι ζήτημα μιας κυβέρνησης «συνέχειας του κράτους και του ευρωμονόδρομου με άλλο μίγμα» – παρά το γεγονός ότι διεκδικούμε εδώ και τώρα καταχτήσεις από την τωρινή κυβέρνηση-, αλλά αποτέλεσμα της ανατροπής αυτού του πλαισίου με λαϊκό και πανεργατικό ξεσηκωμό. Η απάντηση στο ερώτημα ποιος και πως θα «κυβερνήσει», είναι αλληλένδετη με το ποιος και πως θα ανατρέψει στη βάση ενός άλλου προγράμματος με βάση τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες και ενάντια στη λογική των ευρωαφεντικών και του καπιταλιστικού κέρδους.
Το δεύτερο ζητούμενο επομένως είναι ο προσανατολισμός στο να μεταφερθεί το κέντρο βάρους των εξελίξεων στον λαϊκό παράγοντα, με κέντρο ένα αναγεννημένο και μαχητικό εργατικό κίνημα, με πρώτη έγνοια τη συσπείρωση της νέας εργατικής βάρδιας και της κάλυψης των ανέργων. Να γεμίσουν οι δρόμοι ξανά, να αδειάσουν οι υπηρεσίες και τα εργοστάσια σε νέες απεργίες, να φλογιστούν οι καρδιές…
Μια αριστερή αντικαπιταλιστική διέξοδος μιλάει μόνο τη γλώσσα της αλήθειας, βάζοντας επί τάπητος, αντί της «διαπραγμάτευσης» και της μυστικής διπλωματίας, την ανοιχτή συζήτηση για τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις ενός άλλου δρόμου για την ελληνική κοινωνία. Χωρίς μνημόνια, χρέος, ευρώ και ΕΕ, με πρωταγωνιστικό το ρόλο της εργατικής τάξης, με κλονισμό και ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Η όσο γίνεται τεκμηριωμένη πρόταξη ενός άλλου δρόμου και προγράμματος, είναι προϋπόθεση για τη συσπείρωση και την αναγκαία «ταύτιση» ειδικά με τα ζωτικά συμφέροντα των εργατικών στρωμάτων που ζητούν συγκεκριμένες απαντήσεις για το αύριο.
Ένα ευρύτατο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό, ενοποιημένο σε άλλη βάση, θα μπορούσε να ορίσει τις εξελίξεις. Πέρα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ευρύτερη αντικαπιταλιστική αριστερά, το ΚΚΕ και τον αριστερό κόσμο που διαφοροποιείται από το ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν χιλιάδες αγωνιστές των εργατικών, κοινωνικών, δημοκρατικών, αντιφασιστικών και αντιιμπεριαλιστικών αγώνων.
Ατμομηχανή αυτού του στόχου, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει η στερέωση, εμβάθυνση και διεύρυνση σε ανώτερο και μαζικότερο επίπεδο, της ανατρεπτικής πολιτικής συνεργασίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που σηματοδότησε η συνάντηση ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΜΑΡΣ, στη βάση ενός αναγκαίου προγράμματος και προσανατολισμού κοινωνικών και πολιτικών αγώνων ανατροπής.