της Μαριάννας Τζιαντζή
Η Σάιμα ελ Σαμπάχ ήταν ποιήτρια που ζούσε στην Αλεξάνδρεια και δολοφονήθηκε φέτος από την αστυνομία στη διάρκεια μιας μικρής διαδήλωσης στο Κάιρο, την παραμονή της επετείου της θρυλικής εξέγερσης της 24ης Ιανουαρίου. Είχε ξεκινήσει με το τρένο από την Αλεξάνδρεια, όπου κατοικούσε μαζί με τον πεντάχρονο γιο της, και πήγε στην πρωτεύουσα για να αφήσει μαζί με τους συντρόφους τους λίγα λουλούδια στην πλατεία Ταχρίρ, προς τιμή των νεκρών της Αραβικής Άνοιξης. Ήταν 31 χρονών.
Σε μια από τις φωτογραφίες της που πάρθηκαν με κινητό τη μέρα του θανάτου της τη βλέπουμε να κρατά μια αφίσα του μικρού αριστερού κόμματος στο οποίο ήταν οργανωμένη. Ένα μοτίβο με τρεις κορδέλες –μια κόκκινη, μια πράσινη, μια πορτοκαλιά– που πλέκονται και από κάτω γράφει SPA, τα αρχικά του κόμματος όπου ανήκε: Socialist Popular Alliance (Σοσιαλιστική Λαϊκή Συμμαχία). Κατάμαυρα μαύρα μαλλιά, νύχια βαμμένα στο χρώμα του κοραλλιού. Φορά ένα γκρι πουλόβερ, μαύρο μαντίλι στο λαιμό, τζιν παντελόνι, άρβυλα. Άλλες φωτογραφίες τη δείχνουν αιμόφυρτη στην αγκαλιά ενός συναγωνιστή της, αφού έχει δεχτεί τις σφαίρες των αστυνομικών του Σίσι, με τα δάχτυλα ακόμα σφιγμένα στην αφίσα. Σε άλλες φωτογραφίες από ευτυχισμένες μέρες βλέπουμε μια όμορφη νέα γυναίκα να χαμογελά πλάι στο αγοράκι της ή καθισμένη σταυροπόδι σε μια παραλία.
Δύο εβδομάδες πριν από τη δολοφονία της Σάιμα είχε πραγματοποιηθεί η πολύνεκρη φονική επίθεση στα γραφεία του Σαρλί Εμπντό. Δικαιολογημένη η παγκόσμια καταδίκη της σφαγής, επιβεβλημένη η δημόσια υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης. Εκεί ο ένοχος ήταν δυο-τρεις φανατικοί, όμως η Σάιμα δολοφονήθηκε από μια κυβέρνηση στην οποία παρέχουν ολόπλευρη υποστήριξη οι πολιτικές ηγεσίες της Δύσης. Και φυσικά δεν δολοφονήθηκε επειδή έγραφε ποιήματα, αλλά γιατί κατέβηκε στο δρόμο, όπως είχε κάνει και πάμπολλες άλλες φορές.
Η Σάιμα ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα, μια πρωτοπόρα καλλιτέχνιδα. Ανήκε σε μια μικρή αβανγκάρντ ομάδα ποιητών, στις παρυφές του αιγυπτιακού λογοτεχνικού κατεστημένου που έγραφε σε ελεύθερο στίχο χρησιμοποιώντας λέξεις και εκφράσεις της καθομιλουμένης. Είχε σπουδάσει Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο του Καϊρου, ενώ οι αισθητικές και πολιτικές της αναζητήσεις διαμορφώθηκαν μέσα από ατέλειωτες συζητήσεις με συμπατριώτες της στα καφενεία του Καϊρου και της Αλεξάνδρειας… και μάλιστα επί καθεστώτος Μουμπάρακ.
«Τη βλέπω σαν κόρη μου» είπε ο πρόεδρος Αμπντέλ Σίσι, όταν εμφανίστηκε στην αιγυπτιακή τηλεόραση την επομένη του θανάτου της, για να εκφράσει τα συλλυπητήριά του. «Αν δεν ήταν τόσο αδύνατη, θα ζούσε» ισχυρίστηκε ο αιγύπτιος ιατροδικαστής: η Σάιμα ήταν πετσί και κόκαλο κι έτσι τα τραύματα από σφαίρες διασποράς που την πέτυχαν αποδείχτηκαν θανατηφόρα. Λες και πέθανε από νευρική ανορεξία!
Η Σάιμα δεν θα μπορούσε να ήταν κόρη του αιματοβαμμένου ηγέτη που τα δικαστήριά του έχουν καταδικάσει σε θάνατο εκατοντάδες πολιτικούς αντιπάλους του. Είναι όμως κόρη της ποίησης, κόρη και αδελφή όσων αγωνίζονται, ακόμα κι αυτών που δεν άκουσαν ποτέ το όνομά της.
Ένα μεταφρασμένο στα αγγλικά ποιήμά της μιλά για μια τσάντα της, μια τσάντα που έχασε. Όπως παρατηρούν οι επαΐοντες, η σχολή στην οποία ανήκε απέφευγε τα βαρύγδουπα μηνύματα και τα συνθήματα, ήταν στραμμένη στην καθημερινότητα. Όμως στις διαδηλώσεις, λένε οι σύντροφοί της, εκείνη φώναζε τα συνθήματα δυνατότερα απ’ όλους γι’ αυτό και την αποκαλούσαν τρυφερά «φωνή της επανάστασης». Σύνθημα ήταν η ίδια, σύνθημα ήταν η ζωή και ο θάνατός της.
Γράμμα προς την τσάντα μου
Δεν ήταν παρά μια τσάντα
Όταν όμως την έχασα, δεν ήξερα
πώς ν’ αντικρίσω τον κόσμο δίχως αυτήν
γιατί οι δρόμοι μάς θυμούνται εμάς τις δυο παρέα
τα μαγαζιά την ξέρουν καλύτερα απ’ ό,τι εμένα
επειδή αυτή είναι που πληρώνει
Ξέρει κι εγκρίνει τη μυρωδιά του ιδρώτα μου
Ξέρει όλα τα λεωφορεία
κι έχει τη δική της σχέση με τους οδηγούς τους
Ξέρει απέξω την τιμή του εισιτηρίου
και κρατά πάντα το ακριβές αντίτιμο.
Μια μέρα αγόρασα ένα άρωμα που δεν ήταν της αρεσκείας της
το έχυσε όλο και δεν με άφησε να το χρησιμοποιήσω.
Ξέχασα να πω ότι αγαπά την οικογένειά μου
και πάντα έχει όλες τις φωτογραφίες
αυτών που αγαπά.
Τι άραγε να νιώθει τώρα; Μήπως φοβάται;
Μήπως την ενοχλεί η μυρωδιά του ξένου ιδρώτα;
Μήπως την ταράζουν οι νέοι δρόμοι;
Αν σταματούσε σε κάποιο μαγαζί όπου πηγαίναμε μαζί,
θ’ αγόραζε τα ίδια πράγματα;
Πάντως, αυτή έχει τα κλειδιά του σπιτιού
και την περιμένω.