της Σοφίας Στεφανίδου
Ενώ το υπουργείο εστιάζει όλη την επιχειρηματολογία του στην αιτιολόγηση των αλλαγών, καμία συζήτηση δεν γίνεται για το περιεχόμενο και την ουσία τους. Συγκεκριμένα, το υπουργείο αναφέρεται σε τρεις λόγους : α) «οι μαθητές της Γ΄ Τάξης είχαν περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης , αφού επέλεγαν τμήματα μόνο από ένα επιστημονικό πεδίο. Αυτό στερούσε και τα Πανεπιστήμια από φοιτητές/τριες με πολύ υψηλές επιδόσεις». β) «Δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σύνταξη των προγραμμάτων σπουδών όλων των μαθημάτων της Γ΄ τάξης του Νέου Λυκείου, ούτε καν έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες συγγραφής των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων». γ) «Λόγω στρεβλώσεων που θεωρήθηκε αναγκαίο να αντιμετωπισθούν, όπως για παράδειγμα, η δυνατότητα να εισαχθεί κάποιος σε Χημικό τμήμα, χωρίς να έχει διδαχθεί και εξετασθεί στο μάθημα της Χημείας Κατεύθυνσης».
Ας δούμε, όμως, την ουσία : 20.000 κενά εκπαιδευτικών, πολλά από αυτά και στις κατευθύνσεις. Κενά υπαγορευμένα από τις αρχές της «δημοσιονομικής προσαρμογής» που και αυτή η κυβέρνηση υιοθετεί ως προτεραιότητα. Και είναι τραγελαφικό να θεωρείς θετικό τη διεύρυνση των επιλογών και ταυτόχρονα, να μειώνεις τον αριθμό των εισακτέων.
Βαθύτερα, οι αλλαγές αυτές δε θα μπορούσαν παρά να είναι συμβατές με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που «ό,τι συμβαίνει σε αυτό, από την οργάνωση και τη λειτουργία του έως το μορφωτικό του αποτέλεσμα, αποτιμάται σε χρήμα». Με μια εκπαίδευση -από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο- στην οποία κυριαρχεί η αποσπασματικότητα και ο κατακερματισμός της γνώσης, η αποστήθιση και η ποσοτικοποίησή της.
Σε μια εκπαίδευση όπου κυριαρχεί ο μύθος της «αξιοκρατίας», που ενοχοποιεί τους ίδιους τους μαθητές ότι ευθύνονται οι ίδιοι για το αν θα γίνουν εργάτες, ή άνεργοι. Κι αυτή η διαδικασία περνά, κυρίως, μέσα από κάθε είδους εξετάσεις, στις οποίες ο μαθητής/τρια εσωτερικεύει την αποτυχία ως δικό του πρόβλημα και ταυτόχρονα, εντείνει τον ανταγωνισμό, μια ακόμα αξία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Για άλλη μια φορά , οι εμπνευστές των αλλαγών αδιαφορούν για το γεγονός ότι η πλειονότητα των μαθητών έχουν χαμηλόμισθους ή άνεργους γονείς ή διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, άρα και άνισες δυνατότητες πρόσβασης σε κάθε μορφωτική διαδικασία. Να το πούμε απλά: χιλιάδες μαθητές/τριες θα πρέπει να κάνουν φροντιστήριο, ενώ οι γονείς τους αδυνατούν να τα πληρώσουν, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους για το ποιος θα πατήσει πάνω στον άλλο, κερδίζοντας ένα μόριο παραπάνω, για να πετύχει την πολυπόθητη είσοδο στο πανεπιστήμιο.
Στον αντίποδα, λοιπόν, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, που ο πλούτος της ανθρώπινης σκέψης συνεχώς διευρύνεται και διαμορφώνονται οι υλικοί όροι για να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά του σκοταδισμού, του ανορθολογισμού, αλλά και της κάθε μορφής καταπίεσης και εκμετάλλευσης, είναι αυτονόητη η ανάγκη για την εξάλειψη όλων των εκπαιδευτικών και μη μηχανισμών, που λειτουργούν ως φραγμοί και για μια κοινωνικά ισότιμη επαφή με τη γνώση -άρα, και ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με ταυτόχρονη κατάργηση του «Νέου Λυκείου».